ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ

Πιστεύουμε σε ένα Θεό, μίαν αρχή άναρχη, άκτιστη, αγέννητη, ανόλεθρη, και αθάνατη, αιώνια, άπειρη, απερίγραπτη, απεριόριστη, απειροδύναμη, απλή, ασύνθετη, ασώματη, άρρευστη, απαθή, άτρεπτη, αναλλοίωτη, αόρατη, πηγή αγαθότητος και δικαιοσύνης, φως νοερό, απρόσιτο, δύναμη που δεν γνωρίζεται με κανένα μέτρο αλλά μόνο μετριέται με τη συγγενή βούληση –γιατί τα πάντα μπορεί να κάνει, όσα θέλει.

Αρχή που δημιούργησε όλα τα κτίσματα, ορατά και αόρατα, που συνέχει και συντηρεί τα πάντα, προνοεί για όλα, κρατεί τα πάντα, και κυβερνά και βασιλεύει με ατελεύτητη και αθάνατη βασιλεία, τίποτε δεν έχει αντίθετό της, όλα τα γεμίζει, δεν περιέχεται από κανένα, μάλλον αυτή περιέχει τα σύμπαντα και τα συνέχει, με καθαρό και αμόλυντο τρόπο βρίσκεται πάνω σε όλες τις ουσίες και είναι υψωμένη πέρα από όλα και από κάθε ουσία, γιατί είναι υπερούσια, πάνω από τα όντα, υπέρθεη, υπεράγαθη, υπερπλήρης, διαχωρίζει όλες τις αρχές και τάξεις και είναι θεμελιωμένη πάνω από καθε αρχή και τάξη, πάνω από ουσία και ζωή και λόγο και έννοια, αυτόφως, αυτοαγαθότητα, αυτοζωή, αυτοουσία, αφού δεν έχει από κάποιον άλλον την ύπαρξη, ενώ η ίδια είναι πηγή της υπάρξεως για τα όντα, πηγή της ζωής για τους ζώντες, πηγή του λόγου για όσους μετέχουν στον λόγο, αιτία όλων των αγαθών για όλους, που γνωρίζει τα πάντα πριν γίνουν, μία ουσία, μία θεότητα, μία δύναμη, μία θέληση, μία ενέργεια, μία αρχή, μία εξουσία, μία κυριότητα, μία βασιλεία, η οποία γνωρίζεται σε τρεις τέλειες υποστάσεις και προσκυνείται με μία προσκύνηση και πιστεύεται και λατρεύεται από όλα τα λογικά κτίσματα, ενώ οι τέλειες υποστάσεις είναι ενωμένες με ασύγχυτο τρόπο και συνάμα διαιρούνται χωρίς διάσταση, πράγμα τόσο παράδοξο.

Πιστεύουμε σε Πατέρα και Υιό και Άγιο Πνεύμα, και στο όνομά τους έχουμε βαπτισθεί. Γιατί έτσι παρήγγειλε ο Κύριος τους  Αποστόλους να βαπτίζουν, λέγοντας “Βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.”

 Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός (8ος αι.)
Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, κεφ. 8 (απόσπασμα)

ΑΤΕΝΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΣΩΤΗΡΑ

ΑΤΕΝΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΣΩΤΗΡΑ

Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ

Εκείνοι που αρνούνται να ακολουθήσουν τον Ιησού: ο νέος του Ευαγγελίου που έφυγε “περίλυπος … ἧν γὰρ πλούσιος σφόδρα” (Λουκ. 18,23). Τί συνέβη μ’ αυτόν τον νέο; Θα μας ήταν ευχάριστο να μαθαίναμε ότι αργότερα ξαναγύρισε στον Ιησού, δίνοντας τα πάντα. Αυτή η ελπίδα δικαιολογείται λίγο από το γεγονός ότι έφυγε “περίλυπος”. Όχι ερεθισμένος ή πικραμένος αλλά “περίλυπος”. Επομένως πονούσε, και ο πόνος έχει μέσα του γόνιμους σπόρους. Τουλάχιστον να πονούσα, όταν αρνούμαι…

“Πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον…” (Λουκ. 18,22). Ο Κύριος υπήρξε αδιάλλακτος στις απαιτήσεις που είχε από τον νέο. Η καρδιά του Ιησού: λιωμένη και φλογερή σαν το αναλυτό χρυσάφι. Αλλά η θέλησή του: σκληρή σαν το διαμάντι. Στον Ιησού συναντάται όλη η γλυκύτης και απαλότης των λόφων της Γαλιλαίας με όλη την αυστηρότητα και την κοφτή γραμμή των φλογισμένων βουνών της Ιουδαίας.

Ο βοσκός στην αναζήτηση των προβάτων του. Οι μέθοδοι που χρησιμοποίησε ο Ιησούς για το πλησίασμα των ψυχών φαίνονται ανάγλυφες στο επεισόδιο με τη Σαμαρείτιδα. Ο Ιησούς πηγαίνει από την Ιουδαία στη Γαλιλαία. “Ἔδει δὲ αὐτὸν διέρχεσθαι διὰ τῆς Σαμαρείας” (Ιωαν. 4,4). Δεν ήταν ο μόνος δρόμος που είχε δυνατότητα να χρησιμοποιήσει. Θα μπορούσε να ακολουθήσει την άλλη όχθη το Ιορδάνου. Αλλά “ἔδει”, έπρεπε δηλαδή να περάσει ο Χριστός από τη Συχάρ, για να συναντήσει τη Σαμαρείτιδα. Αυτά είναι τα “πρέπει” της χάριτος του Θεού, οι “περιποιήσεις” που κάνει ο Χριστός. Μήπως και η ζωή μου δεν είναι συνυφασμένη με τέτοιες περιποιήσεις;

Ο Ιησούς θέλει να συναντήσει τη Σαμαρείτιδα πλησίον του χωρίου, “ὃ ἔδωκεν Ἰακὼβ τῷ Υἱῷ αὐτοῦ” (Ιωαν. 4,5). Οι Σαμαρείτες είχαν μια ιδιαίτερη προσκόλληση σ’αυτούς τους δύο πατριάρχες. Ο Ιησούς ζητεί να συναντήσει τις ψυχές στο δικό τους έδαφος. Εκεί όπου κάθε ψυχή νιώθει σαν το σπίτι της.

Ο Ιησούς “ἠγάπα τὴν Μάρθαν καὶ τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς καὶ τὸν Λάζαρον” (Ιωαν. 11,5). Το Ευαγγέλιο δεν μας λέει ότι ο Ιησούς αγαπούσε “μαζικά” τα μέλη της οικογένειας του Λαζάρου. Αγαπούσε τον καθέναν από τους τρεις με μια ξεχωριστή αγάπη, με μιαν απόχρωση προσωπική, που δεν μπορούσε να μεταβιβαστεί στους άλλους. Δεν πρόκειται φυσικά για μια διαφορά βαθμών αγάπης, αλλά γι’ αυτή την απόχρωση.

Ο Ιησούς ζητεί από τη Σαμαρείτιδα νερό. Αυτός ήταν σε θέση να χορηγήσει τα πάντα στη γυναίκα αυτή. Κι όμως δέχεται να υποχρεωθεί στη Σαμαρείτιδα. Στο ξεκίνημα της συζήτησής τους ο Ιησούς παίρνει μια θέση που τον ταπεινώνει. Με τον τρόπο αυτό ευκολότερα θα κυριαρχήσει. Η εξυπηρέτηση που ζήτησε με τόση ταπείνωση του ανοίγει την πόρτα.

Στο σπίτι ενός λεπρού, στο χωριό Βηθανία – που σημαίνει οίκος φτωχών – ο Ιησούς δέχεται την προσφορά του μύρου σαν χρίσμα βασιλικό από τα χέρια μιας γυναίκας. Αντίθεση της δόξης και της ταπεινώσεως –δύο πόλων της ζωής του Ιησού. Στη λεπρή ψυχή μου μπροστά στα πόδια του Ιησού, θα σπάσω κι εγώ το δοχείο με το μύρο μου –το γνήσιο μύρο της μετανοίας μου και της υποταγής μου.  

Ξαναγυρίζω με τη φαντασία στο φρέαρ του Ιακώβ, στη Σαμάρεια. Άραγε ο Ιησούς παρουσιάζεται εκεί διαφορετικός από ότι παρουσιάστηκε στη Βηθανία; Όχι. Εμφανίζεται ο ίδιος. Η ίδια ήρεμη αγάπη, το ίδιο μεγαλείο το γεμάτο απλότητα.

Ο Ιησούς κουρασμένος από την οδοιπορία καθίζει στα χείλη του πηγαδιού. Περιμένει τη Σαμαρείτιδα. Με περιμένει. “Ζητώντας με, κάθισες κουρασμένος…”, λέει εκφραστικά ένα παλαιό μεσαιωνικό κείμενο. Λυτρωτή μου, κουράστηκες στην αναζήτησή μου και κάθισες. Δε σε εμπόδισε το μεγάλο μάκρος του δρόμου ούτε οι ανωμαλίες της οδού. Και τώρα κάθεσαι εκεί που ξέρεις ότι θα περάσω. Γιατί λαχταράς να συναντήσω την κούρασή σου και ταυτόχρονα τη στοργή σου. Την κούραση που εκφράζει την τρυφερή σου αυτή στοργή για μένα.

Μοναχός της Εκκλησίας της Ανατολής (Lev Gillet), Ιησούς. Aτενίζοντας τον Σωτήρα.

ΠΕΡΙ ΘΕΙΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ

ΠΕΡΙ ΘΕΙΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ

Όπως ο ήλιος μεταδίδει αμείωτα το φώς και τη ζέστη σε όσους εκτίθενται στις ακτίνες του, έτσι και οι ενέργειες του Θεού μεταδίδονται στον άνθρωπο που επιθυμεί να κοινωνήσει μαζί Του. Μόνο εκείνοι που άγγιξαν αυτό το θείο φως μπορούν να μετέχουν της χάριτος η οποία θεοποιεί τον άνθρωπο και με αυτή να ενωθούν με το Θεό. Εμείς διδαχθήκαμε από τους πατέρες ότι όλες οι ενέργειες του Θεού είναι άκτιστες. Το όνομα Θεός είναι όνομα ενεργείας, “από το ρήμα θέειν (τρέχειν) και διακυβερνά τα πάντα ή αίθει δηλαδή καίει”.

Από όλες αυτές τις ενέργειες είναι πιο ψηλά κατά την ουσία ο Θεός, και είναι αμέθεκτος. Κατά τις ενέργειες όμως είναι μεθεκτός. Ο Μέγας Βασίλειος τονίζει ότι εμείς λέμε πως γνωρίζουμε τον Θεό από τις ενέργειες, αλλά δεν ισχυριζόμαστε ότι πλησιάζουμε την ουσία Του, η οποία είναι αιτία αυτών των ενεργειών.

Η πνευματική δωρεά που ενοικεί στους αγίους είναι χάρις θεοποιός και άκτιστη. Η εμπειρία αυτή των αγίων του Θεού φανερώνει την ύπαρξή του. Εκείνοι που δεν δέχονται να κοινωνήσουν με τον Θεό με αυτόν τον πνευματικό τρόπο, θα αγνοήσουν ότι υπάρχει ο Θεός. Οι άνθρωποι του Θεού υψώνοντας την ψυχή τους προς τις θείες και αθάνατες ακτίνες των ενεργειών του Θεού ομοιώνονται με Αυτόν. Η έλευση του πανταχού παρόντος Αγίου Πνεύματος δεν είναι άλλο από τη φανέρωσή Του στους Αγίους, στους οποίους αποκαλύπτεται κατά τρόπο μυστικό. Αυτή η αποκάλυψη της χάριτος και της ενεργείας του Πνεύματος πραγματοποιείται μόνο στους άξιους.

Η θεοποιός αυτή δωρεά του Πνεύματος είναι η βασιλεία του Θεού. Αυτή η βασιλεία είναι άναρχη και άκτιστη. Όταν λέμε ότι ο άνθρωπος μπορεί να θεοποιηθεί, εννοούμε ακριβώς αυτό, το να εισέλθει στη βασιλεία του Θεού. Η ζωή των ανθρώπων που κοινώνησαν αυτής της βασιλείας είναι πάνω από κάθε γνώση και επιστήμη. Ο Άγιος Μάξιμος περιγράφοντας την πραγματικότητα της αιωνιότητος λέει: “Όλα τα αθάνατα, καθώς και η ίδια η αθανασία, και όλα τα ζώντα, καθώς και η ίδια η ζωή, και όλα τα άγια, καθώς και η ίδια η αγιότης, και όλα τα ενάρετα, καθώς και η ίδια η αρετή, και όλα τα όντα, καθώς και η ίδια η οντότης, είναι προδήλως έργα του Θεού. Κάθε ζωής και αθανασίας, αγιότητας και αρετής δημιουργός είναι ο Θεός, διότι είναι πάνω από όλα τα λεγόμενα και νοούμενα.”

 Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Περί θείων ενεργειών

 Σχόλιο

 Το παραπάνω κείμενο συνοψίζει την πνευματική εμπειρία της κοινωνίας με τον Θεό, στην οποία κυρίως διαφοροποιείται η θεολογία των Ορθοδόξων Πατέρων από την θεολογία των Λατίνων, όπως αυτή διαμορφώθηκε σταδιακά από τον μεσαίωνα και εξής. Οι πανορθόδοξες σύνοδοι της εποχής του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (14ος αιώνας) οριοθέτησαν την εμπειρία αυτή και έδωσαν ένα μήνυμα στον άνθρωπο κάθε εποχής: ότι μπορεί να μετέχει πραγματικά στον Θεό, και ότι ο Θεός γνωρίζεται μόνο μέσα από αυτή την μετοχή στην άκτιστη χάρη Του. Μέσα σ’ αυτή την χάρη ή ενέργεια ο πιστός καθαίρεται, φωτίζεται, ή και ενώνεται με τον Θεό. Αντιθέτως, αν αυτό που λέμε Θεία Χάρη δεν είναι ο ίδιος ο Θεός, τότε είναι αδύνατη η κοινωνία Θεού και ανθρώπου. Στην Ρωμαιοκαθολογική θεολογία δεν υπάρχει η διάκριση ανάμεσα στην ουσία του Θεού, που είναι αμέθεκτη, και στις ενέργειες της ουσίας αυτής, που είναι μεθεκτές. Επειδή λοιπόν δεν μπορεί να υπάρχει κοινωνία μέσω των ενεργειών, η Ρωμαιοκαθολική θεολογία εστίασε στην θεολογία του προσώπου, οπότε μιλούν για “κοινωνία προσώπων”, που την εννοούν απλά ως σχέση μεταξύ των προσώπων. Απόληξη της θεολογίας αυτής είναι ότι ούτε η πίστη ούτε η λατρεία αποτελούν κριτήρια ενότητας των πιστών, αλλά μόνον η ύπαρξη ενός “πρώτου”, εξ ού και η εκκλησιολογία του πρωτείου.

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΛΥΠΙΟΣ ΚΑΙ Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΛΥΠΙΟΣ ΚΑΙ Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ

Ο Όσιος Αλύπιος ο Κιονίτης γεννήθηκε στις αρχές 6ου αι. στην Αδριανούπολη της Παφλαγονίας. Ονομάστηκε Κ ι ο ν ί τ η ς, δηλαδή Στυλίτης,  γιατί έμεινε για διάστημα εξήντα επτά χρόνων πάνω σε ένα κίονα στην έρημο, με προσευχή και σκληρή άσκηση.

 Νεαρός ακόμη, ο μέγας Αλύπιος, έχοντας την καρδιά πυρωμένη από την αγάπη στον Θεό, προβληματιζόταν τί να κάνει στην παρούσα ζωή, για να κατορθώσει την ολοκληρωτική και παντοτινή συμβίωσή του με Αυτόν που ποθούσε, την ολοκάθαρη θεωρία Εκείνου με όλο του το νου και τη γνήσια ένωση μαζί Του. Αποφάσισε λοιπόν ν’ απαρνηθεί τα πάντα και να φύγει, φυσικά μακριά από φίλους , συγγενείς, γνωστούς, κι από την ίδια του την μητέρα, διαλέγοντας τον αγαθό δρόμο της ησυχαστικής ζωής. Την απόφαση αυτήν εμπιστεύθηκε μόνο στην μητέρα του.

—Μάνα, της είπε, με κυρίεψε πόθος φλογερός να πάω κατά την ανατολή, όπου πολλοί έζησαν θεάρεστα και μακάρια, διαλέγοντας τον ησυχαστικό βίο. Κατευόδωσέ με λοιπόν σ’ αυτό το δρόμο και δώσε μου τις ευχές σου σαν φυλαχτό.

Σαν άκουσε εκείνη αυτά τα λόγια, δεν έπαθε τίποτε απ’ όσα παθαίνουν οι γυναίκες, όταν ακούνε παρόμοιες αποφάσεις των παιδιών τους. Δεν προέβαλε σαν εμπόδιο τη χηρεία της ούτε την μοναξιά της. Δεν είπε πως είναι πράγμα ασήκωτο για τις μανάδες να χάνουν ένα γιό τόσο καλό, ούτε κάτι άλλο παρόμοιο. Δεν προσπάθησε να ματαιώσει την πρόθεση του αγαπημένου της παιδιού. Ποθούσε, βλέπετε, πραγματικά το συμφέρον του γιού της πιο πολύ από το δικό της. Αντίθετα, σήκωσε τα μάτια, άπλωσε τα χέρια και συγκέντρωσε όλη της τη σκέψη σε προσευχή. Ύστερα είπε:

—Πήγαινε, παιδί μου. Πήγαινε εκεί πού σε οδηγεί η χάρις του Αγίου Πνεύματος. Να, ο Θεός, που σ’ Αυτόν μέσα  ζούμε και σ’ Αυτόν σε παραδίδω , θα στείλει τον άγγελό Του  μπροστά σου, για να σε οδηγήσει όπου είναι το θέλημα Του.  Άμποτε να σου στείλει βοήθεια από το άγιο κατοικητήριο Του και από την ουράνια Σιών να σε προστατεύει. Να σου φορέσει σαν θώρακα την δικαιοσύνη και να σου βάλει την περικεφαλαία της σωτηρίας. Σαν ήλιος του μεσημεριού να λάμψη η αρετή στα έργα σου, που χάρη σ’ αυτά αγάπησες τον Δεσπότη Χριστό περισσότερο από γονείς και από πατρίδα.

 Έτσι, βάζοντας την αρετή πιο πάνω από τη μητρική φύση, δεν προσπάθησε να κάνει ή να πει τίποτε ανάξιο της.

Έπειτα, μετά την ευχή , ο γιός τυλίχθηκε στο λαιμό της μάνας κι η μάνα αγκάλιασε με λαχτάρα το γιό, και βρέχονταν και οι δυό τους με θερμά δάκρυα. Και αφού καταφιλήθηκαν, χωρίστηκαν. Η μάνα κίνησε για το σπίτι, και ο γιός πήρε το δρόμο που ποθούσε.   

 Ποθώντας την τελειότητα ανέβηκε στην κορυφή ενός στύλου. Στη βάση του στύλου του, με την προσέλευση πολλών μαθητών, δημιουργήθηκαν δύο μοναστήρια, ένα ανδρικό και ένα γυναικείο, τα οποία ο όσιος καθοδηγούσε πνευματικά. Αλλά και η ίδια η μητέρα αργότερα εγκαταστάθηκε κάτω από τον κίονα, και έλαβε από τον γιό της το αγγελικό Σχήμα.

Ἀπό το Συναξάρι του Αγίου    

ΤΙ ΔΕΝ ΜΑΣ ΑΦΗΝΕΙ ΝΑ ΣΗΚΩΣΟΥΜΕ ΚΕΦΑΛΙ

ΤΙ ΔΕΝ ΜΑΣ ΑΦΗΝΕΙ ΝΑ ΣΗΚΩΣΟΥΜΕ ΚΕΦΑΛΙ

Ὅ,τι ἀγαπᾶ κάποιος ἀπὸ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, αὐτὸ καταβαραίνει τὸν νοῦ του καὶ τὸν δεσμεύει καὶ δὲν τὸν ἀφήνει νὰ σηκώσει κεφάλι.

Σὲ αὐτὸν τὸ σταθμὸ καὶ τὴ ροπὴ καὶ τὸ ζύγι τῆς κακίας δοκιμάζεται ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος, Χριστιανοὶ τῶν πόλεων καὶ τῶν βουνῶν, τῶν μονῶν, τῶν ἀγρῶν ἢ τῶν ἐρήμων, ὅτι δελεαζόμενος ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ δικό του προσωπικὸ θέλημα, ἀγαπᾶ κάποιο πράγμα ἤ πάθος, καὶ δένεται σὲ αὐτὸ ἡ ἀγάπη του, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν προσφέρεται ὅλη στὸν Θεό.

Ἄλλος ἀγάπησε κτήματα,
ἄλλος χρυσὸ ἢ ἄργυρο,
ἄλλος τὴν κοιλιά του ἤ τὶς σαρκικὲς ἐπιθυμίες,
ἄλλος τὴν κοσμικὴ σοφία γιὰ τὴν δόξα τῶν ἀνθρώπων,
ἄλλος ἐξουσία, δόξα καὶ τιμές,
ἄλλος ὀργὴ καὶ μῆνιν,
ἄλλος ἄκαιρες συντυχίες,
ἄλλος ζῆλο,
ἄλλος νὰ μετεωρίζεται ἡδονικὰ ὅλη μέρα,
ἄλλος νὰ ἀπατᾶται ἀπὸ ἀργόσχολους λογισμούς,
ἄλλος νὰ παριστάνει τὸ νομοδιδάσκαλο γιὰ ἀνθρώπινη δόξα,
ἄλλος νὰ εὐχαριστιέται στὴ χαύνωση καὶ στὴν ἀμέλεια,
ἄλλος νὰ εἶναι προσκολλημένος στὰ ὄμορφα ροῦχα,
ἄλλος παραδίδεται στὶς γήινες μέριμνες,
ἄλλος ἀγαπᾶ τὸν ὕπνο, τὴν εὐτραπελία ἤ τὴν αἰσχρολογία.

Ὅποιο πάθος του δὲν πολεμᾶ γενναῖα κάποιος, ἐκεῖνο ἀγαπᾶ, καὶ ἐκεῖνο τὸ πάθος τὸν δεσμεύει καὶ τὸν βαραίνει καὶ γίνεται γι αὐτὸν ἐμπόδιο καὶ ἁλυσίδα, ὥστε ὁ νοῦς του νὰ μὴν ἀνεβαίνει στὸν Θεό.

Ἡ ψυχὴ ποὺ ἀληθινὰ ἔχει τὴν ὁρμή της πρὸς τὸν Θεό, ὁλόκληρη τὴν ἀγάπη της ἕλκει πρὸς Αὐτόν, καὶ δεσμεύεται ἐλεύθερα, κατὰ τὴν δύναμή της, ἀπὸ Ἐκεῖνον, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ δέχεται τὴν βοήθεια τῆς χάριτος, καὶ ἀρνεῖται τὸν ἑαυτό της καὶ δὲν ἀκολουθεῖ τὰ θελήματα τοῦ νοῦ της, ἀλλὰ ὁλοκληρωτικὰ προσφέρεται στὸν λόγο τοῦ Κυρίου. Ἐὰν κάποιος ἀγαπᾶ τὸν Κύριο καὶ τὶς ἐντολές του, ἀπὸ ἐκεῖ βοηθᾶται καὶ ἀπελευθερώνεται, καὶ γίνονται γι αὐτὸν εὔκολα τὰ παραγγέλματα τοῦ Κυρίου, ἀφοῦ ἀποσώζει ὁλόκληρη τὴν ἀγάπη του πρὸς Ἐκεῖνον.

Ἁγίου Μακαρίου, Πνευματικὲς Ὁμιλίες, Ε.6