ΕΓΙΝΕ ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΗ: Ο ΠΕΡΙΟΥΣΙΟΣ ΛΑΟΣ ΚΑΙ Η ΑΓΙΑ ΡΩΣΙΑ

ΕΓΙΝΕ ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΗ: Ο ΠΕΡΙΟΥΣΙΟΣ ΛΑΟΣ ΚΑΙ Η ΑΓΙΑ ΡΩΣΙΑ

Εάν έχουμε μια αμυδρή γνώση για τον Θεό είναι διότι ο Ίδιος αποκαλύπτεται στην ιστορία και συνάπτει διαθήκη με τους ανθρώπους. Αρχικά, “δημιουργεί” ένα έθνος, και το καλεί – από αγάπη και μόνο – να συνάψει διαθήκη μαζί του. Αυτός είναι ο Ισραήλ. Η συμφωνία αυτή αποτελεί προσωρινό στάδιο. Κι ενώ ο Ισραήλ παραμένει δεμένος στις εγκόσμιες δομές και στον φυλετικό ορίζοντα, ο Θεός στην Παλαιά Διαθήκη δίνει υπόσχεση για τη σωτηρία όλου του κόσμου.

Και η επαγγελία εκπληρώνεται. Με τον σταυρό του Χριστού μια νέα διαθήκη συνάπτεται, η Καινή Διαθήκη. Καλεσμένοι είναι όλα τα “έθνη”. Περιούσιος λαός γίνεται τώρα το Σώμα του Χριστού, η Εκκλησία (Προς Τίτον, 2,14), όπου αίρεται κάθε διάκριση σε Έλληνα, Ιουδαίο ή βάρβαρο, δούλο και ελεύθερο, άνδρα και γυναίκα, αφού τα πάντα και στα πάντα είναι ο Χριστός (Κολ. 3,11-12. Γαλ. 3,28-29). Ο νέος λαός δεν προσδιορίζεται από φυλετικά ή πολιτισμικά χαρακτηριστικά, αλλά από μια απείρως βαθύτερη και ακατάλυτη πνευματική σχέση. Ύψιστο κριτήριο συγγένειας είναι ο ίδιος ο Χριστός, ομοαίματος αδελφός μας.

Βεβαίως, η νέα αυτή ταυτότητα δεν καταργεί τις εθνικές ταυτότητες, την αγάπη για την πατρίδα και την πολιτιστική ετερότητα. Όμως ο νέος τύπος συγγένειας υπερβαίνει όλα τα εγκόσμια, καλεί τα διαφορετικά σε ενότητα και κοινωνία με τον Ένα. Στην Αποκάλυψη του Ιωάννου το πρόσωπο της Εκκλησίας περιλαμβάνει κάθε φυλή και γλώσσα, κάθε λαό και έθνος.

Τί συμβαίνει όμως όταν η έννοια του περιούσιου λαού επιστρατεύεται για να υπηρετήσει εθνικά και εθνοτικά οράματα, εγωισμούς και φαντασιώσεις;

Από την ιστορική οπτική αρκετές φορές οι νεότεροι Έλληνες διάβασαν ελληνοκεντρικά την έννοια του περιούσιου λαού. Ωστόσο το διάβασμα αυτό δεν αλλοίωσε την αίσθηση της παγκοσμιότητας του Ευαγγελίου, ίσως γιατί το ίδιο το ελληνικό πνεύμα ήταν πάντα οικουμενικό. Η συμβολή της ελληνικής γλώσσας και παιδείας στη διάδοση, έκφραση και οριοθέτηση της χριστιανικής πίστης είναι αδιαμφισβήτητη—τόσο, ώστε ο Ρώσος π. Γεώργιος Φλορόφσκι να αποκαλεί τον Ελληνισμό θεμελιώδη κατηγορία της Χριστιανικής υπάρξεως.

Έχουμε όμως στην ιστορία και στο παρόν μια άλλη, επικίνδυνη ανάγνωση και αλλοίωση της έννοιας του περιούσιου λαού.

Αυτή συμπεριλαμβάνεται στο μεγαλειώδες αφήγημα του “Ρωσικού Κόσμου”, το οποίο η Ρωσία υφαίνει εδώ και αιώνες. Σύμφωνα με αυτό, η Ρωσία, η Ουκρανία και η Λευκορωσία, όπως και οι απανταχού της γης ρωσικές κοινότητες, συγκροτούν την αποκαλουμένη Αγία Ρωσία, μια ξεχωριστή ενότητα “αδελφών” λαών, με κοινή εθνολογική ρίζα και πολιτισμό, ενώ η Μόσχα, με τον κοσμικό και τον θρησκευτικό της ηγέτη, είναι ο “μεγάλος αδελφός” και ποδηγέτης όλων. Ο ρωσικός λαός υπερτερεί των άλλων στα χαρίσματα, στην κουλτούρα, αλλά και στην ορθή πίστη. Είναι εκλεκτός και έχει ειδικό προορισμό.

Κυκλοφορήθηκε μάλιστα πριν λίγα χρόνια πολυτελές τετράφυλλο, υπογεγραμμένο από Αγιορείτη κελλιώτη μοναχό (διάσημο στο διαδίκτυο), που παρουσιάζει με περισσή αμετροέπεια τον ρωσικό λαό ως “νέο περιούσιο λαό” του Θεού, τον μόνο και ανυπερθέτως ασύγκριτο! Και φυσικά βρίσκεις στον ρωσικό λαό θαυμάσιους και αγίους ανθρώπους. Πέρα όμως από την αφέλεια της γενίκευσης, από μόνη της η ταύτιση του περιούσιου λαού με μια εθνική οντότητα μας φέρνει πίσω στην Παλαιά Διαθήκη, και μάλιστα στην Ιουδαϊκή εγκοσμιοκρατική αντίληψη του περιούσιου λαού, η οποία μέχρι σήμερα αποτελεί πίστη των Σιωνιστών. Οι εθνοφυλετικές αυτές θεωρίες καταδικάσθηκαν ήδη από τη Σύνοδο της ΚωνΠόλεως το 1872.

Προκειμένου, όμως, να θεμελιωθεί η υπεροχή του Ρωσικού Κόσμου, αναθεωρείται αδιάκοπα και επίμονα η ιστορία. Τελευταία μάλιστα η ευρασιατική ρωσική ηγεμονία ταυτίσθηκε με τη βυζαντινή αυτοκρατορία. Εντύπωση προκαλεί ότι στο πολύκροτο ρωσικό ντοκιμαντέρ Η κατάρρευση της αυτοκρατορίας και το βυζαντινό μάθημα προβάλλεται η Ρωσία ως η συνέχεια του Βυζαντίου. Αυτή είναι προορισμένη να κυριαρχήσει. Το πνεύμα της όμως δεν φαίνεται να είναι ούτε οικουμενικό ούτε ταπεινό ούτε ανεκτικό. Δεν αναγνωρίζει ετερότητα, γι αυτό και από τον 17ο αιώνα επιχειρεί να ξεριζώσει την ουκρανική γλώσσα και κουλτούρα.

Έτσι ο περιούσιος λαός καταλήγει σε ιδεολόγημα δεμένο στις ράγες μιας πολιτικής ιδεολογίας που με τη σειρά της έχει εμποτίσει βαθιά την εκκλησιαστική ηγεσία. Η πίστη γίνεται ένα μέρος της εθνικής και πολιτικής ταυτότητας. Το κράτος θεοποιείται και η εκκλησία δεν υψώνει ανάστημα ούτε σε άδικες πράξεις του κράτους, όπως αντιθέτως γινόταν στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Η κυβέρνηση ταυτίζεται με την πατρίδα (πράγμα αδιανότητο για τους Έλληνες), ενώ μέρος της πατρίδας είναι η Ορθόδοξη πίστη και η θεσμική της εκπροσώπηση.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, είναι επόμενο η πνευματική ηγεσία να συμπλέει με την κρατική βούληση, ακόμη και αν η τελευταία απειλεί έναν Ορθόδοξο λαό, ακόμη κι αν συμπεριφέρεται παρανοϊκά εις βάρος και του δικού της λαού. Αν η κρατική βούληση περιλαμβάνει εισβολή, ισοπέδωση πόλεων, ανηλεείς αποκλεισμούς, βομβαρδισμούς νοσοκομείων και μακελειό αμάχων (δηλαδή πράξεις τερατώδεις για την εκκλησιαστική συνείδηση), μπορεί η εκκλησιαστική αρχή να καταφύγει σε γενικές δεήσεις για την ειρήνη, παράλληλα όμως θα τιμήσει και θα ενθαρρύνει τον επικεφαλής της Κρατικής Εθνοφρουράς. H φρίκη του πολέμου τίθεται σε δεύτερη μοίρα (αν δεν εξωραΐζεται) μπροστά στη σαγήνη του ηθικού και πολιτιστικού μεγαλείου και των γεωπολιτικών σχεδίων.

Η πολιτική αυτή ιδεολογία συνοδεύεται από τη θεωρία της “τρίτης Ρώμης”, την οποία με αξιοθαύμαστη επιμονή προσπαθεί να επιβάλει το πατριαρχείο Μόσχας. Μάλιστα, η εκκλησιαστική ηγεσία μιμείται την πολιτική εξουσία τόσο στον ολοκληρωτικό χαρακτήρα (στη σχέση της με το ποίμνιό της) όσο και στις επεκτατικές τακτικές της (στη σχέση της με τις άλλες εκκλησίες), όπως φάνηκε στις επιχειρήσεις εκρωσισμού του Αγίου Όρους και στην  πρόσφατη εισπήδησή της στο αρχαίο και πτωχό πατριαρχείο Αλεξανδρείας. Και εδώ οι ρόλοι Εκκλησίας και Πολιτείας κάθε άλλο παρά διακριτοί είναι.

Ο αληθινά πιστός γνωρίζει ότι “Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ” (Γαλ. 3,28). Ας μην επαναπαύεται κανείς σε μια εγκόσμια ταυτότητα, ρωσική ή ελληνική ή οτιδήποτε άλλο. Ζούμε όλοι σε κοινωνίες εκκοσμικευμένες, όπου η διαφθορά διαπρέπει, και η θέληση για δύναμη υπαγορεύει τις ανθρώπινες συμπεριφορές σ’ Ανατολή και Δύση. Όμως, ο Χριστός δεν έπαψε να εμφανίζει τον εαυτό Του στον κόσμο (Ιω. 14,21). Περιούσιος λαός Του είναι όσοι έχουν καρδιά που αγωνίζεται να μετανοεί, να πιστεύει, να αγαπά αληθινά και να αντιστέκεται στο ψέμα, να γίνεται σαν τον σπόρο που πεθαίνει στη γη για να δώσει καρπούς. Εάν, όμως, σιωπούμε νωθρά και κρατάμε βολικές αποστάσεις από εγκλήματα, και μάλιστα εγκλήματα κατά ομοδόξων αδελφών, τότε “το όνομα του Θεού εξ αιτίας μας βλασφημείται στα έθνη” (Ρωμ. 2,24), κι αυτό δεν είναι γνώρισμα των Ορθοδόξων. Εκτός … αν έχει γίνει κι εδώ παρεξήγηση!

Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος
Καθηγούμενος Ιεράς Μονής Φανερωμένης Νάξου

Ο ΔΙΑΦΩΤΙΣΤΗΣ, Ο ΑΓΙΟΣ, ΚΑΙ Η ΑΠΟΒΛΑΚΩΣΗ

Ο ΔΙΑΦΩΤΙΣΤΗΣ, Ο ΑΓΙΟΣ, ΚΑΙ Η ΑΠΟΒΛΑΚΩΣΗ

Ο ΔΙΑΦΩΤΙΣΤΗΣ, Ο ΑΓΙΟΣ, ΚΑΙ Η ΑΠΟΒΛΑΚΩΣΗ

Με αφορμή απαξιωτικά σχόλια και παρατηρήσεις συγγραφέα για τη μεταφορά στην οθόνη μέρους του βίου του συγχρόνου μας αγίου Παϊσίου γράφθηκαν οι παρακάτω σκέψεις, οι οποίες περιλαμβάνουν αδρή περιγραφή του ψυχολογικού τύπου που ο συγγραφέας αυτός αντιπροσωπεύει στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία αλλά και μια αναφορά στα επιχειρήματά του.

Αυτός που δεν έχει μάθει να σωπαίνει ποτέ, δεν είναι ο γενναίος, είναι μάλλον ο αγενής και θρασύς, ο bully που πιστεύει ότι υψώνοντας κορώνες θα επιβληθεί. Ο παλληκαράς αυτός φωνασκεί όχι από θάρρος αλλά από ανασφάλεια. Όσο λιγότερα ξέρει τόσο περισσότερο γλωσσαλγεί. Όταν μάλιστα έχει χτίσει το σοφιστικέ προφίλ του άνετου και ψαγμένου, κι όταν στερείται σοβαρών επιχειρημάτων, τότε επιστρατεύει την ειρωνεία. Όχι τη Σωκρατική ειρωνεία που στοχεύει στην εύρεση της αλήθειας, αλλά αυτήν που κάνει προσωπική επίθεση, ισοπεδώνοντας με βαρύτατους και υβριστικούς χαρακτηρισμούς τον θεωρούμενο ως αντίπαλο, ώστε να τον φιμώσει. Η σαρκαστική αυτή διάθεση, κατ’ επίφασιν ήρεμη, συνεχής και προκλητική, ούτε επιτρέπει τον διάλογο, ούτε οικοδομεί σχέσεις, ούτε προάγει την αλήθεια, απλώς αγωνίζεται να κερδίσει τις εντυπώσεις.

Τί γίνεται όταν ο άνθρωπος που περιγράψαμε ανήκει στην κατηγορία των σημερινών διαφωτιστών; Συνδυάζει τον γαλλικό αντικληρικαλισμό του 18ου αιώνα με την προσωπική του αθεϊστική φιλοσοφική θέση, την ιδεοληψία περί σκοταδισμού και τον επιλεκτικό σεβασμό στη διαφορετικότητα. Ειδικότερα,

α. Υιοθετεί τη ρητορική του μίσους και αναλαμβάνει τον ρόλο ιεροεξεταστή, καταδικάζοντας οτιδήποτε υπερβατικό ή οτιδήποτε δεν χωρά στο δικό του ιδεολογικό πλαίσιο, μιμούμενος τους παλαιούς ιεροεξεταστές της αναγεννησιακής Ευρώπης, των οποίων υποτίθεται ότι είναι ο ίδιος πολέμιος.

β. Οτιδήποτε σχετίζεται με τη θρησκευτική συνείδηση και την Εκκλησία το ειρωνεύεται ως εξ ορισμού σκοταδιστικό. Εικάζουμε ότι με τη λέξη «σκοταδιστικό» εννοεί αυτό που δεν έχει φως, αξίες, αρετές, ποιότητα, ανθρωπισμό και αλήθεια. Αγνοεί ή παραγράφει τη μαρτυρία της ιστορίας, η οποία πέρα από το θεϊκό και ανθρωπιστικό μήνυμα του Ευαγγελίου μιλά τουλάχιστον για δυο «βυζαντινούς ουμανισμούς» και αναδεικνύει μορφές ανδρών και γυναικών με γνώση, σοφία και αγιότητα, των οποίων το ύψος και το βάθος και το έργο ούτε μπορεί να συλλάβει ο νους του.

γ. Κάθε άλλο παρά ανεκτικός, ανέχεται μόνο όσους χωρούν στον στενό του ορίζοντα, ενώ χλευάζει και υβρίζει αυτό που αγνοεί.

δ. Αποκαλεί αδιακρίτως «μεσαίωνα» οτιδήποτε πλησιάζει τις θέσεις και τη ζωή της Εκκλησίας, παραβλέποντας, μεταξύ άλλων, ότι οι μεγάλοι σοσιαλιστές κεντροευρωπαίοι φιλόσοφοι του 20ου αιώνα αναζήτησαν στον Μεσαίωνα πρότυπα κοινωνικής και πνευματικής ζωής ενάντια στη φιλοσοφία της «προόδου» και τα ορθολογικά στρατόπεδα εξόντωσης.

ε. Χαρακτηρίζει αποβλάκωση τη δημόσια προβολή Αγίων της χριστιανικής παράδοσης, λησμονώντας ότι το αποβλακωμένο τοπίο είναι μάλλον καρπός του τηλεοπτικού σκουπιδαριού που βρέχει ολημερίς, και μέρους της νέας τεχνολογίας που επιβάλλει μια εικονική πραγματικότητα, όχι μόνο αποβλακωτική αλλά και άκρως επικίνδυνη.

Ο συγκεκριμένος μάλιστα συγγραφέας είναι απαρχαιωμένος και σε τούτο: αγνοεί μια θεμελιώδη αρχή της φαινομενολογίας. Σύμφωνα με αυτήν, ο ιστορικός ή κριτικός επιστρέφει στα πράγματα καθεαυτά, σε αυτό που αποτέλεσε εμπειρική πραγματικότητα, και για το οποίο υπάρχουν μαρτυρίες, χωρίς να αφήνει τις δικές του φιλοσοφικές προϋποθέσεις να το ερμηνεύσουν ή απορρίψουν. Το να πω λοιπόν ότι τα θαύματα δεν είναι ιστορικά γεγονότα επειδή απλά δεν πιστεύω στα θαύματα, αποτελεί λογικό σφάλμα και ιδεοληψία. Έργο και έγνοια όλων των σοβαρών ιστορικών είναι να αντλήσουν και να κατανοήσουν τα γεγονότα της υπερβατικής εμπειρίας, όπως μαρτυρούνται στις πηγές, και όχι να τα επιβεβαιώσουν ή να τα βάλουν σε προκρούστεια ιδεολογική κλίνη.

Ούτε το θαύμα ούτε ο βίος ενός Αγίου είναι «θρησκευτικό παραμύθι». Τα βιβλία της Καινής Διαθήκης είναι ιστορικά βιβλία, ακόμη κι αν εισάγουν ιδιαίτερο λογοτεχνικό είδος, το ίδιο και οι βίοι των Αγίων. Το ότι σε μερικούς από τους τελευταίους εισχώρησαν ανά τους αιώνες κάποια μυθικά στοιχεία είναι άλλη υπόθεση που αφορά την επιστήμη της κριτικής αποκατάστασης των κειμένων. Το να ταυτίζεις, όμως, το άχρονο παραμύθι-αλληγορία με τον βίο ενός ιστορικού προσώπου δείχνει απλώς βαθειά σύγχυση. Πολύ περισσότερο όταν το πρόσωπο αυτό ανήκει στην εποχή μας, και τον γνωρίσαμε πολλοί και από όλον τον κόσμο. Επιπλέον – και τούτο επίσης αγνοεί ο φωταδιστής – δεν είναι τα θαύματα το βασικό κριτήριο με το οποίο αναγνωρίζουμε έναν άγιο, δηλαδή έναν άνθρωπο που ζει μέσα στη χάρη και ενέργεια του Θεού.

Μπορεί κανείς να εντρυφά, αν θέλει, στα νάματα ενός παρωχημένου διαφωτισμού, χωρίς ωστόσο να προβάλλει ασέβεια, η οποία μάλιστα εθεωρείτο έγκλημα στην αρχαία Δημοκρατία. Η σεμνότητα είναι οντολογικό και όχι απλώς ηθικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου που ζητά την αλήθεια, και τούτο σε καμιά εποχή δεν άλλαξε. Και ο σεμνός άνθρωπος γνωρίζει τί γνωρίζει, όπως γνωρίζει και τί αγνοεί, γι’ αυτό έχει μάθει και να μιλά και να σωπαίνει. Όταν μάλιστα βρεθεί μπροστά στην αγιότητα, όσο διαφωτιστής και να’ ναι, οπωσδήποτε θα θελήσει να αντλήσει κάτι από το φως της. Ώστε να έχει πραγματικό νόημα και περιεχόμενο ο ίδιος ο διαφωτισμός.

Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος
Καθηγούμενος Ιεράς Μονής Φανερωμένης Νάξου

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛH ΣΤΟ ΚΙΕΒΟ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛH ΣΤΟ ΚΙΕΒΟ

Πριν από λίγα χρόνια είχα την ευλογία, καλεσμένος από το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο του Κιέβου για μια διάλεξη, να επισκεφθώ την αρχαία πόλη του Δνείπερου και “μητέρα των Ρως”, και να γνωρίσω την κουλτούρα και τους ανθρώπους της, πράγματα δυστυχώς ελάχιστα γνωστά στους Έλληνες.

Θέλησα εδώ να κάνω μια σύντομη αναφορά στον πλέον εμβληματικό τόπο του Κιέβου, τον ναό της Αγίας Σοφίας. Η συνωνυμία με τον “μυθικό” ναό της Χριστιανοσύνης, τη “δική μας” Αγία Σοφία, δεν είναι τυχαία. Λες και κάποια αχτίδα, χαρίεσσα και ανάλαφρη, απ’ αυτές που δένουν τον θόλο της Μεγάλης Εκκλησίας στην ΚωνΠολη, ακολούθησε τον ηγεμόνα Βλαδίμηρο και την πορφυρογέννητη Άννα στον Βορρά, να χτίσει με φως και σκιές και χρώματα τη νέα Αγία Σοφία, τον ναό-σύμβολο και όραμα.

Οκτώ έτη διήρκησε το έργο της ανοικοδόμησης, για να μιμηθεί και σε τούτο το πρότυπό της, την Αγιά Σοφιά της Πόλης. Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες έρευνες, το θεμέλιο τέθηκε από τον πρώτο χριστιανό ηγεμόνα και βαπτιστή των Ρως του Κιέβου Βλαδίμηρο το 1011, και οι εργασίες άρχισαν πυρετωδώς, για να ολοκληρωθούν από τον διάδοχό του Γιαροσλάβ τον Σοφό το 1018.

Σε κάθε επιφάνεια του ναού αποτυπώνεται η Βυζαντινή αισθητική, η έγνοια να εκφρασθεί η ομορφιά του ετέρου κόσμου στον παρόντα, η ένωση του ουρανού και της γης, αυτό ακριβώς που συγκίνησε και αλλοίωσε τους απεσταλμένους του Βλαδιμήρου στην Αγία Σοφία της Πόλης. Ο προσκυνητής της Μεσογείου, μετά από τόσο μεγάλο ταξίδι εκπλήσσεται συναντώντας και εδώ στον Βορρά την ψυχή της Ρωμανίας στις Κομνήνιες μορφές των Αγίων, στις ελληνικές επιγραφές, στην ψηφιδωτή Πλατυτέρα της Κόγχης. Και δεν είναι μόνο ο σεμνός, απλός, κατανυκτικός και ιεροπρεπής σύλλογος των Αγίων. Είναι και η άλλη όψη του βυζαντινού κόσμου. Στον προσαρτημένο πύργο, παραστάσεις από τον ιππόδρομο, με τον ηγεμόνα του Κιέβου στο ίδιο θεωρείο με τον Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο, και την Άννα να παρακολουθεί από το παράθυρο, ενώ κυνήγια, πουλιά, χοροί, όργανα πληκτροφόρα, πνευστά και έγχορδα, διασώζουν εορταστικές τελετές των Ρωμαίων της Πόλης και μαρτυρούν την αντίληψη για τη χαρά της ζωής.

Όλα αυτά έχουν τα τελευταία χρόνια αποκαλυφθεί στον ναό του Κιέβου με την αφαίρεση του σοβιετικού επιχρίσματος.

‘Ηταν κάτι πολύ περισσότερο από μια επίστρωση ασβεστοκονιάματος. Ήδη τον 19ο αιώνα στη Ρωσική αυτοκρατορία, μετά την ίδρυση της “επαρχίας του Κιέβου”, απαγορεύθηκε η χρήση της ουκρανικής γλώσσας, και δεν αναγνωριζόταν ξεχωριστός πολιτισμός και κουλτούρα.

Η Σοβιετική Ένωση συνέχισε να υποστηρίζει ότι ο ναός της Αγίας Σοφίας ήταν έργο όχι του Βλαδιμήρου αλλά του διαδόχου του Γιαροσλάβ, εφόσον αυτός, πριν γίνει ηγεμόνας στο Κίεβο, ήταν πρίγκιπας σε άλλες πόλεις, στοιχείο που χρησιμοποιήθηκε για τη δημιουργία του μύθου περί του λίκνου των τριών λαών. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η Ρωσία, η Ουκρανία και η Λευκορωσία προέρχονται από μια εθνολογική ρίζα και αποτελούν “αδελφούς λαούς”, όπου η Μόσχα είναι φυσικά ο “μεγάλος αδελφός”, προστάτης και χειραγωγός.

Αντίθετα, η ίδρυση της Αγίας Σοφίας από τον Βλαδίμηρο, και η αναγωγή του κράτους των Ρως (των σημερινών Ουκρανών) στην αγία Όλγα και τον εγγονό της, θίγουν την ιδεολογία της “αυτοκρατορικής” Ρωσίας, του πανσλαβισμού, του λεγόμενου “ρωσικού κόσμου” και φυσικά της “τρίτης Ρώμης” που αποτελεί μέχρι σήμερα επιδίωξη του πατριαρχείου Μόσχας.

Οι Άγιοι στην Αγία Σοφία έχουν μεγάλα, ορθάνοιχτα μάτια και σφιχτά χείλη. Θεωρούν στο μυστήριο της κραυγαλέας ησυχίας τον Θεό. Βλέπουν συνάμα τις δοκιμασίες, τά πάθη και τους καημούς των πιστών. Είδαν σιωπηλοί τέσσερα εκατομμύρια ανθρώπους να πεθαίνουν από τον λιμό που προκάλεσε ο Στάλιν (ο οποίος έχει και μέχρι σήμερα μεγάλη δημοτικότητα στη Ρωσία), είδαν ξένη ηγεμονία να επιβάλει τη δική της κυριαρχία και τη δική της κουλτούρα, είδαν την ιστορία να ξαναγράφεται, για να υπηρετήσει τους ισχυρούς, είδαν την εκκλησία να κομματιάζεται, όταν οι πιστοί θέλησαν την ελευθερία τους. Οι Άγιοι όμως βλέπουν και το τέλος, τη δύναμη της αληθείας που νικά τον κόσμο.

Η μνήμη κατοικεί ακόμη εκεί όπου υπάρχει η διάφανη αχτίδα, το ίδιο ανάλαφρη, πιό ζωντανή από τα επιχρίσματα, πιό δυνατή από τους τριγμούς της ιστορίας. Αυτή η αχτίδα που παίζει στα μάτια των Αγίων, στα χρώματα των καπνισμένων τοίχων και στις αναλλοίωτες ψηφίδες, διατρέχει και τις κυψέλες του νου πολλών ανθρώπων. Μακάρι η του Θεού Σοφία να ανοίξει ένα φωτεινό δρόμο για όλους.

Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος
Καθηγούμενος Ιεράς Μονής Φανερωμένης Νάξου

Ο ΙΟΣ ΚΑΙ Η ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΜΑΣ

Ο ΙΟΣ ΚΑΙ Η ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΜΑΣ

“Κάνε πιο πέρα, άνθρωπέ μου.” Αυτή την παρατήρηση δέχθηκε πιστός, όταν έκανε το λάθος να πλησιάσει κάποιον άλλον πιστό σε μεγάλο ναό των Αθηνών, και ενώ φορούσε προστατευτική μάσκα.

Ασήμαντο φαίνεται, θα έλεγε κάποιος, άλλωστε κατά πάντα θεμιτό και σύμφωνο με τους υγειονομικούς κανονισμούς. Η στάση αυτή, όμως, υποδηλώνει κάτι πέρα από τη δέουσα συμμόρφωση στα εκάστοτε μέτρα προστασίας. Ότι και μέσα στην εκκλησία για πολλούς ανθρώπους ο φόβος δεν είναι απλώς ένα φυσικό ένστικτο αλλά το απόλυτα κυρίαρχο και γενικευμένο βίωμα. Ίσως υποδηλώνει και κάτι περισσότερο. Ότι η υπέρτατη και αδιαπραγμάτευτη αξία πολλών, εκκλησιαζομένων ωστόσο, είναι η επιμήκυνση της βιολογικής ύπαρξης.

Για την υπέρτατη αξία, λοιπόν, δίνει κάποιος τα πάντα, όπως παλαιά το πλοίο που κινδύνευε ζητούσε από τους επιβάτες να πετάξουν όλες τις αποσκευές στη θάλασσα. Εδώ όμως δεν πρόκειται για υλικές αποσκευές. Σωστά έχει λεχθεί από σύγχρονο φιλόσοφο ότι “είμαστε έτοιμοι να θυσιάσουμε στο όνομα της επιβίωσης όλα όσα κάνουν τη ζωή άξια να βιωθεί”. Κάθε ανθρώπινη χαρά, κάθε αξία και αξιοπρέπεια, κάθε αρετή, ακόμη και στοιχειώδεις ελευθερίες περιστέλλονται δραστικά, και ίσως στο μέλλον αρθούν οριστικά μπροστά στο φόβητρο του θανάτου. Έτσι, πετιέται στη θάλασσα η πίστη και η αγάπη (για την ευγένεια δεν συζητάμε), ενώ η ελπίδα αφορά μόνο στην επιβίωση ή, ακριβέστερα, στη βιολογική παράταση βασικών λειτουργιών του σώματος.

Μοναδικό σημείο εστίασης είναι ο ιός, αυτός είναι ο μοναδικός διάολος, και κατ’ επέκταση ο όποιος φορέας του. Αντίστοιχα, μοναδικός σωτήρ και αρχηγός της ζωής το εμβόλιο. Το “μοναδικός” εδώ κάνει τη μεγάλη διαφορά. Ο άλλος, ο δίδυμος αδελφός μου, δεν είναι απλά ενοχλητικός, είναι επικίνδυνος, δυνητική απειλή για τη ζωή μου, φορέας και αιτία του θανάτου μου, και έχω κάθε δικαίωμα να απαιτήσω τον περιορισμό του, ακόμη και την εξόντωσή του για το κοινό καλό (εννοώντας βέβαια το δικό μου καλό).

Και ο θυμός γίνεται αμοιβαίος. Η καλλιεργούμενη εχθρότητα οχυρώνει τις ομάδες και αποπροσωποποιεί τα μέλη τους. Έστι, για παράδειγμα, στη σύναξη της εκκλησίας, όπως και εκτός αυτής, δεν βλέπουμε πια πρόσωπα, ει μη μόνο ανεμβολίαστους ψεκασμένους και εμβολιασμένους προδότες, μασκοφόρους απίστους και αρνητές συνωμοσιολόγους.

Έτσι προκύπτει και μάλιστα ενθαρρύνεται ο διχασμός. Η διχοτόμηση σε “εμείς” και “αυτοί” είναι τελεσφόρος για τις εξουσίες που ζητούν να αποπροσανατολίσουν τον κοινό νου δημιουργώντας κοινωνικές ομάδες και στρέφοντας τη μία κατά της άλλης. Η διάκριση σε κακούς απειλούντας και σε καλούς απειλουμένους γίνεται πρώτιστο μέλημα και καλό εργαλείο.

Κι όμως, οφείλουμε κάτι στην ελαύνουσα επιδημία. Αποκάλυψε μεταξύ άλλων κάτι που μέχρι τώρα επιμελώς κρύβαμε: το έλλειμμα της πίστης και της αγάπης μας. Το ιικό φορτίο φανέρωσε την αβάσταχτη ελαφρότητα της ζωής μας, τη βασανιστική μας κοινωνικότητα, την απουσία υπαρξιακής σκέψης. Ανέδειξε τον φόβο διευθυντή και ενορχηστρωτή της ζωής μας και περιεχόμενο της καρδιάς μας. Συνέβαλε έτσι στο να γνωρίσουμε την πνευματική μας ασθένεια. Είδαμε ότι ο τρόμος μας μπροστά στον μικρό ή μεγάλο κίνδυνο καταπνίγει κάθε ευγενές αίσθημα. Είδαμε πως οτιδήποτε μας υπενθυμίζει την πραγματικότητα και αμεσότητα του θανάτου μάς κάνει έξαλλους. Ταυτόχρονα, ο ιός έφερε στο προσκήνιο το μεγάλο ερώτημα: τί είναι η αληθινή ζωή; Και, τέλος πάντων, τί προσδόκιμο ζωής έχει ένα σώμα που δεν ζει αληθινά ως άνθρωπος μαζί με ανθρώπους, ένα σώμα που στερείται ψυχικού και πνευματικού οξυγόνου.

Τα παραπάνω όμως ισχύουν για τους αληθινά σκεπτόμενους. Διότι ο τρόμος τείνει να συσκοτίζει κάθε απόπειρα σκέψης και μαζί της κάθε συνειδητοποίηση.

Ίσως θα έπρεπε να δοκιμάσουμε τη μέθοδο που μεταξύ άλλων χρησιμοποιεί η ψυχοθεραπεία στις περιπτώσεις αγχωτικών διαταραχών και φοβίας: την ανάλυση κέρδους/ζημίας από τις υιοθετημένες συμπεριφορές που τείνουν να γίνουν στάση και τρόπος ζωής. Να καταγράψουμε σε μια λίστα την ωφέλεια από την εμμονική προφύλαξη και δίπλα το κόστος που έχει για την ποιότητα της ζωής μας. Πόσο οι σκέψεις, συμπεριφορές και τακτικές μας συμβάλλουν σε μια ζωή εύφορη και δημιουργική και, αντίστοιχα, πόσο χαλκεύουν μια ζωή γυμνή και βουβή, χρωματισμένη από την κατάθλιψη, όπου ούτε η χαρά ούτε καν η λύπη έχουν θέση; Μήπως πρέπει να εκτιμήσουμε βαθύτερα την ποιότητα και πληρότητα της ύπαρξής  μας, ὅταν μπαίνουμε στην εκκλησία (ή αρνούμεθα να πάμε) υπό το μόνιμο καθεστώς του φόβου;  Ή, άντίθετα, ὅταν μπαίνουμε στην εκκλησία με την αλαζονεία εκείνου ποὺ ξεπερνά σε αρετή και τόλμη τους συμβιβασμένους;

Όλα έχουν τη θέση τους στη ζωή μας. Και οι μάσκες και τα εμβόλια και οι επιφυλάξεις και ο φόβος. Ο Θεός όμως εις ενότητα πάντας εκάλεσε. Κι αυτό είναι το κυριότερο, η ενότητα της πίστεως και της αγάπης, ακόμη κι αν διαφωνούμε μεταξύ μας σε τούτο ή σ’ εκείνο.

Αν τα τοποθετούμε όλα στη σωστή τους θέση και προοπτική και προτεραιότητα, τότε, και λάθος αρχικἀ να κάνουμε, η χάρις του Θεού θα μας αγκαλιάσει, θα μας φωτίσει και θα οικονομήσει τη σωτηρία μας. Αν όμως πέφτουμε θύματα του εγωισμού − είτε στη φοβική είτε στην αλαζονική μορφή του −, και των μονομανιών που παράγει, τότε η πλάνη θα είναι μεγαλύτερη και θα υπερκαλύψει το μικρό ή μεγάλο δίκιο μας.

Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος
Καθηγούμενος Ιεράς Μονής Φανερωμένης Νάξου

Η ΧΑΜΕΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΣΤΑΣΗΣ

Η ΧΑΜΕΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΣΤΑΣΗΣ

Σήμερα δεν ζούμε στην εποχή της απουσίας του νοήματος αλλά στην εποχή της εξαφάνισης της πραγματικότητας.

 Απατώντας ο σύγχρονος φιλόσοφος Jean Baudrillard στις κριτικές αναφορές για απουσία ή για κρίση του νοήματος, επισημαίνει ότι το κύριο χαρακτηριστικό της ύστερης νεωτερικότητας είναι η εξαφάνιση της πραγματικότητας, η διάλυση του υποκειμένου και η καταστροφή του νοήματος. Οσοι επιμένουν στην απουσία του νοήματος ως κύριο χαρακτηριστικό της εποχής μας σφάλλουν, επειδή παραδέχονται ότι υφίσταται μια πραγματικότητα, η οποία δεν μπορεί να νοηματοδοτηθεί. Συμβαίνει όμως το ακριβώς αντίθετο: δεν υφίσταται η πραγματικότητα που θα μπορούσε να μετασχηματισθεί μέσω της επιστημονικής ή της πνευματικής αναπαράστασης του νοήματος.

Κύριο ερευνητικό αντικείμενο του Baudrillard είναι η περιγραφή και η ανάλυση των συστημάτων και των πραγμάτων που συγκροτούν την καθημερινή ζωή των ανθρώπων στην ύστερη νεωτερικότητα. Αφετηρία του είναι η «αποδόμηση» της αναπαραστατικής σχέσης ανάμεσα στο νόημα και στην πραγματικότητα. Κατά τον Baudrillard, στις μέρες μας έχει συντελεσθεί το «τέλειο έγκλημα», το οποίο δεν είναι άλλο από την εξαφάνιση της πραγματικότητας.

 Στο πρώτο του βιβλίο «Το σύστημα των πραγμάτων» αναλύει τις σχέσεις του ανθρώπου με τα καθημερινά αντικείμενα, όπως είναι π.χ. το αυτοκίνητο, το ρολόι, τα ρούχα κ.ά. και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι σχέσεις αυτές είναι κατά κανόνα σχέσεις ιδιοκτησίας και όχι σχέσεις χρηστικές. Μέσω αυτών των ιδιοκτησιακών σχέσεων συγκροτείται ένας ιδιωτικός κόσμος ιδεολογίας και μυθολογίας, ο οποίος αποκτά τη δική του ιδιαίτερη δυναμική στην κοινωνία της ύστερης νεωτερικότητας.

Στον βαθμό όπου τα άτομα συγκροτούν τις προσωπικές τους ιδεολογίες διαμορφώνουν ταυτόχρονα το σύστημα των σημασιών και των αξιών που κατά κάποιο τρόπο καθρεπτίζει την υφιστάμενη πραγματικότητα. Η σχέση όμως της αντιστοιχίας (ή της αναπαράστασης) ανάμεσα στην πραγματικότητα και στη σημασία της έχει υπονομευθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε δεν είναι υπερβολή να χρησιμοποιήσει κανείς τη μεταφορά του θανάτου για να χαρακτηρίσει το υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένη η πραγματικότητα.

Βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα «τέλειο έγκλημα», για το οποίο δεν γνωρίζουμε ούτε τον δράστη ούτε τα κίνητρά του ούτε και είμαστε σε θέση να ανακατασκευάσουμε πειστικά τη θεωρητική απεικόνισή του. Η τύφλωση είναι η μοναδική στάση που συμπίπτει με την εγκληματική πράξη και τη “λυτρωτική” ταυτόχρονα ενέργεια. 

Ο φυσικός θάνατος είναι “απαγορευμένος”, γι’ αυτό και η ζωή του ανθρώπου επιμηκύνεται με πλαστικές και χειρουργικές επεμβάσεις. Η επικοινωνία συντελείται χωρίς διαδικασίες διαλόγου ή φυσική σχέση. Τα αποτελέσματα προκύπτουν χωρίς αιτίες και τα πάθη δεν αναφέρονται σε πρόσωπα ή δεν γεννιούνται μέσα σε ανθρώπινες καταστάσεις. Ολα αυτά υποδηλώνουν έναν τεχνητό κόσμο, ο οποίος δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματικότητα και τη νοηματική της αναπαράσταση.

Η αλήθεια είναι ότι βρισκόμαστε στον βαθμό μηδέν της πραγματικότητας. Η Αμερική αντιπροσωπεύει, κατά τον Baudrillard, τη γιγαντιαία πλασματική και τεχνητή κατασκευή. Στο βιβλίο του με τον τίτλο «Αμερική» εξετάζει τις πραγματολογικές συνθήκες διπλασιασμού της πραγματικότητας. Η πραγματικότητα δεν παραγκωνίζεται για να γεμίσει το κενό με την απουσία νοήματος. Αλλά συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: στη θέση της πραγματικότητας τοποθετείται ο διπλασιασμός της, που ουσιαστικά ισοδυναμεί με την εξαφάνισή της και την πλήρη επικράτηση του ομοιώματός της, που δεν είναι άλλο από την τηλεοπτική εικόνα. Τα γεγονότα συμβαίνουν στην τηλεόραση προτού λάβουν χώρα στην πραγματικότητα. Ο κόσμος μας έχει μετατραπεί σε ένα πλέγμα συνθηκών και καταστάσεων όπου «τα φαινόμενα επικαιροποιούνται προτού συμβούν στην πραγματικότητα».

Η αποσπασματικότητα, οι ρωγμές, τα χάσματα στη σύλληψη των ιδεών και στη γλωσσική έκφραση δεν είναι παρά αποτυπώσεις της «αγωνίας της πραγματικότητας». Ο ίδιος ο Baudrillard ορίζει τη σκέψη του ως προσπάθεια αντίστασης απέναντι στην «ομοιωματική» τάση της πραγματικότητας. Αγωνίζεται να διασώσει την πραγματικότητα και να καταγγείλει την «ομοίωσή» της.

‘Ομως η ανάσχεση της «ομοιωματικής» τάσης που χαρακτηρίζει την ύστερη νεωτερική πραγματικότητα δεν μπορεί να είναι υπόθεση μιας θεωρίας που αρνείται τη δεσμευτική κανονιστική της θεμελίωση. Η κραυγή «αγωνίας της πραγματικότητας» του Baudrillard παραμένει ημιτελής και στερείται κανονιστικού περιεχομένου. Αποδέχεται τη διάλυση του υποκειμένου, και δεν είναι παρά μια ιμπρεσιονιστική καταγγελία μιας πραγματικότητας που βαδίζει σταθερά προς τον θάνατο. Η θεωρία του Baudrillard για την χωρίς τέλος «ομοίωση» της πραγματικότητας δεν είναι παρά μια λογοτεχνική απόπειρα αναζήτησης της χαμένης πραγματικότητας. Ή, αντιστρόφως, η εξαφανισμένη πραγματικότητα βρίσκει στη σκέψη του Baudrillard τον σπασμένο καθρέπτη της θεωρητικής της απεικόνισης, χωρίς όμως αξιώσεις κανονιστικού περιεχομένου.

Οι σύγχρονες τεχνολογίες των Ολογραμμάτων και της εικονικής πραγματικότητας ιδιαίτερα στο χώρο του gaming παίζουν καθοριστικό ρόλο στην εκπαίδευση των νέων ανθρώπων δημιουργώντας κοινωνίες όπου η αφήγηση είναι πλασματική αλλά και ταυτόχρονα κυριαρχική, αφού οι κανόνες του παιχνιδιού εξυπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα.

Υπάρχει τρόπος να αντιδράσουμε? 

Η απάντηση που δίνει σήμερα η πολιτική διαχείριση είναι στο χώρο της οικονομίας, όχι ως μορφή κοινωνικών σχέσεων, αλλά ως αυτονομημένη δύναμη, ως πράγματα και καταστάσεις που μας επιβάλλονται και καλούμαστε να διαχειριστούμε. Το δικαίωμα στην ευημερία προβάλλεται κυρίως ως δικαίωμα στην ελευθερία επιλογής του ατόμου στα πλαίσια ενός κυρίαρχου καταναλωτικού προτύπου. Βιώνουμε την αποθέωση και συνάμα την αποστέωση του ατόμου, και αυτό σηματοδοτεί ένα από τα πιο σοβαρά αδιέξοδα του σύγχρονου Δυτικού κόσμου με την αλαζονεία της τεχνολογικά εξοπλισμένης δύναμης κοινωνιών, των οποίων η άλλη όψη είναι η φυσική και ηθική εξαθλίωση μεγάλου μέρους του πληθυσμού του πλανήτη.

Οι επιπτώσεις είναι ήδη ορατές: καταστροφή του περιβάλλοντος και της οικολογικής ισορροπίας με τα συνακόλουθα «ακραία» φυσικά φαινόμενα, νέες μορφές πολέμου και καταπάτηση ανθρωπίνων και κοινωνικών δικαιωμάτων, ουσιαστική κατάργηση του ατόμου ως υπαρκτής οντότητας, παρότι βρίσκεται στο μεσουράνημα του ως γενική και αφηρημένη κατηγορία, χρήσιμη για στατιστικές μελέτες και οικονομικά μεγέθη.

Η κοινωνική πολιτική καλείται να συμβάλει στη διαχείριση αυτών των προβλημάτων σε συνθήκες αποδόμησης του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου, με συρρίκνωση της κρατικής παροχής και αποδυνάμωση των ανεπίσημων δικτύων φροντίδας στον οικιακό χώρο και την τοπική κοινότητα.

Ωστόσο, ενάντια στην ζοφερή αυτή εικόνα υπάρχει ο αντί – λογος, η αντί – σταση. Πηγάζει κυρίως από κάτω, από κοινωνικά κινήματα και πρωτοβουλίες πολιτών, αλλά, επίσης, προσωπικούς, άγνωστους αγώνες της καθημερινής ζωής.

Η καταναλωτική αντίληψη και η καλλιέργεια παθητικών αντικειμένων των επιδοματικών πολιτικών αμφισβητούνται έντονα. Αντίστοιχα, πληθαίνουν οι φωνές για την ανάδειξη ενεργών υποκειμένων, για την αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων  που σήμερα είναι άκρως ανταγωνιστικές και οχι αλληλέγγυες.

Όταν φθάνουμε να διεκδικούμε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, αντί να την θεωρούμε φυσικό δεδομένο, είναι φανερό ότι το Ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο αποκαλύπτει τα όριά του. Το ζητούμενο είναι πλέον όχι ένας εκσυγχρονισμός – ό,τι και αν σημαίνει αυτό-, αλλά η υπέρβαση της εδραιωμένης αντίληψης στην κοινωνική πολιτική των κλασσικών αντιθετικών δίπολων: – ατομικό ή συλλογικό, ιδιωτικό ή δημόσιο.

Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να περιορίζεται σε ένα γεφύρωμα. Δεν βρίσκεται στην αντίπερα όχθη το άτομο από την συλλογικότητα, ώστε να αναζητούμε τρόπους επανασύνδεσής τους.  Πρέπει να συζητήσουμε εκ νέου θεμελιώδεις έννοιες, να αναδείξουμε την αλήθεια της ανθρώπινης κοινωνίας – την αλήθεια, δηλαδή την άρση της λήθης, την ανάδυση στο φως αυτού που πραγματικά είναι. Να αφαιρέσουμε το προσωπείο, το ψέμα της δήθεν παντοδύναμης, μαζικής και γι’ αυτό απρόσωπης ατομικότητας, και να αναδείξουμε το ανθρώπινο πρόσωπο σε όλη του την πληρότητα και ομορφιά.

Πως κατανοούμε όμως το ανθρώπινο πρόσωπο;

Μεγάλοι φιλόσοφοι και Πατέρες της Εκκλησίας, όπως Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής και ο Γρηγόριος Παλαμάς, αναδεικνύουν την ανθρώπινη υπόσταση-πρόσωπο, και διατυπώνουν μια θεολογική ανθρωπολογία που προσφέρει τα ερείσματα για την ποθούμενη υπέρβαση από τον ατομοκεντρισμό στη συλλογικότητα, χωρίς να χάνεται η αξία της ανθρώπινης μοναδικότητας.

Εδώ μπορούμε να ψηλαφήσουμε μια άλλη αφετηρία σκέψης, η οποία μπορεί να συμβάλει σε υπερβάσεις στείρων και ξεπερασμένων αντιθέσεων στην κοινωνική πολιτική, με στόχο την αλληλεγγύη στην πράξη , όχι ως ηθική επιταγή ή κοινωνική αναγκαιότητα, αλλά ως συγκροτησιακό στοιχείο δρώντων υποκειμένων, ως γενεσιουργό σχέση της κοινωνικής συνοχής.

Ο όρος υπόσταση εμπεριέχει αναφορά και σχέση. Δηλαδή η υπόσταση  δεν μπορεί να υπάρξει έξω από τη σχέση με τους άλλους, δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως μία αποκομμένη ατομικότητα.

Αυτή είναι κατ’ αρχήν η ειδοποιός διαφορά της υπόστασης από το άτομο (όπως αυτό κατανοείται στη νεωτερική, νεο-καπιταλιστική ιδεολογία): δεν μπορεί να υπάρξει έξω από τη σχέση – σχέση  με τους άλλους ανθρώπους, μέσα από την οποία αποκτά αυτογνωσία και συνείδηση, που είναι μία καθαρά προσωπική ιδιότητα: δεν υπάρχει ανώνυμη ύπαρξη αλλά επώνυμη υπόσταση, «πρόσωπο». Ο όρος νοείται πάντοτε στο πλαίσιο της «κατ’ εικόνα Θεού» δημιουργίας και εκφράζει την οντολογική ανακαίνιση του αναγεννηθέντος «εν Χριστώ» πιστού. Επομένως τα πρόσωπα πρέπει να κοινωνούν στην αλήθεια, γιατί τότε μόνο υπάρχει αληθινή και υγιής σχέση. Η ορθόδοξη θεολογική σκέψη, με αφετηρία τη διάκριση των Υποστάσεων της Τριαδικής Θεότητας, προσδιόρισε ως ανθρώπινο πρόσωπο την ξεχωριστή και επώνυμη υπόσταση, αντίθετα από την ανώνυμη και απρόσωπη ατομικότητα της μάζας. 

Το άτομο της ύστερης νεωτερικότητας είναι ένας αριθμός σε ένα απρόσωπο σύνολο. Αντίθετα, κάθε πρόσωπο είναι μοναδικό, με τα ιδιαίτερα φυσικά και πνευματικά χαρακτηριστικά του, και γι’ αυτό μία απόλυτη ετερότητα, αλλά και ένας τέλειος μικρόκοσμος, μια πληρότητα. Κάθε πρόσωπο, με τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, αποτελεί μία ανεπανάληπτη συγκεκριμένη ψυχοσωματική και πνευματική οντότητα.

Αυτή η ετερότητα, το ιδιάζον και ανεπανάληπτο του κάθε προσώπου, δεν μπορεί να προσδιοριστεί αφηρημένα ως θεωρητική έννοια, αλλά μόνο να βιωθεί ως σχέση. Γνωρίζουμε τον άλλο στην ιδιαιτερότητά του μέσα από τη σχέση μας με αυτόν, με προοπτική να κοινωνήσουμε στην αλήθεια.

Με αυτά τα δεδομένα η υπόσταση, ως ετερότητα σε ενότητα με άλλες ετερότητες, βιώνει την ελευθερία, η οποία πραγματώνεται στην αγάπη. Αυτή είναι ο τρόπος άσκησης της ελευθερίας.

Υπάρχει επομένως διαφορά ανάμεσα στη συλλογικότητα ως άθροισμα ατόμων και ως ενότητα προσώπων που κοινωνούν στην αλήθεια. Γιατί το «κοινωνείν» στην αλήθεια χαρακτηρίζει τη σχέση ανθρώπων με αυτογνωσία, σεβασμό, αναγνώριση της ετερότητας και άσκηση ελευθερίας μέσα από την αγάπη – ελευθερίας η οποία μπορεί να φθάσει μέχρι την υπέρβαση φυσικών περιορισμών.

Ένα παράδειγμα ολοκληρωμένης προσέγγισης αποτελεί το έργο της κοινωνιολόγου Λουκίας Μουσούρου για την οικογένεια και την οικογενειακή πολιτική, στο οποίο συναρτά την «κρίση της οικογένειας» με την «κρίση του προσώπου». Στην πορεία από το άτομο στο πρόσωπο το ζητούμενο είναι η διαρκής ενδυνάμωση και επιβεβαίωση αρετών απαραίτητων προκειμένου να εξασφαλιστεί η λεπτή ισορροπία μεταξύ κοινωνικών και προσωπικών σχέσεων. Αρετές, οι οποίες αποκτώνται με κόπο, όπως η ανοχή, η ειλικρίνεια, η γενναιοδωρία, η υπομονή, η σταθερότητα, η αλληλεγγύη και η πρόθυμη συμπαράσταση. Η αποτυχία αυτής της διαρκούς προσπάθειας συγκροτεί την κρίση του προσώπου, με σοβαρές επιπτώσεις για την οικογένεια και την ευρύτερη κοινωνία. 

Υπάρχει μια βιοχημεία της ελευθερίας; Αν υπάρχει, δεν υπάρχει ελευθερία. Που εδράζεται  η ελευθερία μέσα στον άνθρωπο; Στην ψυχή του; Και τι είναι η ψυχή, όταν μάλιστα η ελληνική πατερική παράδοση έχει απορρίψει κάθε μεταφυσική έννοιά της, θεωρώντας την κατ’ ουσίαν υλική; Έχουμε ακόμη πάρα πολλά να μάθουμε ακόμη για τον άνθρωπο, ακριβώς διότι κατά την πατερική θεολογία ο άνθρωπος δεν είναι ένα δεδομένο ον, αλλά ένα ον εν τω γίγνεσθαι, που δημιουργείται συνέχεια, και μόνον στα έσχατα θα μάθουμε τι τέλος πάντων είναι.

Η μεγάλη συμβολή της Ορθόδοξης θεολογίας στην ανθρωπολογική αυτή απορία είναι πως μας έμαθε ότι είναι αδύνατο να χωρίσουμε το περί ανθρώπου ερώτημα από το ερώτημα περί Θεού, και ότι μόνον η απάντηση στο τελευταίο προοιωνίζεται και την απάντηση στο πρώτο.

Όταν όμως χάνεις τις ρίζες σου, έχεις την τάση να τις ξαναφτιάξεις με φασματικό τρόπο. 

Θα τελειώσω με τον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, και την επιστολή του προς τον θεραπευτή, δηλαδή μοναχό, Γάιο, όπου γράφει: «Παρατηρείς πως ο Ιησούς, ο οποίος είναι πέρα απ’ όλα, είναι δεμένος κατά την ουσία με όλους τους ανθρώπους; Και δεν λέγεται άνθρωπος επειδή είναι αιτία των ανθρώπων, αλλά γιατί είναι ο ίδιος αληθινά, σύμφωνα με ακέραια την ουσία του, άνθρωπος.» 

Αυτό το απλό και βαθύτατο παράθεμα θα μπορούσε να είναι πηγή απαντήσεων στα σύγχρονα αγωνιώδη ερωτήματα.

Διονύσιος μοναχός 
Ιερά Μονή Φανερωμένης