ΕΙΠΑ ΕΠΙ ΓΗΣ ΕΙΡΗΝΗ

ΕΙΠΑ ΕΠΙ ΓΗΣ ΕΙΡΗΝΗ

Είπα επί γης ειρήνη
Μα δεν μ’ άκουσε κανείς
Άμα πιάσει το μπουρίνι
Πνίγεται ο μονογενής.

Στους πικρούς αυτούς στίχους ο Νίκος Γκάτσος θρηνεί την τύφλωση και κώφωση των ανθρώπων, και διαπιστώνει πως η ανθρωπότητα δεν αντέχει για πολλά χρόνια χωρίς φωτιά και μαχαίρι. Σφαγές αμάχων, στρατιωτών εκατόμβες, βομβαρδισμοί ναών και σχολείων, προσφυγιά και ορφάνια και αμέτρητος πόνος, κι όλα αυτά μαζί με την αμείλικτη κακοποίηση ψυχών και σωμάτων στη φαινομενικά ήσυχη καθημερινότητα. Και ενώ ο παλαιός εκείνος πατριάρχης Αβραάμ, έχοντας υψώσει το μαχαίρι πάνω από τον δεμένο γιό του, υπάκουσε στο παράγγελμα του αγγέλου «μην αγγίξεις το παιδί και μη του κάνεις κακό», ο δεύτερος Αβραάμ – οι «πατριάρχες» των εθνών σ’ Ανατολή και Δύση – δεν άκουσε ούτε τον άγγελο εκείνο, ούτε τον της Μεγάλης Βουλής Άγγελο, όπως λέγεται ο Χριστός, αλλά βύθισε στο αίμα και στον θρήνο όλο τον κόσμο του Θεού.

Τελευταία προέκυψε και «ιερός» πόλεμος που συνεχίζει να αποδεκατίζει Ορθοδόξους στον παραδοσιακά Ορθόδοξο κόσμο με την ευλογία, για πρώτη φορά στην ιστορία, της εκκλησιαστικής ηγεσίας. Είναι ο ίδιος φρικτός πόλεμος, η ίδια φονική βία, ντυμένα με το ιερό ένδυμα του αγαθού σκοπού. Αυτό ωθεί σήμερα κάποιους αναλυτές και φιλοσόφους όχι απλώς να κατηγορήσουν την Εκκλησία για άνευ όρων συμπόρευση με το Κράτος, αλλά και να τη συνδέουν οργανικά με τον πόλεμο, να αναζητούν δηλαδή πνευματικές ρίζες του πολέμου στην Ορθόδοξη διδασκαλία. Στην απολύτως λανθασμένη αυτή ερμηνεία οδήγησε η ανορθόδοξη, καινοφανής και απροκάλυπτη στήριξη του πολέμου από το πατριαρχείο της Μόσχας, το οποίο διατείνεται ότι μάχεται το κακό ευλογώντας σφαγές, υποσχόμενο τον παράδεισο στους νέους που σκοτώνουν ομόδοξους αδελφούς τους, εξαπολύοντας θεολόγους να τεκμηριώσουν δήθεν τον πόλεμο στους Πατέρες της Εκκλησίας, μετερχόμενο κάθε μέσο προπαγάνδας, αποστέλλοντας εγκυκλίους ανά την οικουμένη να τελούνται δεήσεις υπέρ της νίκης, και τιμωρώντας κληρικούς που τολμούν να προσευχηθούν υπέρ της ειρήνης.

Αδύναμος ο Μονογενής πνίγεται στο ξαφνικό μπουρίνι του ανθρώπινου θυμού, εξαφανίζεται μπροστά στην καταστροφική μανία των ανθρώπων. Για την ακρίβεια, εξαφανίζεται από τον ορίζοντα των ανθρώπων. Και στη θέση Του στήνονται είδωλα που απαιτούν ανθρωποθυσίες. Ο πόλεμος αναδεικνύεται σε υπέρτατη αξία, ή μάλλον όσα υποκινούν τον πόλεμο: η απληστία, ο εγωισμός και η αλαζονεία, εκεί που δεν χωρά ο Θεός.

Διότι ο Θεός βρίσκεται στον αντίποδα αυτής της θέλησης για δύναμη. Με ποιόν τρόπο ο παντοδύναμος και αψηλάφητος έρχεται στον κόσμο; Με δύναμη και εξουσία; Με δημαγωγία, βροντές, αστραπές και καταστολή, όπως οι επίγειοι μονάρχες; «Ως υετός επί πόκον», λέει ο προφητικός ψαλμός, δηλαδή όπως η απαλή βροχή πέφτει μαλακά και μουσκεύει το απαλό μαλλί του προβάτου. Τόσο απλά, αβίαστα, ειρηνικά, ήσυχα, ευγενικά και αθόρυβα γίνεται παιδί και φως στον αφεγγή κόσμο. Συγκαταβαίνοντας στην ανθρώπινη αδυναμία, γίνεται ο Ίδιος αδύναμος. Η δύναμή Του είναι η αλήθεια. Η αλήθεια που δεν έχει ανάγκη τη βία για να επιβληθεί.

Όταν την νύχτα της γέννησης του Ιησού ακούστηκε το «επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία» (Λουκ. 2,14), δεν έγινε κάποια προεκλογική διακήρυξη ούτε επιβλήθηκε ένας νέος νόμος. Δόθηκε μια δωρεά που υπήρχε από την αρχή της δημιουργίας και θα φανερωθεί στο τέλος της ιστορίας. Η δωρεά αυτή δεν ήταν αυτόματη. Ούτε έπεσε στους ώμους της ανθρωπότητας σαν βαρειά εντολή. Η παιδαγωγία της ειρήνης έπεσε πάνω στους ώμους του σαρκωμένου Θεού. «Παιδεία ειρήνης ημών επ’ αυτόν», είχε προφητεύσει ο Ησαΐας (53,5) αρκετούς αιώνες πριν. Μπροστά στην ταπείνωση του Θεού, μπροστά στον σταυρό Του, που ήταν ο σταυρός της ανθρωπότητας, ποιός δεν θα ειρηνεύσει με τον Θεό, με τον εαυτό του, με τους ανθρώπους, με την κτίση ολόκληρη;

Κι όμως, στρέψαμε την πλάτη μας στη δωρεά. Τα καθεστώτα ταράσσονται από την παρουσία του ταπεινού Θεού στη γη και, ως άλλος Ηρώδης, εξοντώνουν κάθε τι που θα μπορούσε να απειλήσει το δικό τους σύστημα εξουσίας. Κάτι ανάλογο, όμως, συμβαίνει σε προσωπικό επίπεδο. Εκείνος που δεν βλέπει την «κένωση» του Θεού, γεννά στην καρδιά του εγωισμό, αλαζονεία, θέληση για δύναμη, απληστία. Ο Δανός φιλόσοφος Σόρεν Κίρκεγκωρ είπε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι κάνουν στροφή όταν φθάνουν στο σημείο εκείνο όπου καλούνται σε μια ζωή υψηλότερη—τότε ακριβώς είναι που κάνουν πίσω φοβισμένοι, και προτιμούν να είναι οι πρακτικοί άνθρωποι της καθημερινότητας, αποφεύγουν όμως την εμπειρία της συνάντησης με τον Θεό. Έτσι οι μεν άθεοι σκοτώνουμε τον Θεό, οι δε κατ’ όνομα χριστιανοί τον μετατρέπουμε σε άφωνο είδωλο. Και αργά ή γρήγορα καταλήγουμε σε ακραίες ή ήπιες μορφές βίας, προκειμένου να νιώσει ασφαλής η εύθραυστη ύπαρξή μας.

Ένα είναι βέβαιο: αυτό που παίζεται στο πεδίο των μαχών και στους δρόμους της πόλης, έχει παιχθεί πρώτα στην καρδιά μας.

‘Ηταν λοιπόν η ειρήνη ψεύτικο δώρο; Και βέβαια όχι. Όχι απλώς η ειρήνη, αλλά η πάντα νουν υπερέχουσα ειρήνη (Φιλιπ. 4,7), σαν φωτιά που διαπερνά την ιστορία, μεταμορφώνει καρδιές και μικρές κοινότητες μέχρι την πλήρη φανέρωσή της. Και μια χριστιανική γιορτή είναι η υπενθύμιση του δώρου. Δεν θέλει πολλά για να ζήσεις μια χριστιανική γορτή. Θέλει μόνο η καρδιά μας να σταθεί ενώπιον του Θεού με όλο τον πόνο και την αλήθεια της. Μόνο έτσι θα βρούμε την πραγματική ειρήνη, τη συμφιλίωση με τον εαυτό μας, με τον Θεό, τους αδελφούς μας, τη σύμπασα κτίση.

Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος
Καθηγούμενος Ιεράς Μονής Φανερωμένης Νάξου

ΕΥΛΑΒΙΚΟΣ ΑΣΠΑΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟ

ΕΥΛΑΒΙΚΟΣ ΑΣΠΑΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟ

Αν σέβεσαι και περιποιείσαι τη γη, εκείνη σαν τρυφερή μητέρα σε παίρνει στην αγκαλιά της, όταν έρθει το βράδυ σου. Κι αν ο νους και η καρδιά σου είναι στραμμένα στον ουρανό, εκείνος πανηγυρίζει, όταν περάσεις τις πύλες του. Κι αν είσαι σκυμμένος πάνω στον πόνο των ανθρώπων, και κρυφά φροντίζεις τις πληγές τους, παραμένεις εκεί, στον απρόσβλητο χώρο της καρδιάς τους, όπου κλέπτης δεν εισβάλλει και σκουριά δεν αφανίζει.

Αυτός ήταν ο γέρων Χριστόδουλος που αναχώρησε προχθές στα ογδόντα ένα του χρόνια, Καθηγούμενος της μονής Κουτλουμουσίου, ένας παγκόσμιος άνθρωπος, μια αέναη συγχώρηση. Η λεπτή του συνείδηση σε βοηθούσε να βλέπεις αυτά που δεν μπορούν να δουν τα αδούλευτα μάτια. Το νεανικό του φρόνημα σου άνοιγε ορίζοντες άγνωστους στα κουρασμένα μυαλά. Η επιμονή του στην αγάπη, ακόμη κι όταν αυτό δεν φαινόταν να καρποφορεί, σε έκανε να αγανακτείς.

Σε μάθαινε τι σημαίνει άνθρωπος. Σου έδειχνε τι σημαίνει το ότι ο Χριστός έγινε άνθρωπος, μοιράζοντας φως σε δικαίους και αμαρτωλούς. Ένα ήταν πάντα το ζητούμενο για εκείνον, πως θα σωθεί ο αδελφός, ο ελάχιστος αδελφός του Κυρίου, όχι πως θα κριθεί ή θα τιμωρηθεί ή θα φορτωθεί βάρη δυσβάσταχτα. Η ποιμαντική του ράβδος δεν ήταν σύμβολο εξουσίας,  ήταν η ράβδος με την οποία χώριζε τα νερά στην Ερυθρά θάλασσα των περιστάσεων, ώστε να γλυτώνουμε εμείς από τα άρματα των λογισμών και των πειρασμών.

Πνευματικό τέκνο του οσίου Φιλοθέου Ζερβάκου, και αρχικά μοναχός της μονής του Οσίου Δαβίδ, έγινε από το 1977 νέος κτήτωρ της μονής Κουτλουμουσίου, κατορθώνοντας τα ανέλπιστα διά πυρός και σιδήρου. Μίλησε με τον τόπο και τις πέτρες και τη Φοβερά Προστασία, και το σημαντικότερο, έγινε κτήτωρ πολλών ψυχών.

Ήπιε πικρά ποτήρια, βίωσε θλίψεις, διαψεύσεις, δοκιμασίες, προδοσίες. Αλλά στις ψυχές που είναι εργαστήρια καλοσύνης το πικρό μεταστοιχειώνεται σε γλυκύτητα. Η γεύση του παραδείσου χωνεύει στην ήρεμη σιωπή της κάθε αλλότριο στοιχείο. Αυτό ήταν και η παρακαταθήκη του.

Όποιος αγάπησε πολύ, χάνεται στην Ανατολή. Μέσα στο φως αυτό και ο γέρων Χριστόδουλος είναι εγγύτερα και μας φωτίζει. Έφυγε αθόρυβα, γιατί εδώ και αρκετούς μήνες είχε φύγει, δεν ανήκε πλέον σ’ αυτόν τον κόσμο, είχε χαθεί στην προσευχή και στην πρεσβεία υπέρ του κόσμου. Ετάφη αθόρυβα, και πολλοί από μας αποδώσαμε μακρόθεν τον ύστατο νοερό ασπασμό, με την προσμονή της αναστάσιμης αντάμωσης, όπως ακριβώς υποσχόταν και το φωτεινό του πρόσωπο.

Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος
Καθηγούμενος Ιεράς Μονής Φανερωμένης Νάξου

Ο ΘΥΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΟΛΟΣΣΑΙΟ

Ο ΘΥΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΟΛΟΣΣΑΙΟ

Οργή, αγανάκτηση, συγκλονίζει, ανατριχιάζει, κρεσέντο, σκοταδισμός, είναι μερικἐς λέξεις που προεξάρχουν στο επικοινωνιακό στερέωμα σήμερα. Το κρεσέντο όμως δεν χαρακτηρίζει τόσο τα θέματα και γεγονότα που προβάλλονται, ὀσο τα ίδια τα εχθρικά συναισθήματα αποστροφής εκ μέρους των συντακτών, και τον θυμό που επιμελώς επιχειρείται να διεγερθεί στους αποδέκτες.

Δεν είναι βέβαια αγανάκτηση και θυμός για ό,τι κακό συμβαίνει στον κόσμο. Εϊναι μόνο για εκείνα που αποκτούν έναν ηχηρό τίτλο στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Έναν τίτλο που μπορεί να μην ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο του κειμένου, αλλά όσο πιο ηχηρός είναι, τόσο περισσότερο ξεκλειδώνει ή διεγείρει τις θυμικές ορμητικές δυνάμεις.

Ο θυμός λοιπόν διοχετεύεται εκεί που κάποιοι τον κατευθύνουν. Ως κύρια αιτία εμφανίζεται η κοινωνική αδικία ή η παραβίαση των ατομικών δικαιωμάτων. Η σημερινή, όμως, γενικευμένη οργή δεν επιτρέπει βάθος σκέψης, δεν αναζητά τις πραγματικές αιτίες. Απλώς βρίσκει διέξοδο όπως ο ορμητικός χείμαρος. Για παράδειγμα, θεριεύει όταν ένα δεκαπεντάχρονο παιδί κλωτσά ένα ζώο, αλλά δεν αναρωτιέται τι φταίει ώστε το παιδί αυτό να εκδηλώνει τόση βία. Μαίνεται όταν η Ιερά Σύνοδος συνιστά την αποφυγή των αμβλώσεων, αλλά δεν εξεγείρεται όταν προβεβλημένος νεαρός του μουσικού «τίποτα» δηλητηριάζει με χυδαία στιχάκια μισανθρωπισμού τα μυαλά εκατομμυρίων παιδιών στο διαδίκτυο. Παθιασμένος ο θυμός παρακολουθεί τα επεισόδια ενός οικογενειακού δράματος, αλλά ακινητοποιείται όταν διασχίζει το μέγα δράμα και την καθολική ντροπή της εν Αθήναις οδού Σατωβριάνδου. Λες και ένας δείκτης αόρατος υποδεικνύει την κατεύθυνση προς την οποία θα διοχετευθεί ο θυμός.

Όμως, έχουμε αλήθεια αναρωτηθεί γιατί θυμώνουμε και μάλιστα τόσο έντονα κάθε φορά;

Το θέμα δεν είναι τα ίδια τα γεγονότα. Το μεγάλο θέμα είναι ο θυμός που περιφέρεται μέσα μας «ως λέων ζητών τίνα καταπίη». Γι’ αυτό ακριβώς και εμφανίζει μορφές ακραίες, ακόμη κι αν τα γεγονότα (σε κάποιες περιπτώσεις, όχι πάντα) δεν δικαιολογούν ακραία αντίδραση. Έτσι, στην πιο ελαφρά του έκδοση, συναντά κανείς νέους ανθρώπους που ξεσπούν σε νευρικό κλάμα ή χρησιμοποιούν γλώσσα μίσους, όποτε τύχει να αντιμετωπίσουν διαφορετικές απόψεις. Υπάρχουν και οι βαρειές περιπτώσεις της θυματοποίησης του θύτη, όπως η ψυχοπαθολογική ανάρτηση Ορθὀδοξου Ρώσου αξιωματούχου για τον δυτικό κόσμο: «τους μισώ, θέλουν τον θάνατό μας, και όσο ζω θα κάνω τα πάντα για να εξαφανιστούν».  Ή από την άλλη το «ανθρωπιστικό» αξίωμα του δυτικού κόσμου ότι «είμαστε ανεκτικοί, και το μόνο που δεν μπορούμε να ανεχθούμε είναι η μη ανεκτικότητα».  Τούτο διεκδικεί εύσημα εξυπνάδας, αλλά στην ουσία αναιρεί βλακωδώς και κατάφωρα αυτό που υπερασπίζεται.

Αλλά το πιο θλιβερό χαρακτηριστικό των θυμικών διαθέσεών μας είναι η απαίτηση της τιμωρίας. Της άμεσης τιμωρίας του παραβάτη. Η απαίτηση αυτή έχει γίνει μέρος και της αυτοσυνειδησίας πολλών Ορθοδόξων πιστών, αν και προέρχεται από Ιουδαϊκές αντιλήψεις. Και πάλι η συμπεριφορά αυτή είναι επιλεκτική. Έτσι, μπορεί να ζητείται η ποινή για τον ένα πατριάρχη διότι αναγνώρισε σχισματικούς, όχι όμως για τον άλλον που ευλογεί τη σφαγή αμάχων ως ιερό πόλεμο κατά του κακού. Άξιο προσοχής είναι ότι και εδώ παίρνουμε το μέρος του «αγανακτισμένου» εξολοθρευτή, σαν να σαγηνευόμαστε από την οργή του, ενώ δεν μας ικανοποιεί η φιλάνθρωπη ενέργεια του πρώτου!

Ας αναζητήσουμε, όμως, την αρωγή της φιλοσοφίας και της επιστήμης για την έννοια του θυμού.

Ο θυμός άποτελεί φυσική ορμή και μια από τις ισχυρότερες δυνάμεις της ψυχής, είναι το νεύρο που μας κινητοποιεί σε αγώνες, αλλά και το σινιάλο ή ερέθισμα που διεγείρει τους μηχανισμούς άμυνας μπροστά σε μια απειλή. Είναι σαν τον ανιχνευτή καπνού. Ὀταν όμως ο άνθρωπος βλέπει παντού καπνό και ερμηνεύει τα πάντα ως απειλές, τότε και από αυτό το σημείο ξεκινά το πρόβλημα.

Γιατί τα πάντα ερμηνεύονται κατ’ αυτόν τον τρόπο;

Η εγωκεντρική προοπτική και η βαθειά ανασφάλειά μας μάς κάνουν να βλέπουμε τα πάντα ως απειλή κατά της ίδιας της υπόστασής μας, με αποτέλεσμα να οδηγούμαστε σε παράλογες αντιδράσεις. Οτιδήποτε δὲν συμβαδίζει με τη δική μας σκέψη και αντίληψη εκλαμβάνεται ως προσβολή, ταπείνωση και έλλειψη σεβασμού εκ μέρους των άλλων. Βρισκόμαστε σε ένα συνεχή συναγερμό. Μέσα στη διάσπαση και τον πανικό δεν μπορούμε να διακρίνουμε το πραγματικό πρόβλημα. Όταν τα κύματα του θυμού μάς καλύψουν ολόκληρους, τότε συμπαρασύρουν τη λογική σκέψη. Το μόνο που μένει μέσα σε αυτόν τον ψυχικό κυκεώνα είναι να επιτεθούμε στους άλλους. Να τιμωρήσουμε με κάποιον τρόπο και να εξουδετερώσουμε τον εχθρό, προκειμένου να απαλύνουμε τον πόνο της προσβολής και του άγχους που μας προκάλεσε.

Και έτσι ο θυμός εξελίσσεται σε ανθρωποφαγία, επί του παρόντος συμβολική. Δεν οδηγεί σε καμία επανάσταση, σε καμία αλλαγή, διότι παράγεται από αλογία και αδυναμία.  Η σύγχρονη κοινωνία φαντάζει πλέον σαν ένα Κολοσσαίο, όπου μπορεί κάποιος είτε να συμμετέχει σε φονικό αγώνισμα είτε να χαίρεται με το αντίστοιχο θέαμα, αναπληρώνοντας τα δικά του ανεκπλήρωτα πάθη, θυμωμένος με τον ίδιο τον εαυτό του. Αυτός είναι  πραγματικά ο «μεσαίωνας» στην κακή του όψη (την καλή του όψη ούτε καν πλησιάζει η εποχή μας).

Δεν πρέπει όμως να κλείσουμε με διαπιστώσεις αλλά με προτάσεις, τουλάχιστον για όσους θέλουν να γνωρίσουν τον εαυτό τους.

Πριν νιώσουμε τον θυμό να μας κυριεύει, ας δούμε σοβαρά κι ας επαναλαμβάνουμε τις ακόλουθες αλήθειες που μπορούν να τον τιθασεύσουν:

Ότι δεν είμαστε το κέντρο του κόσμου, και ότι η ευθιξία μπορεί να είναι σημάδι εγωισμού και ανασφάλειας.

Ότι ο άλλος ούτε μας απειλεί ούτε μας προσβάλλει, εάν διαφωνεί με την άποψή μας.

Ότι κανείς δεν έχει υποχρέωση να συμφωνήσει με την άποψή μας, ακόμη και την άποψη για τον εαυτό μας.

Ότι η κριτική του άλλου δεν είναι απαραιτήτως εχθρική. Μπορεί εγώ απλώς να μη δέχομαι οποιαδήποτε κριτική.

Ότι ακόμη κι αν η κριτική που δέχομαι είναι εχθρική, δεν είναι απαραιτήτως έγκυρη ούτε αλλάζει το τί πραγματικά είμαστε.

Ότι το ζήτημα είναι να βρεθεί η αλήθεια, και όχι να επιβληθεί η άποψή μας.

Ότι εχθρός είναι περισσότερο ο άγνωστος εαυτός μας και όχι οι άλλοι.

Ότι αν δεν ακολουθήσουμε αληθινά αυτόν που είπε «Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι, καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ» (Ματθ. 11,29), θα αφανιστούμε μέσα στην ανεπίγνωστη και ακατανίκητη μιζέρια μας, όσο κι αν νομίζουμε ότι είμαστε αγωνιστές και ελεύθεροι.

 Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος
Καθηγούμενος Ιεράς Μονής Φανερωμένης Νάξου

 

ΕΓΙΝΕ ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΗ: Ο ΠΕΡΙΟΥΣΙΟΣ ΛΑΟΣ ΚΑΙ Η ΑΓΙΑ ΡΩΣΙΑ

ΕΓΙΝΕ ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΗ: Ο ΠΕΡΙΟΥΣΙΟΣ ΛΑΟΣ ΚΑΙ Η ΑΓΙΑ ΡΩΣΙΑ

Εάν έχουμε μια αμυδρή γνώση για τον Θεό είναι διότι ο Ίδιος αποκαλύπτεται στην ιστορία και συνάπτει διαθήκη με τους ανθρώπους. Αρχικά, “δημιουργεί” ένα έθνος, και το καλεί – από αγάπη και μόνο – να συνάψει διαθήκη μαζί του. Αυτός είναι ο Ισραήλ. Η συμφωνία αυτή αποτελεί προσωρινό στάδιο. Κι ενώ ο Ισραήλ παραμένει δεμένος στις εγκόσμιες δομές και στον φυλετικό ορίζοντα, ο Θεός στην Παλαιά Διαθήκη δίνει υπόσχεση για τη σωτηρία όλου του κόσμου.

Και η επαγγελία εκπληρώνεται. Με τον σταυρό του Χριστού μια νέα διαθήκη συνάπτεται, η Καινή Διαθήκη. Καλεσμένοι είναι όλα τα “έθνη”. Περιούσιος λαός γίνεται τώρα το Σώμα του Χριστού, η Εκκλησία (Προς Τίτον, 2,14), όπου αίρεται κάθε διάκριση σε Έλληνα, Ιουδαίο ή βάρβαρο, δούλο και ελεύθερο, άνδρα και γυναίκα, αφού τα πάντα και στα πάντα είναι ο Χριστός (Κολ. 3,11-12. Γαλ. 3,28-29). Ο νέος λαός δεν προσδιορίζεται από φυλετικά ή πολιτισμικά χαρακτηριστικά, αλλά από μια απείρως βαθύτερη και ακατάλυτη πνευματική σχέση. Ύψιστο κριτήριο συγγένειας είναι ο ίδιος ο Χριστός, ομοαίματος αδελφός μας.

Βεβαίως, η νέα αυτή ταυτότητα δεν καταργεί τις εθνικές ταυτότητες, την αγάπη για την πατρίδα και την πολιτιστική ετερότητα. Όμως ο νέος τύπος συγγένειας υπερβαίνει όλα τα εγκόσμια, καλεί τα διαφορετικά σε ενότητα και κοινωνία με τον Ένα. Στην Αποκάλυψη του Ιωάννου το πρόσωπο της Εκκλησίας περιλαμβάνει κάθε φυλή και γλώσσα, κάθε λαό και έθνος.

Τί συμβαίνει όμως όταν η έννοια του περιούσιου λαού επιστρατεύεται για να υπηρετήσει εθνικά και εθνοτικά οράματα, εγωισμούς και φαντασιώσεις;

Από την ιστορική οπτική αρκετές φορές οι νεότεροι Έλληνες διάβασαν ελληνοκεντρικά την έννοια του περιούσιου λαού. Ωστόσο το διάβασμα αυτό δεν αλλοίωσε την αίσθηση της παγκοσμιότητας του Ευαγγελίου, ίσως γιατί το ίδιο το ελληνικό πνεύμα ήταν πάντα οικουμενικό. Η συμβολή της ελληνικής γλώσσας και παιδείας στη διάδοση, έκφραση και οριοθέτηση της χριστιανικής πίστης είναι αδιαμφισβήτητη—τόσο, ώστε ο Ρώσος π. Γεώργιος Φλορόφσκι να αποκαλεί τον Ελληνισμό θεμελιώδη κατηγορία της Χριστιανικής υπάρξεως.

Έχουμε όμως στην ιστορία και στο παρόν μια άλλη, επικίνδυνη ανάγνωση και αλλοίωση της έννοιας του περιούσιου λαού.

Αυτή συμπεριλαμβάνεται στο μεγαλειώδες αφήγημα του “Ρωσικού Κόσμου”, το οποίο η Ρωσία υφαίνει εδώ και αιώνες. Σύμφωνα με αυτό, η Ρωσία, η Ουκρανία και η Λευκορωσία, όπως και οι απανταχού της γης ρωσικές κοινότητες, συγκροτούν την αποκαλουμένη Αγία Ρωσία, μια ξεχωριστή ενότητα “αδελφών” λαών, με κοινή εθνολογική ρίζα και πολιτισμό, ενώ η Μόσχα, με τον κοσμικό και τον θρησκευτικό της ηγέτη, είναι ο “μεγάλος αδελφός” και ποδηγέτης όλων. Ο ρωσικός λαός υπερτερεί των άλλων στα χαρίσματα, στην κουλτούρα, αλλά και στην ορθή πίστη. Είναι εκλεκτός και έχει ειδικό προορισμό.

Κυκλοφορήθηκε μάλιστα πριν λίγα χρόνια πολυτελές τετράφυλλο, υπογεγραμμένο από Αγιορείτη κελλιώτη μοναχό (διάσημο στο διαδίκτυο), που παρουσιάζει με περισσή αμετροέπεια τον ρωσικό λαό ως “νέο περιούσιο λαό” του Θεού, τον μόνο και ανυπερθέτως ασύγκριτο! Και φυσικά βρίσκεις στον ρωσικό λαό θαυμάσιους και αγίους ανθρώπους. Πέρα όμως από την αφέλεια της γενίκευσης, από μόνη της η ταύτιση του περιούσιου λαού με μια εθνική οντότητα μας φέρνει πίσω στην Παλαιά Διαθήκη, και μάλιστα στην Ιουδαϊκή εγκοσμιοκρατική αντίληψη του περιούσιου λαού, η οποία μέχρι σήμερα αποτελεί πίστη των Σιωνιστών. Οι εθνοφυλετικές αυτές θεωρίες καταδικάσθηκαν ήδη από τη Σύνοδο της ΚωνΠόλεως το 1872.

Προκειμένου, όμως, να θεμελιωθεί η υπεροχή του Ρωσικού Κόσμου, αναθεωρείται αδιάκοπα και επίμονα η ιστορία. Τελευταία μάλιστα η ευρασιατική ρωσική ηγεμονία ταυτίσθηκε με τη βυζαντινή αυτοκρατορία. Εντύπωση προκαλεί ότι στο πολύκροτο ρωσικό ντοκιμαντέρ Η κατάρρευση της αυτοκρατορίας και το βυζαντινό μάθημα προβάλλεται η Ρωσία ως η συνέχεια του Βυζαντίου. Αυτή είναι προορισμένη να κυριαρχήσει. Το πνεύμα της όμως δεν φαίνεται να είναι ούτε οικουμενικό ούτε ταπεινό ούτε ανεκτικό. Δεν αναγνωρίζει ετερότητα, γι αυτό και από τον 17ο αιώνα επιχειρεί να ξεριζώσει την ουκρανική γλώσσα και κουλτούρα.

Έτσι ο περιούσιος λαός καταλήγει σε ιδεολόγημα δεμένο στις ράγες μιας πολιτικής ιδεολογίας που με τη σειρά της έχει εμποτίσει βαθιά την εκκλησιαστική ηγεσία. Η πίστη γίνεται ένα μέρος της εθνικής και πολιτικής ταυτότητας. Το κράτος θεοποιείται και η εκκλησία δεν υψώνει ανάστημα ούτε σε άδικες πράξεις του κράτους, όπως αντιθέτως γινόταν στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Η κυβέρνηση ταυτίζεται με την πατρίδα (πράγμα αδιανότητο για τους Έλληνες), ενώ μέρος της πατρίδας είναι η Ορθόδοξη πίστη και η θεσμική της εκπροσώπηση.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, είναι επόμενο η πνευματική ηγεσία να συμπλέει με την κρατική βούληση, ακόμη και αν η τελευταία απειλεί έναν Ορθόδοξο λαό, ακόμη κι αν συμπεριφέρεται παρανοϊκά εις βάρος και του δικού της λαού. Αν η κρατική βούληση περιλαμβάνει εισβολή, ισοπέδωση πόλεων, ανηλεείς αποκλεισμούς, βομβαρδισμούς νοσοκομείων και μακελειό αμάχων (δηλαδή πράξεις τερατώδεις για την εκκλησιαστική συνείδηση), μπορεί η εκκλησιαστική αρχή να καταφύγει σε γενικές δεήσεις για την ειρήνη, παράλληλα όμως θα τιμήσει και θα ενθαρρύνει τον επικεφαλής της Κρατικής Εθνοφρουράς. H φρίκη του πολέμου τίθεται σε δεύτερη μοίρα (αν δεν εξωραΐζεται) μπροστά στη σαγήνη του ηθικού και πολιτιστικού μεγαλείου και των γεωπολιτικών σχεδίων.

Η πολιτική αυτή ιδεολογία συνοδεύεται από τη θεωρία της “τρίτης Ρώμης”, την οποία με αξιοθαύμαστη επιμονή προσπαθεί να επιβάλει το πατριαρχείο Μόσχας. Μάλιστα, η εκκλησιαστική ηγεσία μιμείται την πολιτική εξουσία τόσο στον ολοκληρωτικό χαρακτήρα (στη σχέση της με το ποίμνιό της) όσο και στις επεκτατικές τακτικές της (στη σχέση της με τις άλλες εκκλησίες), όπως φάνηκε στις επιχειρήσεις εκρωσισμού του Αγίου Όρους και στην  πρόσφατη εισπήδησή της στο αρχαίο και πτωχό πατριαρχείο Αλεξανδρείας. Και εδώ οι ρόλοι Εκκλησίας και Πολιτείας κάθε άλλο παρά διακριτοί είναι.

Ο αληθινά πιστός γνωρίζει ότι “Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ” (Γαλ. 3,28). Ας μην επαναπαύεται κανείς σε μια εγκόσμια ταυτότητα, ρωσική ή ελληνική ή οτιδήποτε άλλο. Ζούμε όλοι σε κοινωνίες εκκοσμικευμένες, όπου η διαφθορά διαπρέπει, και η θέληση για δύναμη υπαγορεύει τις ανθρώπινες συμπεριφορές σ’ Ανατολή και Δύση. Όμως, ο Χριστός δεν έπαψε να εμφανίζει τον εαυτό Του στον κόσμο (Ιω. 14,21). Περιούσιος λαός Του είναι όσοι έχουν καρδιά που αγωνίζεται να μετανοεί, να πιστεύει, να αγαπά αληθινά και να αντιστέκεται στο ψέμα, να γίνεται σαν τον σπόρο που πεθαίνει στη γη για να δώσει καρπούς. Εάν, όμως, σιωπούμε νωθρά και κρατάμε βολικές αποστάσεις από εγκλήματα, και μάλιστα εγκλήματα κατά ομοδόξων αδελφών, τότε “το όνομα του Θεού εξ αιτίας μας βλασφημείται στα έθνη” (Ρωμ. 2,24), κι αυτό δεν είναι γνώρισμα των Ορθοδόξων. Εκτός … αν έχει γίνει κι εδώ παρεξήγηση!

Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος
Καθηγούμενος Ιεράς Μονής Φανερωμένης Νάξου

Ο ΔΙΑΦΩΤΙΣΤΗΣ, Ο ΑΓΙΟΣ, ΚΑΙ Η ΑΠΟΒΛΑΚΩΣΗ

Ο ΔΙΑΦΩΤΙΣΤΗΣ, Ο ΑΓΙΟΣ, ΚΑΙ Η ΑΠΟΒΛΑΚΩΣΗ

Ο ΔΙΑΦΩΤΙΣΤΗΣ, Ο ΑΓΙΟΣ, ΚΑΙ Η ΑΠΟΒΛΑΚΩΣΗ

Με αφορμή απαξιωτικά σχόλια και παρατηρήσεις συγγραφέα για τη μεταφορά στην οθόνη μέρους του βίου του συγχρόνου μας αγίου Παϊσίου γράφθηκαν οι παρακάτω σκέψεις, οι οποίες περιλαμβάνουν αδρή περιγραφή του ψυχολογικού τύπου που ο συγγραφέας αυτός αντιπροσωπεύει στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία αλλά και μια αναφορά στα επιχειρήματά του.

Αυτός που δεν έχει μάθει να σωπαίνει ποτέ, δεν είναι ο γενναίος, είναι μάλλον ο αγενής και θρασύς, ο bully που πιστεύει ότι υψώνοντας κορώνες θα επιβληθεί. Ο παλληκαράς αυτός φωνασκεί όχι από θάρρος αλλά από ανασφάλεια. Όσο λιγότερα ξέρει τόσο περισσότερο γλωσσαλγεί. Όταν μάλιστα έχει χτίσει το σοφιστικέ προφίλ του άνετου και ψαγμένου, κι όταν στερείται σοβαρών επιχειρημάτων, τότε επιστρατεύει την ειρωνεία. Όχι τη Σωκρατική ειρωνεία που στοχεύει στην εύρεση της αλήθειας, αλλά αυτήν που κάνει προσωπική επίθεση, ισοπεδώνοντας με βαρύτατους και υβριστικούς χαρακτηρισμούς τον θεωρούμενο ως αντίπαλο, ώστε να τον φιμώσει. Η σαρκαστική αυτή διάθεση, κατ’ επίφασιν ήρεμη, συνεχής και προκλητική, ούτε επιτρέπει τον διάλογο, ούτε οικοδομεί σχέσεις, ούτε προάγει την αλήθεια, απλώς αγωνίζεται να κερδίσει τις εντυπώσεις.

Τί γίνεται όταν ο άνθρωπος που περιγράψαμε ανήκει στην κατηγορία των σημερινών διαφωτιστών; Συνδυάζει τον γαλλικό αντικληρικαλισμό του 18ου αιώνα με την προσωπική του αθεϊστική φιλοσοφική θέση, την ιδεοληψία περί σκοταδισμού και τον επιλεκτικό σεβασμό στη διαφορετικότητα. Ειδικότερα,

α. Υιοθετεί τη ρητορική του μίσους και αναλαμβάνει τον ρόλο ιεροεξεταστή, καταδικάζοντας οτιδήποτε υπερβατικό ή οτιδήποτε δεν χωρά στο δικό του ιδεολογικό πλαίσιο, μιμούμενος τους παλαιούς ιεροεξεταστές της αναγεννησιακής Ευρώπης, των οποίων υποτίθεται ότι είναι ο ίδιος πολέμιος.

β. Οτιδήποτε σχετίζεται με τη θρησκευτική συνείδηση και την Εκκλησία το ειρωνεύεται ως εξ ορισμού σκοταδιστικό. Εικάζουμε ότι με τη λέξη «σκοταδιστικό» εννοεί αυτό που δεν έχει φως, αξίες, αρετές, ποιότητα, ανθρωπισμό και αλήθεια. Αγνοεί ή παραγράφει τη μαρτυρία της ιστορίας, η οποία πέρα από το θεϊκό και ανθρωπιστικό μήνυμα του Ευαγγελίου μιλά τουλάχιστον για δυο «βυζαντινούς ουμανισμούς» και αναδεικνύει μορφές ανδρών και γυναικών με γνώση, σοφία και αγιότητα, των οποίων το ύψος και το βάθος και το έργο ούτε μπορεί να συλλάβει ο νους του.

γ. Κάθε άλλο παρά ανεκτικός, ανέχεται μόνο όσους χωρούν στον στενό του ορίζοντα, ενώ χλευάζει και υβρίζει αυτό που αγνοεί.

δ. Αποκαλεί αδιακρίτως «μεσαίωνα» οτιδήποτε πλησιάζει τις θέσεις και τη ζωή της Εκκλησίας, παραβλέποντας, μεταξύ άλλων, ότι οι μεγάλοι σοσιαλιστές κεντροευρωπαίοι φιλόσοφοι του 20ου αιώνα αναζήτησαν στον Μεσαίωνα πρότυπα κοινωνικής και πνευματικής ζωής ενάντια στη φιλοσοφία της «προόδου» και τα ορθολογικά στρατόπεδα εξόντωσης.

ε. Χαρακτηρίζει αποβλάκωση τη δημόσια προβολή Αγίων της χριστιανικής παράδοσης, λησμονώντας ότι το αποβλακωμένο τοπίο είναι μάλλον καρπός του τηλεοπτικού σκουπιδαριού που βρέχει ολημερίς, και μέρους της νέας τεχνολογίας που επιβάλλει μια εικονική πραγματικότητα, όχι μόνο αποβλακωτική αλλά και άκρως επικίνδυνη.

Ο συγκεκριμένος μάλιστα συγγραφέας είναι απαρχαιωμένος και σε τούτο: αγνοεί μια θεμελιώδη αρχή της φαινομενολογίας. Σύμφωνα με αυτήν, ο ιστορικός ή κριτικός επιστρέφει στα πράγματα καθεαυτά, σε αυτό που αποτέλεσε εμπειρική πραγματικότητα, και για το οποίο υπάρχουν μαρτυρίες, χωρίς να αφήνει τις δικές του φιλοσοφικές προϋποθέσεις να το ερμηνεύσουν ή απορρίψουν. Το να πω λοιπόν ότι τα θαύματα δεν είναι ιστορικά γεγονότα επειδή απλά δεν πιστεύω στα θαύματα, αποτελεί λογικό σφάλμα και ιδεοληψία. Έργο και έγνοια όλων των σοβαρών ιστορικών είναι να αντλήσουν και να κατανοήσουν τα γεγονότα της υπερβατικής εμπειρίας, όπως μαρτυρούνται στις πηγές, και όχι να τα επιβεβαιώσουν ή να τα βάλουν σε προκρούστεια ιδεολογική κλίνη.

Ούτε το θαύμα ούτε ο βίος ενός Αγίου είναι «θρησκευτικό παραμύθι». Τα βιβλία της Καινής Διαθήκης είναι ιστορικά βιβλία, ακόμη κι αν εισάγουν ιδιαίτερο λογοτεχνικό είδος, το ίδιο και οι βίοι των Αγίων. Το ότι σε μερικούς από τους τελευταίους εισχώρησαν ανά τους αιώνες κάποια μυθικά στοιχεία είναι άλλη υπόθεση που αφορά την επιστήμη της κριτικής αποκατάστασης των κειμένων. Το να ταυτίζεις, όμως, το άχρονο παραμύθι-αλληγορία με τον βίο ενός ιστορικού προσώπου δείχνει απλώς βαθειά σύγχυση. Πολύ περισσότερο όταν το πρόσωπο αυτό ανήκει στην εποχή μας, και τον γνωρίσαμε πολλοί και από όλον τον κόσμο. Επιπλέον – και τούτο επίσης αγνοεί ο φωταδιστής – δεν είναι τα θαύματα το βασικό κριτήριο με το οποίο αναγνωρίζουμε έναν άγιο, δηλαδή έναν άνθρωπο που ζει μέσα στη χάρη και ενέργεια του Θεού.

Μπορεί κανείς να εντρυφά, αν θέλει, στα νάματα ενός παρωχημένου διαφωτισμού, χωρίς ωστόσο να προβάλλει ασέβεια, η οποία μάλιστα εθεωρείτο έγκλημα στην αρχαία Δημοκρατία. Η σεμνότητα είναι οντολογικό και όχι απλώς ηθικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου που ζητά την αλήθεια, και τούτο σε καμιά εποχή δεν άλλαξε. Και ο σεμνός άνθρωπος γνωρίζει τί γνωρίζει, όπως γνωρίζει και τί αγνοεί, γι’ αυτό έχει μάθει και να μιλά και να σωπαίνει. Όταν μάλιστα βρεθεί μπροστά στην αγιότητα, όσο διαφωτιστής και να’ ναι, οπωσδήποτε θα θελήσει να αντλήσει κάτι από το φως της. Ώστε να έχει πραγματικό νόημα και περιεχόμενο ο ίδιος ο διαφωτισμός.

Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος
Καθηγούμενος Ιεράς Μονής Φανερωμένης Νάξου