Είπα επί γης ειρήνη
Μα δεν μ’ άκουσε κανείς
Άμα πιάσει το μπουρίνι
Πνίγεται ο μονογενής.

Στους πικρούς αυτούς στίχους ο Νίκος Γκάτσος θρηνεί την τύφλωση και κώφωση των ανθρώπων, και διαπιστώνει πως η ανθρωπότητα δεν αντέχει για πολλά χρόνια χωρίς φωτιά και μαχαίρι. Σφαγές αμάχων, στρατιωτών εκατόμβες, βομβαρδισμοί ναών και σχολείων, προσφυγιά και ορφάνια και αμέτρητος πόνος, κι όλα αυτά μαζί με την αμείλικτη κακοποίηση ψυχών και σωμάτων στη φαινομενικά ήσυχη καθημερινότητα. Και ενώ ο παλαιός εκείνος πατριάρχης Αβραάμ, έχοντας υψώσει το μαχαίρι πάνω από τον δεμένο γιό του, υπάκουσε στο παράγγελμα του αγγέλου «μην αγγίξεις το παιδί και μη του κάνεις κακό», ο δεύτερος Αβραάμ – οι «πατριάρχες» των εθνών σ’ Ανατολή και Δύση – δεν άκουσε ούτε τον άγγελο εκείνο, ούτε τον της Μεγάλης Βουλής Άγγελο, όπως λέγεται ο Χριστός, αλλά βύθισε στο αίμα και στον θρήνο όλο τον κόσμο του Θεού.

Τελευταία προέκυψε και «ιερός» πόλεμος που συνεχίζει να αποδεκατίζει Ορθοδόξους στον παραδοσιακά Ορθόδοξο κόσμο με την ευλογία, για πρώτη φορά στην ιστορία, της εκκλησιαστικής ηγεσίας. Είναι ο ίδιος φρικτός πόλεμος, η ίδια φονική βία, ντυμένα με το ιερό ένδυμα του αγαθού σκοπού. Αυτό ωθεί σήμερα κάποιους αναλυτές και φιλοσόφους όχι απλώς να κατηγορήσουν την Εκκλησία για άνευ όρων συμπόρευση με το Κράτος, αλλά και να τη συνδέουν οργανικά με τον πόλεμο, να αναζητούν δηλαδή πνευματικές ρίζες του πολέμου στην Ορθόδοξη διδασκαλία. Στην απολύτως λανθασμένη αυτή ερμηνεία οδήγησε η ανορθόδοξη, καινοφανής και απροκάλυπτη στήριξη του πολέμου από το πατριαρχείο της Μόσχας, το οποίο διατείνεται ότι μάχεται το κακό ευλογώντας σφαγές, υποσχόμενο τον παράδεισο στους νέους που σκοτώνουν ομόδοξους αδελφούς τους, εξαπολύοντας θεολόγους να τεκμηριώσουν δήθεν τον πόλεμο στους Πατέρες της Εκκλησίας, μετερχόμενο κάθε μέσο προπαγάνδας, αποστέλλοντας εγκυκλίους ανά την οικουμένη να τελούνται δεήσεις υπέρ της νίκης, και τιμωρώντας κληρικούς που τολμούν να προσευχηθούν υπέρ της ειρήνης.

Αδύναμος ο Μονογενής πνίγεται στο ξαφνικό μπουρίνι του ανθρώπινου θυμού, εξαφανίζεται μπροστά στην καταστροφική μανία των ανθρώπων. Για την ακρίβεια, εξαφανίζεται από τον ορίζοντα των ανθρώπων. Και στη θέση Του στήνονται είδωλα που απαιτούν ανθρωποθυσίες. Ο πόλεμος αναδεικνύεται σε υπέρτατη αξία, ή μάλλον όσα υποκινούν τον πόλεμο: η απληστία, ο εγωισμός και η αλαζονεία, εκεί που δεν χωρά ο Θεός.

Διότι ο Θεός βρίσκεται στον αντίποδα αυτής της θέλησης για δύναμη. Με ποιόν τρόπο ο παντοδύναμος και αψηλάφητος έρχεται στον κόσμο; Με δύναμη και εξουσία; Με δημαγωγία, βροντές, αστραπές και καταστολή, όπως οι επίγειοι μονάρχες; «Ως υετός επί πόκον», λέει ο προφητικός ψαλμός, δηλαδή όπως η απαλή βροχή πέφτει μαλακά και μουσκεύει το απαλό μαλλί του προβάτου. Τόσο απλά, αβίαστα, ειρηνικά, ήσυχα, ευγενικά και αθόρυβα γίνεται παιδί και φως στον αφεγγή κόσμο. Συγκαταβαίνοντας στην ανθρώπινη αδυναμία, γίνεται ο Ίδιος αδύναμος. Η δύναμή Του είναι η αλήθεια. Η αλήθεια που δεν έχει ανάγκη τη βία για να επιβληθεί.

Όταν την νύχτα της γέννησης του Ιησού ακούστηκε το «επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία» (Λουκ. 2,14), δεν έγινε κάποια προεκλογική διακήρυξη ούτε επιβλήθηκε ένας νέος νόμος. Δόθηκε μια δωρεά που υπήρχε από την αρχή της δημιουργίας και θα φανερωθεί στο τέλος της ιστορίας. Η δωρεά αυτή δεν ήταν αυτόματη. Ούτε έπεσε στους ώμους της ανθρωπότητας σαν βαρειά εντολή. Η παιδαγωγία της ειρήνης έπεσε πάνω στους ώμους του σαρκωμένου Θεού. «Παιδεία ειρήνης ημών επ’ αυτόν», είχε προφητεύσει ο Ησαΐας (53,5) αρκετούς αιώνες πριν. Μπροστά στην ταπείνωση του Θεού, μπροστά στον σταυρό Του, που ήταν ο σταυρός της ανθρωπότητας, ποιός δεν θα ειρηνεύσει με τον Θεό, με τον εαυτό του, με τους ανθρώπους, με την κτίση ολόκληρη;

Κι όμως, στρέψαμε την πλάτη μας στη δωρεά. Τα καθεστώτα ταράσσονται από την παρουσία του ταπεινού Θεού στη γη και, ως άλλος Ηρώδης, εξοντώνουν κάθε τι που θα μπορούσε να απειλήσει το δικό τους σύστημα εξουσίας. Κάτι ανάλογο, όμως, συμβαίνει σε προσωπικό επίπεδο. Εκείνος που δεν βλέπει την «κένωση» του Θεού, γεννά στην καρδιά του εγωισμό, αλαζονεία, θέληση για δύναμη, απληστία. Ο Δανός φιλόσοφος Σόρεν Κίρκεγκωρ είπε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι κάνουν στροφή όταν φθάνουν στο σημείο εκείνο όπου καλούνται σε μια ζωή υψηλότερη—τότε ακριβώς είναι που κάνουν πίσω φοβισμένοι, και προτιμούν να είναι οι πρακτικοί άνθρωποι της καθημερινότητας, αποφεύγουν όμως την εμπειρία της συνάντησης με τον Θεό. Έτσι οι μεν άθεοι σκοτώνουμε τον Θεό, οι δε κατ’ όνομα χριστιανοί τον μετατρέπουμε σε άφωνο είδωλο. Και αργά ή γρήγορα καταλήγουμε σε ακραίες ή ήπιες μορφές βίας, προκειμένου να νιώσει ασφαλής η εύθραυστη ύπαρξή μας.

Ένα είναι βέβαιο: αυτό που παίζεται στο πεδίο των μαχών και στους δρόμους της πόλης, έχει παιχθεί πρώτα στην καρδιά μας.

‘Ηταν λοιπόν η ειρήνη ψεύτικο δώρο; Και βέβαια όχι. Όχι απλώς η ειρήνη, αλλά η πάντα νουν υπερέχουσα ειρήνη (Φιλιπ. 4,7), σαν φωτιά που διαπερνά την ιστορία, μεταμορφώνει καρδιές και μικρές κοινότητες μέχρι την πλήρη φανέρωσή της. Και μια χριστιανική γιορτή είναι η υπενθύμιση του δώρου. Δεν θέλει πολλά για να ζήσεις μια χριστιανική γορτή. Θέλει μόνο η καρδιά μας να σταθεί ενώπιον του Θεού με όλο τον πόνο και την αλήθεια της. Μόνο έτσι θα βρούμε την πραγματική ειρήνη, τη συμφιλίωση με τον εαυτό μας, με τον Θεό, τους αδελφούς μας, τη σύμπασα κτίση.

Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος
Καθηγούμενος Ιεράς Μονής Φανερωμένης Νάξου