Ο ΘΥΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΟΛΟΣΣΑΙΟ

Ο ΘΥΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΟΛΟΣΣΑΙΟ

Οργή, αγανάκτηση, συγκλονίζει, ανατριχιάζει, κρεσέντο, σκοταδισμός, είναι μερικἐς λέξεις που προεξάρχουν στο επικοινωνιακό στερέωμα σήμερα. Το κρεσέντο όμως δεν χαρακτηρίζει τόσο τα θέματα και γεγονότα που προβάλλονται, ὀσο τα ίδια τα εχθρικά συναισθήματα αποστροφής εκ μέρους των συντακτών, και τον θυμό που επιμελώς επιχειρείται να διεγερθεί στους αποδέκτες.

Δεν είναι βέβαια αγανάκτηση και θυμός για ό,τι κακό συμβαίνει στον κόσμο. Εϊναι μόνο για εκείνα που αποκτούν έναν ηχηρό τίτλο στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Έναν τίτλο που μπορεί να μην ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο του κειμένου, αλλά όσο πιο ηχηρός είναι, τόσο περισσότερο ξεκλειδώνει ή διεγείρει τις θυμικές ορμητικές δυνάμεις.

Ο θυμός λοιπόν διοχετεύεται εκεί που κάποιοι τον κατευθύνουν. Ως κύρια αιτία εμφανίζεται η κοινωνική αδικία ή η παραβίαση των ατομικών δικαιωμάτων. Η σημερινή, όμως, γενικευμένη οργή δεν επιτρέπει βάθος σκέψης, δεν αναζητά τις πραγματικές αιτίες. Απλώς βρίσκει διέξοδο όπως ο ορμητικός χείμαρος. Για παράδειγμα, θεριεύει όταν ένα δεκαπεντάχρονο παιδί κλωτσά ένα ζώο, αλλά δεν αναρωτιέται τι φταίει ώστε το παιδί αυτό να εκδηλώνει τόση βία. Μαίνεται όταν η Ιερά Σύνοδος συνιστά την αποφυγή των αμβλώσεων, αλλά δεν εξεγείρεται όταν προβεβλημένος νεαρός του μουσικού «τίποτα» δηλητηριάζει με χυδαία στιχάκια μισανθρωπισμού τα μυαλά εκατομμυρίων παιδιών στο διαδίκτυο. Παθιασμένος ο θυμός παρακολουθεί τα επεισόδια ενός οικογενειακού δράματος, αλλά ακινητοποιείται όταν διασχίζει το μέγα δράμα και την καθολική ντροπή της εν Αθήναις οδού Σατωβριάνδου. Λες και ένας δείκτης αόρατος υποδεικνύει την κατεύθυνση προς την οποία θα διοχετευθεί ο θυμός.

Όμως, έχουμε αλήθεια αναρωτηθεί γιατί θυμώνουμε και μάλιστα τόσο έντονα κάθε φορά;

Το θέμα δεν είναι τα ίδια τα γεγονότα. Το μεγάλο θέμα είναι ο θυμός που περιφέρεται μέσα μας «ως λέων ζητών τίνα καταπίη». Γι’ αυτό ακριβώς και εμφανίζει μορφές ακραίες, ακόμη κι αν τα γεγονότα (σε κάποιες περιπτώσεις, όχι πάντα) δεν δικαιολογούν ακραία αντίδραση. Έτσι, στην πιο ελαφρά του έκδοση, συναντά κανείς νέους ανθρώπους που ξεσπούν σε νευρικό κλάμα ή χρησιμοποιούν γλώσσα μίσους, όποτε τύχει να αντιμετωπίσουν διαφορετικές απόψεις. Υπάρχουν και οι βαρειές περιπτώσεις της θυματοποίησης του θύτη, όπως η ψυχοπαθολογική ανάρτηση Ορθὀδοξου Ρώσου αξιωματούχου για τον δυτικό κόσμο: «τους μισώ, θέλουν τον θάνατό μας, και όσο ζω θα κάνω τα πάντα για να εξαφανιστούν».  Ή από την άλλη το «ανθρωπιστικό» αξίωμα του δυτικού κόσμου ότι «είμαστε ανεκτικοί, και το μόνο που δεν μπορούμε να ανεχθούμε είναι η μη ανεκτικότητα».  Τούτο διεκδικεί εύσημα εξυπνάδας, αλλά στην ουσία αναιρεί βλακωδώς και κατάφωρα αυτό που υπερασπίζεται.

Αλλά το πιο θλιβερό χαρακτηριστικό των θυμικών διαθέσεών μας είναι η απαίτηση της τιμωρίας. Της άμεσης τιμωρίας του παραβάτη. Η απαίτηση αυτή έχει γίνει μέρος και της αυτοσυνειδησίας πολλών Ορθοδόξων πιστών, αν και προέρχεται από Ιουδαϊκές αντιλήψεις. Και πάλι η συμπεριφορά αυτή είναι επιλεκτική. Έτσι, μπορεί να ζητείται η ποινή για τον ένα πατριάρχη διότι αναγνώρισε σχισματικούς, όχι όμως για τον άλλον που ευλογεί τη σφαγή αμάχων ως ιερό πόλεμο κατά του κακού. Άξιο προσοχής είναι ότι και εδώ παίρνουμε το μέρος του «αγανακτισμένου» εξολοθρευτή, σαν να σαγηνευόμαστε από την οργή του, ενώ δεν μας ικανοποιεί η φιλάνθρωπη ενέργεια του πρώτου!

Ας αναζητήσουμε, όμως, την αρωγή της φιλοσοφίας και της επιστήμης για την έννοια του θυμού.

Ο θυμός άποτελεί φυσική ορμή και μια από τις ισχυρότερες δυνάμεις της ψυχής, είναι το νεύρο που μας κινητοποιεί σε αγώνες, αλλά και το σινιάλο ή ερέθισμα που διεγείρει τους μηχανισμούς άμυνας μπροστά σε μια απειλή. Είναι σαν τον ανιχνευτή καπνού. Ὀταν όμως ο άνθρωπος βλέπει παντού καπνό και ερμηνεύει τα πάντα ως απειλές, τότε και από αυτό το σημείο ξεκινά το πρόβλημα.

Γιατί τα πάντα ερμηνεύονται κατ’ αυτόν τον τρόπο;

Η εγωκεντρική προοπτική και η βαθειά ανασφάλειά μας μάς κάνουν να βλέπουμε τα πάντα ως απειλή κατά της ίδιας της υπόστασής μας, με αποτέλεσμα να οδηγούμαστε σε παράλογες αντιδράσεις. Οτιδήποτε δὲν συμβαδίζει με τη δική μας σκέψη και αντίληψη εκλαμβάνεται ως προσβολή, ταπείνωση και έλλειψη σεβασμού εκ μέρους των άλλων. Βρισκόμαστε σε ένα συνεχή συναγερμό. Μέσα στη διάσπαση και τον πανικό δεν μπορούμε να διακρίνουμε το πραγματικό πρόβλημα. Όταν τα κύματα του θυμού μάς καλύψουν ολόκληρους, τότε συμπαρασύρουν τη λογική σκέψη. Το μόνο που μένει μέσα σε αυτόν τον ψυχικό κυκεώνα είναι να επιτεθούμε στους άλλους. Να τιμωρήσουμε με κάποιον τρόπο και να εξουδετερώσουμε τον εχθρό, προκειμένου να απαλύνουμε τον πόνο της προσβολής και του άγχους που μας προκάλεσε.

Και έτσι ο θυμός εξελίσσεται σε ανθρωποφαγία, επί του παρόντος συμβολική. Δεν οδηγεί σε καμία επανάσταση, σε καμία αλλαγή, διότι παράγεται από αλογία και αδυναμία.  Η σύγχρονη κοινωνία φαντάζει πλέον σαν ένα Κολοσσαίο, όπου μπορεί κάποιος είτε να συμμετέχει σε φονικό αγώνισμα είτε να χαίρεται με το αντίστοιχο θέαμα, αναπληρώνοντας τα δικά του ανεκπλήρωτα πάθη, θυμωμένος με τον ίδιο τον εαυτό του. Αυτός είναι  πραγματικά ο «μεσαίωνας» στην κακή του όψη (την καλή του όψη ούτε καν πλησιάζει η εποχή μας).

Δεν πρέπει όμως να κλείσουμε με διαπιστώσεις αλλά με προτάσεις, τουλάχιστον για όσους θέλουν να γνωρίσουν τον εαυτό τους.

Πριν νιώσουμε τον θυμό να μας κυριεύει, ας δούμε σοβαρά κι ας επαναλαμβάνουμε τις ακόλουθες αλήθειες που μπορούν να τον τιθασεύσουν:

Ότι δεν είμαστε το κέντρο του κόσμου, και ότι η ευθιξία μπορεί να είναι σημάδι εγωισμού και ανασφάλειας.

Ότι ο άλλος ούτε μας απειλεί ούτε μας προσβάλλει, εάν διαφωνεί με την άποψή μας.

Ότι κανείς δεν έχει υποχρέωση να συμφωνήσει με την άποψή μας, ακόμη και την άποψη για τον εαυτό μας.

Ότι η κριτική του άλλου δεν είναι απαραιτήτως εχθρική. Μπορεί εγώ απλώς να μη δέχομαι οποιαδήποτε κριτική.

Ότι ακόμη κι αν η κριτική που δέχομαι είναι εχθρική, δεν είναι απαραιτήτως έγκυρη ούτε αλλάζει το τί πραγματικά είμαστε.

Ότι το ζήτημα είναι να βρεθεί η αλήθεια, και όχι να επιβληθεί η άποψή μας.

Ότι εχθρός είναι περισσότερο ο άγνωστος εαυτός μας και όχι οι άλλοι.

Ότι αν δεν ακολουθήσουμε αληθινά αυτόν που είπε «Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι, καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ» (Ματθ. 11,29), θα αφανιστούμε μέσα στην ανεπίγνωστη και ακατανίκητη μιζέρια μας, όσο κι αν νομίζουμε ότι είμαστε αγωνιστές και ελεύθεροι.

 Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος
Καθηγούμενος Ιεράς Μονής Φανερωμένης Νάξου

 

ΕΓΙΝΕ ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΗ: Ο ΠΕΡΙΟΥΣΙΟΣ ΛΑΟΣ ΚΑΙ Η ΑΓΙΑ ΡΩΣΙΑ

ΕΓΙΝΕ ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΗ: Ο ΠΕΡΙΟΥΣΙΟΣ ΛΑΟΣ ΚΑΙ Η ΑΓΙΑ ΡΩΣΙΑ

Εάν έχουμε μια αμυδρή γνώση για τον Θεό είναι διότι ο Ίδιος αποκαλύπτεται στην ιστορία και συνάπτει διαθήκη με τους ανθρώπους. Αρχικά, “δημιουργεί” ένα έθνος, και το καλεί – από αγάπη και μόνο – να συνάψει διαθήκη μαζί του. Αυτός είναι ο Ισραήλ. Η συμφωνία αυτή αποτελεί προσωρινό στάδιο. Κι ενώ ο Ισραήλ παραμένει δεμένος στις εγκόσμιες δομές και στον φυλετικό ορίζοντα, ο Θεός στην Παλαιά Διαθήκη δίνει υπόσχεση για τη σωτηρία όλου του κόσμου.

Και η επαγγελία εκπληρώνεται. Με τον σταυρό του Χριστού μια νέα διαθήκη συνάπτεται, η Καινή Διαθήκη. Καλεσμένοι είναι όλα τα “έθνη”. Περιούσιος λαός γίνεται τώρα το Σώμα του Χριστού, η Εκκλησία (Προς Τίτον, 2,14), όπου αίρεται κάθε διάκριση σε Έλληνα, Ιουδαίο ή βάρβαρο, δούλο και ελεύθερο, άνδρα και γυναίκα, αφού τα πάντα και στα πάντα είναι ο Χριστός (Κολ. 3,11-12. Γαλ. 3,28-29). Ο νέος λαός δεν προσδιορίζεται από φυλετικά ή πολιτισμικά χαρακτηριστικά, αλλά από μια απείρως βαθύτερη και ακατάλυτη πνευματική σχέση. Ύψιστο κριτήριο συγγένειας είναι ο ίδιος ο Χριστός, ομοαίματος αδελφός μας.

Βεβαίως, η νέα αυτή ταυτότητα δεν καταργεί τις εθνικές ταυτότητες, την αγάπη για την πατρίδα και την πολιτιστική ετερότητα. Όμως ο νέος τύπος συγγένειας υπερβαίνει όλα τα εγκόσμια, καλεί τα διαφορετικά σε ενότητα και κοινωνία με τον Ένα. Στην Αποκάλυψη του Ιωάννου το πρόσωπο της Εκκλησίας περιλαμβάνει κάθε φυλή και γλώσσα, κάθε λαό και έθνος.

Τί συμβαίνει όμως όταν η έννοια του περιούσιου λαού επιστρατεύεται για να υπηρετήσει εθνικά και εθνοτικά οράματα, εγωισμούς και φαντασιώσεις;

Από την ιστορική οπτική αρκετές φορές οι νεότεροι Έλληνες διάβασαν ελληνοκεντρικά την έννοια του περιούσιου λαού. Ωστόσο το διάβασμα αυτό δεν αλλοίωσε την αίσθηση της παγκοσμιότητας του Ευαγγελίου, ίσως γιατί το ίδιο το ελληνικό πνεύμα ήταν πάντα οικουμενικό. Η συμβολή της ελληνικής γλώσσας και παιδείας στη διάδοση, έκφραση και οριοθέτηση της χριστιανικής πίστης είναι αδιαμφισβήτητη—τόσο, ώστε ο Ρώσος π. Γεώργιος Φλορόφσκι να αποκαλεί τον Ελληνισμό θεμελιώδη κατηγορία της Χριστιανικής υπάρξεως.

Έχουμε όμως στην ιστορία και στο παρόν μια άλλη, επικίνδυνη ανάγνωση και αλλοίωση της έννοιας του περιούσιου λαού.

Αυτή συμπεριλαμβάνεται στο μεγαλειώδες αφήγημα του “Ρωσικού Κόσμου”, το οποίο η Ρωσία υφαίνει εδώ και αιώνες. Σύμφωνα με αυτό, η Ρωσία, η Ουκρανία και η Λευκορωσία, όπως και οι απανταχού της γης ρωσικές κοινότητες, συγκροτούν την αποκαλουμένη Αγία Ρωσία, μια ξεχωριστή ενότητα “αδελφών” λαών, με κοινή εθνολογική ρίζα και πολιτισμό, ενώ η Μόσχα, με τον κοσμικό και τον θρησκευτικό της ηγέτη, είναι ο “μεγάλος αδελφός” και ποδηγέτης όλων. Ο ρωσικός λαός υπερτερεί των άλλων στα χαρίσματα, στην κουλτούρα, αλλά και στην ορθή πίστη. Είναι εκλεκτός και έχει ειδικό προορισμό.

Κυκλοφορήθηκε μάλιστα πριν λίγα χρόνια πολυτελές τετράφυλλο, υπογεγραμμένο από Αγιορείτη κελλιώτη μοναχό (διάσημο στο διαδίκτυο), που παρουσιάζει με περισσή αμετροέπεια τον ρωσικό λαό ως “νέο περιούσιο λαό” του Θεού, τον μόνο και ανυπερθέτως ασύγκριτο! Και φυσικά βρίσκεις στον ρωσικό λαό θαυμάσιους και αγίους ανθρώπους. Πέρα όμως από την αφέλεια της γενίκευσης, από μόνη της η ταύτιση του περιούσιου λαού με μια εθνική οντότητα μας φέρνει πίσω στην Παλαιά Διαθήκη, και μάλιστα στην Ιουδαϊκή εγκοσμιοκρατική αντίληψη του περιούσιου λαού, η οποία μέχρι σήμερα αποτελεί πίστη των Σιωνιστών. Οι εθνοφυλετικές αυτές θεωρίες καταδικάσθηκαν ήδη από τη Σύνοδο της ΚωνΠόλεως το 1872.

Προκειμένου, όμως, να θεμελιωθεί η υπεροχή του Ρωσικού Κόσμου, αναθεωρείται αδιάκοπα και επίμονα η ιστορία. Τελευταία μάλιστα η ευρασιατική ρωσική ηγεμονία ταυτίσθηκε με τη βυζαντινή αυτοκρατορία. Εντύπωση προκαλεί ότι στο πολύκροτο ρωσικό ντοκιμαντέρ Η κατάρρευση της αυτοκρατορίας και το βυζαντινό μάθημα προβάλλεται η Ρωσία ως η συνέχεια του Βυζαντίου. Αυτή είναι προορισμένη να κυριαρχήσει. Το πνεύμα της όμως δεν φαίνεται να είναι ούτε οικουμενικό ούτε ταπεινό ούτε ανεκτικό. Δεν αναγνωρίζει ετερότητα, γι αυτό και από τον 17ο αιώνα επιχειρεί να ξεριζώσει την ουκρανική γλώσσα και κουλτούρα.

Έτσι ο περιούσιος λαός καταλήγει σε ιδεολόγημα δεμένο στις ράγες μιας πολιτικής ιδεολογίας που με τη σειρά της έχει εμποτίσει βαθιά την εκκλησιαστική ηγεσία. Η πίστη γίνεται ένα μέρος της εθνικής και πολιτικής ταυτότητας. Το κράτος θεοποιείται και η εκκλησία δεν υψώνει ανάστημα ούτε σε άδικες πράξεις του κράτους, όπως αντιθέτως γινόταν στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Η κυβέρνηση ταυτίζεται με την πατρίδα (πράγμα αδιανότητο για τους Έλληνες), ενώ μέρος της πατρίδας είναι η Ορθόδοξη πίστη και η θεσμική της εκπροσώπηση.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, είναι επόμενο η πνευματική ηγεσία να συμπλέει με την κρατική βούληση, ακόμη και αν η τελευταία απειλεί έναν Ορθόδοξο λαό, ακόμη κι αν συμπεριφέρεται παρανοϊκά εις βάρος και του δικού της λαού. Αν η κρατική βούληση περιλαμβάνει εισβολή, ισοπέδωση πόλεων, ανηλεείς αποκλεισμούς, βομβαρδισμούς νοσοκομείων και μακελειό αμάχων (δηλαδή πράξεις τερατώδεις για την εκκλησιαστική συνείδηση), μπορεί η εκκλησιαστική αρχή να καταφύγει σε γενικές δεήσεις για την ειρήνη, παράλληλα όμως θα τιμήσει και θα ενθαρρύνει τον επικεφαλής της Κρατικής Εθνοφρουράς. H φρίκη του πολέμου τίθεται σε δεύτερη μοίρα (αν δεν εξωραΐζεται) μπροστά στη σαγήνη του ηθικού και πολιτιστικού μεγαλείου και των γεωπολιτικών σχεδίων.

Η πολιτική αυτή ιδεολογία συνοδεύεται από τη θεωρία της “τρίτης Ρώμης”, την οποία με αξιοθαύμαστη επιμονή προσπαθεί να επιβάλει το πατριαρχείο Μόσχας. Μάλιστα, η εκκλησιαστική ηγεσία μιμείται την πολιτική εξουσία τόσο στον ολοκληρωτικό χαρακτήρα (στη σχέση της με το ποίμνιό της) όσο και στις επεκτατικές τακτικές της (στη σχέση της με τις άλλες εκκλησίες), όπως φάνηκε στις επιχειρήσεις εκρωσισμού του Αγίου Όρους και στην  πρόσφατη εισπήδησή της στο αρχαίο και πτωχό πατριαρχείο Αλεξανδρείας. Και εδώ οι ρόλοι Εκκλησίας και Πολιτείας κάθε άλλο παρά διακριτοί είναι.

Ο αληθινά πιστός γνωρίζει ότι “Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ” (Γαλ. 3,28). Ας μην επαναπαύεται κανείς σε μια εγκόσμια ταυτότητα, ρωσική ή ελληνική ή οτιδήποτε άλλο. Ζούμε όλοι σε κοινωνίες εκκοσμικευμένες, όπου η διαφθορά διαπρέπει, και η θέληση για δύναμη υπαγορεύει τις ανθρώπινες συμπεριφορές σ’ Ανατολή και Δύση. Όμως, ο Χριστός δεν έπαψε να εμφανίζει τον εαυτό Του στον κόσμο (Ιω. 14,21). Περιούσιος λαός Του είναι όσοι έχουν καρδιά που αγωνίζεται να μετανοεί, να πιστεύει, να αγαπά αληθινά και να αντιστέκεται στο ψέμα, να γίνεται σαν τον σπόρο που πεθαίνει στη γη για να δώσει καρπούς. Εάν, όμως, σιωπούμε νωθρά και κρατάμε βολικές αποστάσεις από εγκλήματα, και μάλιστα εγκλήματα κατά ομοδόξων αδελφών, τότε “το όνομα του Θεού εξ αιτίας μας βλασφημείται στα έθνη” (Ρωμ. 2,24), κι αυτό δεν είναι γνώρισμα των Ορθοδόξων. Εκτός … αν έχει γίνει κι εδώ παρεξήγηση!

Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος
Καθηγούμενος Ιεράς Μονής Φανερωμένης Νάξου

Ο ΔΙΑΦΩΤΙΣΤΗΣ, Ο ΑΓΙΟΣ, ΚΑΙ Η ΑΠΟΒΛΑΚΩΣΗ

Ο ΔΙΑΦΩΤΙΣΤΗΣ, Ο ΑΓΙΟΣ, ΚΑΙ Η ΑΠΟΒΛΑΚΩΣΗ

Ο ΔΙΑΦΩΤΙΣΤΗΣ, Ο ΑΓΙΟΣ, ΚΑΙ Η ΑΠΟΒΛΑΚΩΣΗ

Με αφορμή απαξιωτικά σχόλια και παρατηρήσεις συγγραφέα για τη μεταφορά στην οθόνη μέρους του βίου του συγχρόνου μας αγίου Παϊσίου γράφθηκαν οι παρακάτω σκέψεις, οι οποίες περιλαμβάνουν αδρή περιγραφή του ψυχολογικού τύπου που ο συγγραφέας αυτός αντιπροσωπεύει στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία αλλά και μια αναφορά στα επιχειρήματά του.

Αυτός που δεν έχει μάθει να σωπαίνει ποτέ, δεν είναι ο γενναίος, είναι μάλλον ο αγενής και θρασύς, ο bully που πιστεύει ότι υψώνοντας κορώνες θα επιβληθεί. Ο παλληκαράς αυτός φωνασκεί όχι από θάρρος αλλά από ανασφάλεια. Όσο λιγότερα ξέρει τόσο περισσότερο γλωσσαλγεί. Όταν μάλιστα έχει χτίσει το σοφιστικέ προφίλ του άνετου και ψαγμένου, κι όταν στερείται σοβαρών επιχειρημάτων, τότε επιστρατεύει την ειρωνεία. Όχι τη Σωκρατική ειρωνεία που στοχεύει στην εύρεση της αλήθειας, αλλά αυτήν που κάνει προσωπική επίθεση, ισοπεδώνοντας με βαρύτατους και υβριστικούς χαρακτηρισμούς τον θεωρούμενο ως αντίπαλο, ώστε να τον φιμώσει. Η σαρκαστική αυτή διάθεση, κατ’ επίφασιν ήρεμη, συνεχής και προκλητική, ούτε επιτρέπει τον διάλογο, ούτε οικοδομεί σχέσεις, ούτε προάγει την αλήθεια, απλώς αγωνίζεται να κερδίσει τις εντυπώσεις.

Τί γίνεται όταν ο άνθρωπος που περιγράψαμε ανήκει στην κατηγορία των σημερινών διαφωτιστών; Συνδυάζει τον γαλλικό αντικληρικαλισμό του 18ου αιώνα με την προσωπική του αθεϊστική φιλοσοφική θέση, την ιδεοληψία περί σκοταδισμού και τον επιλεκτικό σεβασμό στη διαφορετικότητα. Ειδικότερα,

α. Υιοθετεί τη ρητορική του μίσους και αναλαμβάνει τον ρόλο ιεροεξεταστή, καταδικάζοντας οτιδήποτε υπερβατικό ή οτιδήποτε δεν χωρά στο δικό του ιδεολογικό πλαίσιο, μιμούμενος τους παλαιούς ιεροεξεταστές της αναγεννησιακής Ευρώπης, των οποίων υποτίθεται ότι είναι ο ίδιος πολέμιος.

β. Οτιδήποτε σχετίζεται με τη θρησκευτική συνείδηση και την Εκκλησία το ειρωνεύεται ως εξ ορισμού σκοταδιστικό. Εικάζουμε ότι με τη λέξη «σκοταδιστικό» εννοεί αυτό που δεν έχει φως, αξίες, αρετές, ποιότητα, ανθρωπισμό και αλήθεια. Αγνοεί ή παραγράφει τη μαρτυρία της ιστορίας, η οποία πέρα από το θεϊκό και ανθρωπιστικό μήνυμα του Ευαγγελίου μιλά τουλάχιστον για δυο «βυζαντινούς ουμανισμούς» και αναδεικνύει μορφές ανδρών και γυναικών με γνώση, σοφία και αγιότητα, των οποίων το ύψος και το βάθος και το έργο ούτε μπορεί να συλλάβει ο νους του.

γ. Κάθε άλλο παρά ανεκτικός, ανέχεται μόνο όσους χωρούν στον στενό του ορίζοντα, ενώ χλευάζει και υβρίζει αυτό που αγνοεί.

δ. Αποκαλεί αδιακρίτως «μεσαίωνα» οτιδήποτε πλησιάζει τις θέσεις και τη ζωή της Εκκλησίας, παραβλέποντας, μεταξύ άλλων, ότι οι μεγάλοι σοσιαλιστές κεντροευρωπαίοι φιλόσοφοι του 20ου αιώνα αναζήτησαν στον Μεσαίωνα πρότυπα κοινωνικής και πνευματικής ζωής ενάντια στη φιλοσοφία της «προόδου» και τα ορθολογικά στρατόπεδα εξόντωσης.

ε. Χαρακτηρίζει αποβλάκωση τη δημόσια προβολή Αγίων της χριστιανικής παράδοσης, λησμονώντας ότι το αποβλακωμένο τοπίο είναι μάλλον καρπός του τηλεοπτικού σκουπιδαριού που βρέχει ολημερίς, και μέρους της νέας τεχνολογίας που επιβάλλει μια εικονική πραγματικότητα, όχι μόνο αποβλακωτική αλλά και άκρως επικίνδυνη.

Ο συγκεκριμένος μάλιστα συγγραφέας είναι απαρχαιωμένος και σε τούτο: αγνοεί μια θεμελιώδη αρχή της φαινομενολογίας. Σύμφωνα με αυτήν, ο ιστορικός ή κριτικός επιστρέφει στα πράγματα καθεαυτά, σε αυτό που αποτέλεσε εμπειρική πραγματικότητα, και για το οποίο υπάρχουν μαρτυρίες, χωρίς να αφήνει τις δικές του φιλοσοφικές προϋποθέσεις να το ερμηνεύσουν ή απορρίψουν. Το να πω λοιπόν ότι τα θαύματα δεν είναι ιστορικά γεγονότα επειδή απλά δεν πιστεύω στα θαύματα, αποτελεί λογικό σφάλμα και ιδεοληψία. Έργο και έγνοια όλων των σοβαρών ιστορικών είναι να αντλήσουν και να κατανοήσουν τα γεγονότα της υπερβατικής εμπειρίας, όπως μαρτυρούνται στις πηγές, και όχι να τα επιβεβαιώσουν ή να τα βάλουν σε προκρούστεια ιδεολογική κλίνη.

Ούτε το θαύμα ούτε ο βίος ενός Αγίου είναι «θρησκευτικό παραμύθι». Τα βιβλία της Καινής Διαθήκης είναι ιστορικά βιβλία, ακόμη κι αν εισάγουν ιδιαίτερο λογοτεχνικό είδος, το ίδιο και οι βίοι των Αγίων. Το ότι σε μερικούς από τους τελευταίους εισχώρησαν ανά τους αιώνες κάποια μυθικά στοιχεία είναι άλλη υπόθεση που αφορά την επιστήμη της κριτικής αποκατάστασης των κειμένων. Το να ταυτίζεις, όμως, το άχρονο παραμύθι-αλληγορία με τον βίο ενός ιστορικού προσώπου δείχνει απλώς βαθειά σύγχυση. Πολύ περισσότερο όταν το πρόσωπο αυτό ανήκει στην εποχή μας, και τον γνωρίσαμε πολλοί και από όλον τον κόσμο. Επιπλέον – και τούτο επίσης αγνοεί ο φωταδιστής – δεν είναι τα θαύματα το βασικό κριτήριο με το οποίο αναγνωρίζουμε έναν άγιο, δηλαδή έναν άνθρωπο που ζει μέσα στη χάρη και ενέργεια του Θεού.

Μπορεί κανείς να εντρυφά, αν θέλει, στα νάματα ενός παρωχημένου διαφωτισμού, χωρίς ωστόσο να προβάλλει ασέβεια, η οποία μάλιστα εθεωρείτο έγκλημα στην αρχαία Δημοκρατία. Η σεμνότητα είναι οντολογικό και όχι απλώς ηθικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου που ζητά την αλήθεια, και τούτο σε καμιά εποχή δεν άλλαξε. Και ο σεμνός άνθρωπος γνωρίζει τί γνωρίζει, όπως γνωρίζει και τί αγνοεί, γι’ αυτό έχει μάθει και να μιλά και να σωπαίνει. Όταν μάλιστα βρεθεί μπροστά στην αγιότητα, όσο διαφωτιστής και να’ ναι, οπωσδήποτε θα θελήσει να αντλήσει κάτι από το φως της. Ώστε να έχει πραγματικό νόημα και περιεχόμενο ο ίδιος ο διαφωτισμός.

Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος
Καθηγούμενος Ιεράς Μονής Φανερωμένης Νάξου

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛH ΣΤΟ ΚΙΕΒΟ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛH ΣΤΟ ΚΙΕΒΟ

Πριν από λίγα χρόνια είχα την ευλογία, καλεσμένος από το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο του Κιέβου για μια διάλεξη, να επισκεφθώ την αρχαία πόλη του Δνείπερου και “μητέρα των Ρως”, και να γνωρίσω την κουλτούρα και τους ανθρώπους της, πράγματα δυστυχώς ελάχιστα γνωστά στους Έλληνες.

Θέλησα εδώ να κάνω μια σύντομη αναφορά στον πλέον εμβληματικό τόπο του Κιέβου, τον ναό της Αγίας Σοφίας. Η συνωνυμία με τον “μυθικό” ναό της Χριστιανοσύνης, τη “δική μας” Αγία Σοφία, δεν είναι τυχαία. Λες και κάποια αχτίδα, χαρίεσσα και ανάλαφρη, απ’ αυτές που δένουν τον θόλο της Μεγάλης Εκκλησίας στην ΚωνΠολη, ακολούθησε τον ηγεμόνα Βλαδίμηρο και την πορφυρογέννητη Άννα στον Βορρά, να χτίσει με φως και σκιές και χρώματα τη νέα Αγία Σοφία, τον ναό-σύμβολο και όραμα.

Οκτώ έτη διήρκησε το έργο της ανοικοδόμησης, για να μιμηθεί και σε τούτο το πρότυπό της, την Αγιά Σοφιά της Πόλης. Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες έρευνες, το θεμέλιο τέθηκε από τον πρώτο χριστιανό ηγεμόνα και βαπτιστή των Ρως του Κιέβου Βλαδίμηρο το 1011, και οι εργασίες άρχισαν πυρετωδώς, για να ολοκληρωθούν από τον διάδοχό του Γιαροσλάβ τον Σοφό το 1018.

Σε κάθε επιφάνεια του ναού αποτυπώνεται η Βυζαντινή αισθητική, η έγνοια να εκφρασθεί η ομορφιά του ετέρου κόσμου στον παρόντα, η ένωση του ουρανού και της γης, αυτό ακριβώς που συγκίνησε και αλλοίωσε τους απεσταλμένους του Βλαδιμήρου στην Αγία Σοφία της Πόλης. Ο προσκυνητής της Μεσογείου, μετά από τόσο μεγάλο ταξίδι εκπλήσσεται συναντώντας και εδώ στον Βορρά την ψυχή της Ρωμανίας στις Κομνήνιες μορφές των Αγίων, στις ελληνικές επιγραφές, στην ψηφιδωτή Πλατυτέρα της Κόγχης. Και δεν είναι μόνο ο σεμνός, απλός, κατανυκτικός και ιεροπρεπής σύλλογος των Αγίων. Είναι και η άλλη όψη του βυζαντινού κόσμου. Στον προσαρτημένο πύργο, παραστάσεις από τον ιππόδρομο, με τον ηγεμόνα του Κιέβου στο ίδιο θεωρείο με τον Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο, και την Άννα να παρακολουθεί από το παράθυρο, ενώ κυνήγια, πουλιά, χοροί, όργανα πληκτροφόρα, πνευστά και έγχορδα, διασώζουν εορταστικές τελετές των Ρωμαίων της Πόλης και μαρτυρούν την αντίληψη για τη χαρά της ζωής.

Όλα αυτά έχουν τα τελευταία χρόνια αποκαλυφθεί στον ναό του Κιέβου με την αφαίρεση του σοβιετικού επιχρίσματος.

‘Ηταν κάτι πολύ περισσότερο από μια επίστρωση ασβεστοκονιάματος. Ήδη τον 19ο αιώνα στη Ρωσική αυτοκρατορία, μετά την ίδρυση της “επαρχίας του Κιέβου”, απαγορεύθηκε η χρήση της ουκρανικής γλώσσας, και δεν αναγνωριζόταν ξεχωριστός πολιτισμός και κουλτούρα.

Η Σοβιετική Ένωση συνέχισε να υποστηρίζει ότι ο ναός της Αγίας Σοφίας ήταν έργο όχι του Βλαδιμήρου αλλά του διαδόχου του Γιαροσλάβ, εφόσον αυτός, πριν γίνει ηγεμόνας στο Κίεβο, ήταν πρίγκιπας σε άλλες πόλεις, στοιχείο που χρησιμοποιήθηκε για τη δημιουργία του μύθου περί του λίκνου των τριών λαών. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η Ρωσία, η Ουκρανία και η Λευκορωσία προέρχονται από μια εθνολογική ρίζα και αποτελούν “αδελφούς λαούς”, όπου η Μόσχα είναι φυσικά ο “μεγάλος αδελφός”, προστάτης και χειραγωγός.

Αντίθετα, η ίδρυση της Αγίας Σοφίας από τον Βλαδίμηρο, και η αναγωγή του κράτους των Ρως (των σημερινών Ουκρανών) στην αγία Όλγα και τον εγγονό της, θίγουν την ιδεολογία της “αυτοκρατορικής” Ρωσίας, του πανσλαβισμού, του λεγόμενου “ρωσικού κόσμου” και φυσικά της “τρίτης Ρώμης” που αποτελεί μέχρι σήμερα επιδίωξη του πατριαρχείου Μόσχας.

Οι Άγιοι στην Αγία Σοφία έχουν μεγάλα, ορθάνοιχτα μάτια και σφιχτά χείλη. Θεωρούν στο μυστήριο της κραυγαλέας ησυχίας τον Θεό. Βλέπουν συνάμα τις δοκιμασίες, τά πάθη και τους καημούς των πιστών. Είδαν σιωπηλοί τέσσερα εκατομμύρια ανθρώπους να πεθαίνουν από τον λιμό που προκάλεσε ο Στάλιν (ο οποίος έχει και μέχρι σήμερα μεγάλη δημοτικότητα στη Ρωσία), είδαν ξένη ηγεμονία να επιβάλει τη δική της κυριαρχία και τη δική της κουλτούρα, είδαν την ιστορία να ξαναγράφεται, για να υπηρετήσει τους ισχυρούς, είδαν την εκκλησία να κομματιάζεται, όταν οι πιστοί θέλησαν την ελευθερία τους. Οι Άγιοι όμως βλέπουν και το τέλος, τη δύναμη της αληθείας που νικά τον κόσμο.

Η μνήμη κατοικεί ακόμη εκεί όπου υπάρχει η διάφανη αχτίδα, το ίδιο ανάλαφρη, πιό ζωντανή από τα επιχρίσματα, πιό δυνατή από τους τριγμούς της ιστορίας. Αυτή η αχτίδα που παίζει στα μάτια των Αγίων, στα χρώματα των καπνισμένων τοίχων και στις αναλλοίωτες ψηφίδες, διατρέχει και τις κυψέλες του νου πολλών ανθρώπων. Μακάρι η του Θεού Σοφία να ανοίξει ένα φωτεινό δρόμο για όλους.

Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος
Καθηγούμενος Ιεράς Μονής Φανερωμένης Νάξου

Ο ΙΟΣ ΚΑΙ Η ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΜΑΣ

Ο ΙΟΣ ΚΑΙ Η ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΜΑΣ

“Κάνε πιο πέρα, άνθρωπέ μου.” Αυτή την παρατήρηση δέχθηκε πιστός, όταν έκανε το λάθος να πλησιάσει κάποιον άλλον πιστό σε μεγάλο ναό των Αθηνών, και ενώ φορούσε προστατευτική μάσκα.

Ασήμαντο φαίνεται, θα έλεγε κάποιος, άλλωστε κατά πάντα θεμιτό και σύμφωνο με τους υγειονομικούς κανονισμούς. Η στάση αυτή, όμως, υποδηλώνει κάτι πέρα από τη δέουσα συμμόρφωση στα εκάστοτε μέτρα προστασίας. Ότι και μέσα στην εκκλησία για πολλούς ανθρώπους ο φόβος δεν είναι απλώς ένα φυσικό ένστικτο αλλά το απόλυτα κυρίαρχο και γενικευμένο βίωμα. Ίσως υποδηλώνει και κάτι περισσότερο. Ότι η υπέρτατη και αδιαπραγμάτευτη αξία πολλών, εκκλησιαζομένων ωστόσο, είναι η επιμήκυνση της βιολογικής ύπαρξης.

Για την υπέρτατη αξία, λοιπόν, δίνει κάποιος τα πάντα, όπως παλαιά το πλοίο που κινδύνευε ζητούσε από τους επιβάτες να πετάξουν όλες τις αποσκευές στη θάλασσα. Εδώ όμως δεν πρόκειται για υλικές αποσκευές. Σωστά έχει λεχθεί από σύγχρονο φιλόσοφο ότι “είμαστε έτοιμοι να θυσιάσουμε στο όνομα της επιβίωσης όλα όσα κάνουν τη ζωή άξια να βιωθεί”. Κάθε ανθρώπινη χαρά, κάθε αξία και αξιοπρέπεια, κάθε αρετή, ακόμη και στοιχειώδεις ελευθερίες περιστέλλονται δραστικά, και ίσως στο μέλλον αρθούν οριστικά μπροστά στο φόβητρο του θανάτου. Έτσι, πετιέται στη θάλασσα η πίστη και η αγάπη (για την ευγένεια δεν συζητάμε), ενώ η ελπίδα αφορά μόνο στην επιβίωση ή, ακριβέστερα, στη βιολογική παράταση βασικών λειτουργιών του σώματος.

Μοναδικό σημείο εστίασης είναι ο ιός, αυτός είναι ο μοναδικός διάολος, και κατ’ επέκταση ο όποιος φορέας του. Αντίστοιχα, μοναδικός σωτήρ και αρχηγός της ζωής το εμβόλιο. Το “μοναδικός” εδώ κάνει τη μεγάλη διαφορά. Ο άλλος, ο δίδυμος αδελφός μου, δεν είναι απλά ενοχλητικός, είναι επικίνδυνος, δυνητική απειλή για τη ζωή μου, φορέας και αιτία του θανάτου μου, και έχω κάθε δικαίωμα να απαιτήσω τον περιορισμό του, ακόμη και την εξόντωσή του για το κοινό καλό (εννοώντας βέβαια το δικό μου καλό).

Και ο θυμός γίνεται αμοιβαίος. Η καλλιεργούμενη εχθρότητα οχυρώνει τις ομάδες και αποπροσωποποιεί τα μέλη τους. Έστι, για παράδειγμα, στη σύναξη της εκκλησίας, όπως και εκτός αυτής, δεν βλέπουμε πια πρόσωπα, ει μη μόνο ανεμβολίαστους ψεκασμένους και εμβολιασμένους προδότες, μασκοφόρους απίστους και αρνητές συνωμοσιολόγους.

Έτσι προκύπτει και μάλιστα ενθαρρύνεται ο διχασμός. Η διχοτόμηση σε “εμείς” και “αυτοί” είναι τελεσφόρος για τις εξουσίες που ζητούν να αποπροσανατολίσουν τον κοινό νου δημιουργώντας κοινωνικές ομάδες και στρέφοντας τη μία κατά της άλλης. Η διάκριση σε κακούς απειλούντας και σε καλούς απειλουμένους γίνεται πρώτιστο μέλημα και καλό εργαλείο.

Κι όμως, οφείλουμε κάτι στην ελαύνουσα επιδημία. Αποκάλυψε μεταξύ άλλων κάτι που μέχρι τώρα επιμελώς κρύβαμε: το έλλειμμα της πίστης και της αγάπης μας. Το ιικό φορτίο φανέρωσε την αβάσταχτη ελαφρότητα της ζωής μας, τη βασανιστική μας κοινωνικότητα, την απουσία υπαρξιακής σκέψης. Ανέδειξε τον φόβο διευθυντή και ενορχηστρωτή της ζωής μας και περιεχόμενο της καρδιάς μας. Συνέβαλε έτσι στο να γνωρίσουμε την πνευματική μας ασθένεια. Είδαμε ότι ο τρόμος μας μπροστά στον μικρό ή μεγάλο κίνδυνο καταπνίγει κάθε ευγενές αίσθημα. Είδαμε πως οτιδήποτε μας υπενθυμίζει την πραγματικότητα και αμεσότητα του θανάτου μάς κάνει έξαλλους. Ταυτόχρονα, ο ιός έφερε στο προσκήνιο το μεγάλο ερώτημα: τί είναι η αληθινή ζωή; Και, τέλος πάντων, τί προσδόκιμο ζωής έχει ένα σώμα που δεν ζει αληθινά ως άνθρωπος μαζί με ανθρώπους, ένα σώμα που στερείται ψυχικού και πνευματικού οξυγόνου.

Τα παραπάνω όμως ισχύουν για τους αληθινά σκεπτόμενους. Διότι ο τρόμος τείνει να συσκοτίζει κάθε απόπειρα σκέψης και μαζί της κάθε συνειδητοποίηση.

Ίσως θα έπρεπε να δοκιμάσουμε τη μέθοδο που μεταξύ άλλων χρησιμοποιεί η ψυχοθεραπεία στις περιπτώσεις αγχωτικών διαταραχών και φοβίας: την ανάλυση κέρδους/ζημίας από τις υιοθετημένες συμπεριφορές που τείνουν να γίνουν στάση και τρόπος ζωής. Να καταγράψουμε σε μια λίστα την ωφέλεια από την εμμονική προφύλαξη και δίπλα το κόστος που έχει για την ποιότητα της ζωής μας. Πόσο οι σκέψεις, συμπεριφορές και τακτικές μας συμβάλλουν σε μια ζωή εύφορη και δημιουργική και, αντίστοιχα, πόσο χαλκεύουν μια ζωή γυμνή και βουβή, χρωματισμένη από την κατάθλιψη, όπου ούτε η χαρά ούτε καν η λύπη έχουν θέση; Μήπως πρέπει να εκτιμήσουμε βαθύτερα την ποιότητα και πληρότητα της ύπαρξής  μας, ὅταν μπαίνουμε στην εκκλησία (ή αρνούμεθα να πάμε) υπό το μόνιμο καθεστώς του φόβου;  Ή, άντίθετα, ὅταν μπαίνουμε στην εκκλησία με την αλαζονεία εκείνου ποὺ ξεπερνά σε αρετή και τόλμη τους συμβιβασμένους;

Όλα έχουν τη θέση τους στη ζωή μας. Και οι μάσκες και τα εμβόλια και οι επιφυλάξεις και ο φόβος. Ο Θεός όμως εις ενότητα πάντας εκάλεσε. Κι αυτό είναι το κυριότερο, η ενότητα της πίστεως και της αγάπης, ακόμη κι αν διαφωνούμε μεταξύ μας σε τούτο ή σ’ εκείνο.

Αν τα τοποθετούμε όλα στη σωστή τους θέση και προοπτική και προτεραιότητα, τότε, και λάθος αρχικἀ να κάνουμε, η χάρις του Θεού θα μας αγκαλιάσει, θα μας φωτίσει και θα οικονομήσει τη σωτηρία μας. Αν όμως πέφτουμε θύματα του εγωισμού − είτε στη φοβική είτε στην αλαζονική μορφή του −, και των μονομανιών που παράγει, τότε η πλάνη θα είναι μεγαλύτερη και θα υπερκαλύψει το μικρό ή μεγάλο δίκιο μας.

Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος
Καθηγούμενος Ιεράς Μονής Φανερωμένης Νάξου