Η ΣΑΓΗΝΗ ΤΗΣ ΒΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΠΤΩΜΑ

Η ΣΑΓΗΝΗ ΤΗΣ ΒΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΠΤΩΜΑ

Στην επιγονική εποχή μας επικρατούν αλόγιστα στερεότυπα. Μεταξύ αυτών το δόγμα της πολιτιστικής εξέλιξης της ανθρωπότητας με τη ρητορική της προόδου και της οπισθοδρόμησης που είναι τόσο παλιό και ξεπερασμένο όσο ο Διαφωτισμός. Δεν θα συμφωνούσαν βεβαίως με το δόγμα αυτό ούτε ο Όργουελ ούτε ο Χάξλευ, που προφήτεψαν δυο διαφορετικές απολήξεις της «προόδου», εξίσου δυστοπικές. Ωστόσο, το σταθερό και ακαταμάχητο επιχείρημα σε ερωτήματα και αμφισβητήσεις που ακούγεται σήμερα από λεγόμενες προοδευτικές πλευρές είναι το εξής: Βρισκόμαστε στο 2025! Μπορούμε να μιλάμε για πράγματα που ανήκουν στο παρελθόν; Μπορούμε, παραδείγματος χάριν, να μιλάμε για συμβολή των Τριών Ιεραρχών στην παιδεία; Ή μήπως να αρνηθούμε την έκθεση έργων τέχνης επειδή θεωρούνται βλάσφημα; Θα οπισθοχωρήσουμε στον μεσαίωνα;

Άραγε γνωρίζει αυτή η μερίδα ελλογίμων και μη ότι η σκοτεινή εικόνα που έχουν για τον μεσαιωνικό κόσμο δεν είναι καθόλου ενημερωμένη; Ή μήπως αγνοούν ότι το δόγμα της προόδου που έχει εμποτίσει εξίσου τον αυταρχισμό και τον φιλελευθερισμό έχει απομαγευθεί ήδη από την εποχή του ρομαντισμού αλλά και από τους μεγάλους φιλοσόφους του 20ού αιώνα;

Γιατί αυτή η μαγική επίκληση στην αυθεντία του έτους 2025, όπως άλλοτε η επίκληση στον 20ό αιώνα που καυχάται για τους καταστροφικότερους πολέμους; Ποιούς και τί σεβόμαστε το 2025; Τη διαφορετικότητα; Τούτο ισχύει αποκλειστικά για επιλεγμένες μειονότητες. Την αξία της ανθρώπινης ζωής; Τούτο δεν ισχύει ούτε για επιλεγμένες μειονότητες. Βρισκόμαστε-ξανά-μπροστά στο πυρηνικό ολοκαύτωμα, λαοί αλληλοσφαγιάζονται σε πολέμους χωρίς κανόνες, παιδιά πνίγονται και καίγονται χωρίς ευθύνη κανενός, οικογένειες πετιούνται στον δρόμο από τους επισήμους ευεργέτες-τοκογλύφους, πτώματα άθαφτα, σφαγές ανάλγητες ζώων, σκουπίδια, και ολοκληρωτισμός που απλώνεται ευεργετικά σαν ασπίδα προστασίας μαζί με τους βωμούς του κέρδους. Αυτά είναι τα καυχήματα της μετανεωτερικής εποχής μας. Όχι οπισθοδρομήσεις, αλλά φαινόμενα καινούργια, στα οποία δεν έχει καμιά συμβολή μήτε η εκκλησία μήτε ο μεσαίωνας.

Το 2025, λοιπόν, έχουμε κουραστεί από τη μετανεωτερική παράνοια. Έχουμε κουραστεί από την προσποίηση της συμπερίληψης, η οποία στην πράξη καλλιεργεί το μίσος χωρίζοντας την κοινωνία σε αντιμαχόμενες ομάδες. Άλλωστε, για ποιά συμπερίληψη, ισότητα, αδελφοσύνη και σεβασμό μιλάμε, όταν το ανθρώπινο υποκείμενο που πλάθει στανικώς η προοδευτική κοινωνία μας στο πρόσωπο του 18άχρονου είναι αμείλικτα ανταγωνιστικό, με αίσθηση μοναδικότητας και φιλοδοξία άκρατη, ξένο προς οποιαδήποτε υπερβατική σύλληψη πέρα από το εγώ του, υλιστικό όσο και δεισιδαίμον, με επιλεκτική ευφυία, έτοιμο να δημιουργήσει την κοινωνία του αύριο και πανέτοιμο να την αφανίσει;

Μας κούρασε εξίσου το προβληματικό τσιτάτο ότι η θρησκεία διχάζει τον κόσμο, δόγμα που θέλει να αγνοεί ότι και η τέχνη και τα πάντα διχάζουν, εάν το μυαλό των ανθρώπων είναι διχαστικό και πρωτίστως διχασμένο.

Τέλος, μας κούρασε το σκοτάδι του υπογείου που προβάλλεται ως τέχνη για να σκοτεινιάσει τα πάντα. H παραζάλη ούτε μέθη ούτε μέθεξη είναι. Υπήρχαν σε κάθε εποχή καλλιτέχνες και λογοτέχνες που ασχολήθηκαν με το αλλόκοτο και τη σαγήνη του, που αμφισβήτησαν τις παραδοχές μας χωρίς να δίνουν λύσεις ή κάθαρση. Όμως, είχαν τον τρόπο να αξιοποιούν το σκοτάδι, ίσως γιατί είχαν πηγές νοήματος και γνώριζαν ότι η αληθινή τέχνη απαιτεί δρόμους υπέρβασης και μετοχής. Το γκροτέσκο τους μας αναστατώνει γόνιμα. Κανένας από αυτούς, όμως, δεν οικειοποιείται ιερά πρόσωπα. Στην ψευδώνυμη τέχνη δεν υπάρχει ούτε υπέρβαση ούτε μετοχή σε κάτι έξω από τη συνειδητή και ασυνείδητη νοσηρότητα του κατασκευαστή. Και όπως θα έλεγε ο Παπανούτσος, τα έργα της είναι ντοκουμέντα για την έρευνα του ψυχαναλυτή, όχι όμως τέχνη.

Τί κοινοποιεί η γριά με το τσιγάρο στη θεση της Παναγίας με μια νεκροκεφαλή στην αγκαλιά της, χαρακτηρισμένο ως εικόνισμα; Ή ο σιχαμερός alien που παίρνει τη θέση και το όνομα του Αγίου Γεωργίου; Τη σαγήνη του αλλόκοτου που εκφράζουν οι πίνακες των πρώτων εξπρεσσιονιστών; Δεν νομίζω. Δεν είναι πνευματικός άθλος, δεν είναι αποτέλεσμα «βίας» του καλλιτέχνη πάνω στο υλικό του. Είναι εκδήλωση της βίας πάνω στο ιερό και στη φύση. Το κατασκεύασμα καθεαυτό είναι ο πρώτος βανδαλισμός πριν από τη βίαιη καθαίρεσή του. Είναι το σύμπτωμα κάποιου αυτοάνοσου που αναπαύεται στη μιζέρια του και επιζητά να τη μεταδώσει. Και, παιδαγωγικά μιλώντας, κοινοποιεί, παρά τις καλύτερες προθέσεις του κατασκευαστή, το εξής: O κόσμος, και εγώ, και κάθε τι που θεωρούσα εικόνισμα είμαστε ένα ξοφλημένο ψέμα με δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις. Δεν είναι τούτο μια ερμηνεία, αλλά αυτό που ενσταλάζεται ασυνείδητα στην ψυχή του νεαρού θεατή που διαμορφώνει και χτίζει εαυτόν.

Ωστόσο, όπως είπε η Τρέισι Έμιν, «τα έργα μου είναι τέχνη γιατί το λέω εγώ ότι είναι». Πάνω στην αποδόμηση των πάντων και στην αποθέωση του «έτσι μ’ αρέσει» χτίζεται σήμερα η δυστοπία. Αυτό φυσικά ικανοποιεί κάθε ψυχικά ασθενή που επιζητά εκτόνωση, υπηρετούμενος από την τέχνη, όσο κι αν φωνάζουν οι θεωρητικοί της ότι υπάρχουν κανόνες, όπως και ο ίδιος ο άνθρωπος δεν μπορεί να ολοκληρωθεί έξω από πλαίσιο. Υπάρχει καλύτερη πλατφόρμα για την καλλιέργεια της βίας από το «έτσι είναι, γιατί έτσι μ’ αρέσει;» Δεν είναι οι δήθεν ανοιχτές κοινωνίες της Ευρώπης που έθρεψαν με την προοδευτική παιδεία τους, με τις συμπεριλήψεις και την ενεργό πολιτειότητα, στρατιές νεοναζί αμόρφωτων και βίαιων; Από ποιά εκπαίδευση αποφοίτησαν τα παιδιά αυτά και οι γονείς τους; Από αυτήν που επιμένει να αγνοεί ότι ο εύθραυστος και χωρίς όρια άνθρωπος, που γνωρίζει μόνο τη χαοτική επιθυμία του, σαγηνεύεται όχι από το αλλόκοτο αλλά από το βίαιο.

Το 2025, λοιπόν, δεν μας έχει κουράσει το βλάσφημο ή το άσχημο αλλά η έκθεση της ασχήμιας που ενεδρεύει να μας καταβροχθίσει. Ασχήμια ως εικόνα εικονοκλαστική, που δεν εχει να πει τίποτα πέρα από τη βία. Και που δεν μπορεί να δει ούτε μέσα ούτε έξω κάτι να λάμπει πέρα από τη σήψη, σαν τη λάμψη που ειδε στο «Άγραφον» του Σικελιανού ο Χριστός στα δόντια του σαπισμένου σκύλου και θαύμασε ως «αντιφεγγιά του αιώνιου», «σκληρή του Δίκαιου αστραπή κι ελπίδα».

Ωστόσο, ένα ερώτημα παραμένει αναπάντητο: Ποιός είναι ο μεγάλος φόβος των σημερινών ελλογίμων της προόδου και προοδευτικών εντέχνων; Η ανελευθερία στην τέχνη; Μα εδώ ο καθείς είναι ελεύθερος να εκθέσει όχι μόνο τέχνη αλλά και τη διαστροφή του στο πεζοδρόμιο με υπερεθνική περηφάνεια. Αλλά ποιός είναι ο φόβος; Μια οπισθοδρόμηση στον μεσαίωνα; Μα ο σημερινός σκοταδισμός έχει μορφές που δεν φαντάστηκε ο μεσαίωνας. Μήπως ο συντηρητισμός του κλήρου; Μα ποιός τους ακούει το 2025; Μήπως η αποθάρρυνση του επίδοξου καλλιτέχνη να ξεφτιλίζει ό,τι έχει σχέση με την εκκλησιαστική παράδοση; Μα και αυτό συστηματικά γίνεται. Μήπως τελικά ο έσχατος φόβος είναι ο Θεός, τον οποίον κι αν σκοτώσαμε, κάτι μας λέει ότι δεν πέθανε;

Αρχιμ. Χρυσόστομος
Καθηγούμενος Ιεράς Μονής Φανερωμένης Νάξου

Η ΟΔΟΣ ΚΑΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ

Η ΟΔΟΣ ΚΑΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ

Περιπέτεια μπορείς να πεις την αφήγηση της γέννησης και των πρώτων χρόνων του Ιησού παρά γλαφυρή διήγηση. Μια απίστευτη αναστάτωση ακολουθεί την παρουσία του Θεού στη γη, όπου το όριο του ανθρώπινου και του δαιμονικού είναι δυσδιάκριτο. Το μυστήριο – μωρία και σκάνδαλο –  είναι ότι ο Θεός υπομένει όλα αυτά ήδη από την …κούνια του, από τη νύχτα εκείνη που η μητέρα δεν βρίσκει τόπο να γεννήσει. Η επί γης ζωή Του γίνεται δρόμος, εξορία, μετακινήσεις, πάθος. Ακόμη κι αν οι αλεπούδες έχουν φωλιά, εκείνος δεν έχει που να γείρει το κεφάλι. Εκείνος αλλά και όσοι τον ακολουθούν. Η ζωή είναι δρόμος, δεν έχουμε εδώ μόνιμη πατρίδα, θα επαναλάβει ο απόστολος Παύλος.

Και επειδή η ζωή είναι κίνηση και δρόμος, τόσο τα ευχάριστα όσο και τα λυπηρά της παρέρχονται. Οι οδοιπόροι περνούν μέσα από δύσβατα φαράγγια και θλίβονται, ή μέσα από ειδυλλιακά λιβάδια, και χαίρονται, αλλά ούτε θλίβονται ούτε χαίρονται πολύ, διότι βιάζονται να φθάσουν στην πατρίδα τους. Γι’ αυτό, συμβουλεύει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ούτε να θαμπώνεσαι από τα ευχάριστα της ζωής αυτής, ούτε να καταποντίζεσαι από τα θλιβερά, γιατί όλα είναι παροδικά στην οδό. Όσο κι αν είναι στενή, είναι πάντως οδός. Ο ίδιος Άγιος βίωσε μέχρι τα σπλάγχνα του την οδό της εξορίας, μια εδώ μια εκεί, εκατοντάδες χιλιόμετρα σκληρής πεζοπορίας και κακοποίησης στην καταιγίδα και στον καύσωνα, αλλά γι’ αυτόν και ο πατριαρχικός θρόνος ήταν οδός, όχι πατρίδα.

Υπάρχει, όμως, κίνδυνος να ταυτίσουμε την οδό με την πατρίδα. Γιατί τείνουμε να βιώνουμε το παρόν και άμεσα ψηλαφητό ως τη μοναδική πραγματικότητα. Εάν ολόκληρη η ζωή μου είναι η περιουσία μου ή η οικογένειά μου, η καριέρα, οι μικρές χαρές και επιτυχίες, οι επιθυμίες και τα όνειρά μου, οποιοδήποτε κατόρθωμα ή νίκη, τότε  έχω ταυτίσει ένα σημείο της οδού με την πατρίδα. Αν έσχατος προορισμός είναι η εξουσία (ατομική ή συλλογική), αν καθημερινή έγνοια είναι η εγκόσμια δύναμη και οι ηγεμονίες, τότε έχω αφρόνως ταυτίσει τον δρόμο με την πατρίδα, και έχω καθηλωθεί και εγκλωβισθεί σε κάποιο χιλιόμετρο της εθνικής ή επαρχιακής οδού, ασυγχώρητα μύωψ. Ακόμα χειρότερα, όταν το παρόν και άμεσα αισθητό δεν ανήκει καν στην περιοχή της φυσικής πραγματικότητας αλλά είναι φανταστικός παράδεισος ή απορρόφηση στην εικονική πραγματικότητα.

Ας θυμηθούμε ένα περίεργο περιστατικό στη ζωή του Χριστού, όπου ο Ίδιος αρνείται να ανταποκριθεί σε δύο αδελφούς που του ζητούν να γίνει διαιτητής στο μοίρασμα της πατρικής τους κληρονομιάς. Αντί αυτού, διηγείται την παραβολή του άφρονος πλουσίου, ο οποίος, καθηλωμένος στον χώρο και στον χρόνο, νομίζει ότι πάντοτε θα έχει και θα συσσωρεύει, θα τρώει και θα πίνει, διότι θεωρεί το ηδονικό του νυν ως αθανασία, γεμίζοντας αφιονισμένος ένα τρύπιο πιθάρι. Μέχρι που κάποια νύχτα την ψυχή του την παίρνει ο διάολος και τις αποθήκες του οι νυχτερίδες ή αλληλοσπαρασσόμενοι κληρονόμοι. Στην οδό που ανοίγεται μπροστά μας αυτό που έχεις είναι μόνο αυτό που δίνεις.

Ο Χριστός δεν εγκαθιδρύεται πουθενά, γίνεται ξένος, πένης και ‘αλήτης’, θα γράψει ο Ιωάννης Χρυσόστομος, για να μας πει ότι κανένα ‘καθίδρυμα’ του παρόντος δεν είναι αιώνιο, ότι η βασιλεία Του ούτε εκ του κόσμου τούτου είναι, ούτε στον κοσμο τούτον επιβάλλεται με όπλα του κόσμου, όσο κι αν μια σημερινή μιλιταίρ εκδοχή της ΟρΘοδοξίας αναπαύεται σε εγκόσμιες θεοκρατίες, και ευλογεί μαζικούς φόνους στο όνομα του «καλού».

Αυτή, όμως, η αίσθηση της οδού που βλέπει προς την μόνη αληθινή πατρίδα και αποθαρρύνει την καθήλωση σε κάποιο γεωγραφικό ή χρονικό σημείο, δεν είναι άρνηση του παρόντος. Αντιθέτως, είναι φως για να βλέπουμε το παρόν στις πραγματικές του διαστάσεις και να το αξιοποιούμε. Και αρχικά φως για να εντοπίζουμε τη δική μας ακρισία. ‘Μη δένεις άδικα τα παπούτσια σου σαν να φυτεύεις πλατάνια’, λέει ένας ποιητής μας. Μην έχεις την αλαζονεία ότι αυτό που ξεκινάς να κάνεις θα είναι αιωνόβιο. Επομένως, ούτε ενθουσιασμός, ούτε απόγνωση, ούτε άγχος υπέρμετρο για το εφήμερο. Τί χρειάζεται πραγματικά κάποιος εν οδώ; Τροφή και σκεπάσματα και αληθινή αγάπη.

Όμως, στις ψευδαισθήσεις των τεχνικών φώτων, στις φιέστες που μας καθησυχάζουν, και στα έπεα πτερόεντα που δεν έχουν καμιά σχέση με τον Θεάνθρωπο, δεν θα αναμετρηθούμε ποτέ με τα τραύματά μας. Κι αντί πλούτος, πόνος θα συσσωρεύεται και οσμή ολέθρου, καλή ώρα!

Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος,
Καθηγούμενος Ιεράς Μονής Φανερωμένης Νάξου.

ΡΕΜΒΑΣΜΟΙ ΣΤΟΥΣ ΡΕΜΒΑΣΜΟΥΣ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

ΡΕΜΒΑΣΜΟΙ ΣΤΟΥΣ ΡΕΜΒΑΣΜΟΥΣ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

Δεν υπάρχει μόνο η ρέμβη ως άσκοπη περιπλάνηση της νωθρής καρδίας, αλλά και η ρέμβη ως νηφάλια περιδιάβαση στα μυστήρια του κόσμου και στα περιβόλια του εαυτού. Με αυτή την τελευταία έννοια και οι μέρες αυτές είναι μέρες των μεγάλων ρεμβασμών. Για όσους ακόμη μπορούν να αφεθούν γόνιμα στον αληθινό κόσμο του ονείρου, όπου οδηγοί οι μεγάλοι μας ποιητές. Ο Παπατσώνης μιλά με τη Μητέρα του Θεού, δημιουργώντας εικόνες για να αποδώσει το μυστήριό της. Και ο ήρωας του Παπαδιαμάντη, βουτηγμένος στο πένθος και στα δάνεια των τοκογλύφων, αναπολεί το παρελθόν και συνάζει τους καημούς του για να τους εναποθέσει στην αγκαλιά της Παναγίας.

Μπορούμε κι εμείς να ανταποκριθούμε στο κάλεσμα του Αυγούστου, να χαρούμε στα ελάχιστα με τη νηστεία του, να σταθούμε με λογισμό και μ’ όνειρο, σε τόπους έρημους, σε απόκρημνες ακτές, άλαλοι και εύλαλοι στο θάμβος του διπλού μυστηρίου, εκείνου της Μεταμορφώσεως, και εκείνου της Μητέρας της Ζωής που μεθίσταται από τον κόσμο αυτόν. Και άλλοτε να ρεμβάσουμε στο άπειρο, άλλοτε να κατεβούμε στην προσωπική μας ιστορία, σε όσα γνωρίζουμε και όσα δεν γνωρίζουμε, να αναμετρηθούμε με τα κρυμμένα τραύματά μας, να συμφιλιωθούμε με τις επιστρέφουσες σκιές, και εντέλει να παραδώσουμε εαυτούς και αλλήλους στον Υιό της και πρωτότοκο αδελφό μας.

Και να τα κάνουμε αυτά έχοντας παραστάτη και συνοδίτη την Παναγία. Γιατί, όμως, νιώθουμε τόση εγγύτητα προς αυτήν; Μήπως γιατί είναι ταυτισμένη με τη μητέρα που είχαμε ή δεν είχαμε; Υπάρχει αυτός ο λόγος αλλά και ένας βαθύτερος. Εκείνη είπε το «ναί» στον Θεό, εκπροσωπώντας όχι μόνο τον εαυτό της, αλλά όλους μας. Εκείνη μας φανέρωσε το μυστήριο της συνέργιας. Χωρίς συνέργια, χωρίς ανταπόκριση, χωρίς φιλότιμο, καμιά σωτηρία ως θεϊκό θέλημα δεν επιβάλλεται. Εκείνο το «ναι» της Παναγίας ήταν η απάντηση της ανθρωπότητας στην πρωτοβουλία του Θεού.

Κι όχι μόνο αυτό. Ανέβηκε στον ουρανό, γιατί κατέβηκε στα βάθη της γης. Δέχθηκε και βίωσε το πλήρωμα του ανθρώπινου πόνου. Έτσι μπορεί να δεχθεί και τους δικούς μας πόνους με άπειρη συμπάθεια. Νέφη συμφορών, βαθύτατες θλίψεις, χαλεπές αρρώστειες, πειρασμούς και φόβους, πένθος και διωγμούς, πάθη και αθυμία, αλλότριο σκότος, ψυχική ταραχή, εγκατάλειψη. Μέσα στην αγκαλιά της περιέβαλε τον κόσμο όλο και τον πόνο όλου του κόσμου. Έτσι, η πλατυτέρα των ουρανών βρίσκεται και στα σπλάχνα της γης, γίνεται ζωοδόχος πηγή που αναβλύζει από το χώμα που κείτονται οι νεκροί, δηλώνοντας ότι δεν υπάρχει πια θάνατος ως ματαίωση και ακύρωση, κι ότι δεν είναι πλέον ξένοι μεταξύ τους ο φίλος ουρανός και η σκοτεινή μητέρα γη.

Γι’ αυτό και στον θάνατο βλέπουμε τη ζωή, στο φθαρτό το άφθαρτο, στην ιστορία την αιωνιότητα, «πέρ’ απ’ τη σάψη,» όπως θα έλεγε ο Σικελιανός, «υπόσχεση μεγάλη … μα και του Δίκαιου αστραπή κι ελπίδα.» Στο σώμα της Παναγίας που πεθαίνει, και που λίγες ημέρες μετά δεν βρίσκεται στον τάφο, βλέπουμε το θεοδόχο σκήνωμα, όπως στο σώμα του Χριστού βλέπουμε την θεότητα και την ανθρωπότητα, όπως στον άρτο και τον οίνο της Ευχαριστίας βλέπουμε τον Χριστό εσθιόμενο και μηδέποτε δαπανόμενο, όπως και στα σημάδια του Θεού βλέπουμε τη δικαιοσύνη που θα αποκαταστήσει την ομορφιά του κόσμου. Όχι γιατί αποδεχόμαστε μια φιλοσοφική ερμηνεία, αλλά γιατί έχουμε στη συλλογική σκευή μας την εμπειρία μιας ζωής που υπέρκειται του θανάτου, και που είναι θεμέλιο των όντων. Χάρις στη Θεοτόκο, βλέπουμε σε όλη την κτίση το «ζωαρχικό και θεοδόχο σώμα».

Έτσι, η σιγή και το θάμβος μετατρέπονται σε λόγο μεστό και έμψυχη ικεσία. Γίνονται παράκληση που δέχεται πίσω την άνωθεν παράκληση. Διότι η παράκληση είναι λέξη δυσήμαντη. Αποδίδει αφενός την ευγενική ικεσία και δέηση και αφετέρου την παρηγορία και ενίσχυση. Η ίδια η δέηση είναι παρηγορία. Γιατί ο ίδιος ο Παράκλητος, το Πνεύμα του Θεού, εύχεται εντός μας με αλάλητους στεναγμούς.

Είναι ο ίδιος Παράκλητος που επισκίασε την Παναγία. Κι αν λέγεται λιμάνι, κι αν λέγεται πέλαγος, κι αν είναι πλατυτέρα των ουρανών, είναι γιατί έγινε Θεοτόκος. Και έγινε Θεοτόκος, γιατί αγάπησε όσο κανείς άλλος τον Θεό, και έτσι, δεν έγινε απλά παιδί του αλλά και μητέρα Του. Γιατί ο Θεός έγινε ένας από μας. Και υποσχέθηκε ότι με κάποιο τρόπο θα σαρκώνεται μέσα μας. Δεν πιστεύουμε σε ένα μακρινό Θεό, δεν ακολουθούμε εντολές κάποιου υπέρτατου όντος που επέχει θέση στρατηγού του σύμπαντος. Πιστεύουμε στον Θεό που είναι παντού και μέσα μας, και μας καθιστά παιδιά Του αλλά και μητέρες Του.

Βέβαια, δεν είναι σήμερα άλαλα τα χείλη των ασεβών! Ο ασεβής μανιωδώς σαρκάζει τη χριστιανική πίστη και την εκκλησιαστική παράδοση. Τούτο δεν είναι ούτε αθεΐα (μπορεί κάποιος να δηλώνει άθεος και να σέβεται) ούτε απιστία (αυτός που δεν πιστεύει στον Θεό πιστεύει στα πάντα), αλλά προϊόν απωθημένου πόνου, απόγνωσης, εγωισμού και νοσηρότητας.

Ας είναι. Ο Θεός έφερε τα πάνω κάτω. Όταν η ζωή ακολουθεί τον θάνατο, κι όχι το αντίθετο, δεν υπάρχει χώρος για μικροπρέπειες. Η Παναγία από το αναστραμμένο θρονί της, τον ουρανό, κατεβάζει τα χέρια αγκαλιάζοντας στεριά και θάλασσα, αμαρτωλούς και δίκαιους. Η ζωντανή παρουσία της είναι παραμυθία και όχι παραμύθιασμα.  Είναι μια τεράστια ιστορία που διηγείται το Πνεύμα της αληθείας, και στην οποία παίρνουμε μέρος. Δεν υπόσχεται ότι θα απαλλαγούμε από τα βάσανά μας, όπως υπόσχονται οι ψευδοσωτήρες, αλλά ότι θα τα σηκώσουμε όπως ο Χριστός σήκωσε τον σταυρό του. Ευτυχώς, η ανθρωπότητα δεν περιλαμβάνει μόνο σκοτισμένα μυαλά, αλλά και εκείνους που ξέρουν να αγαπούν, να διακρίνουν πέρα από το ορατό, και να σέβονται αυτά που δεν μπορούν να δουν ή δεν χωράει ανθρώπου νους.

Σε τέτοιους ρεμβασμούς μας καλεί ο Αύγουστος, ανάμεσα σε συντρίμματα και ερείπια. Να συναθροισθούμε εκ περάτων, αφού συγκεντρώσουμε τον διαλυμένο εαυτό μας, και αφού αδράξουμε φως από τον μεταμορφωμένο Ιησού, να σταυρώσουμε τα χέρια της Μητέρας, ανοίγοντας τον δρόμο για τον ουρανό, από όπου η αδιάκοπη Παράκληση. Εκτός, βέβαια, αν επιλέξουμε να χαθούμε και πάλι στη νυχθήμερη τύρβη, στην των χρημάτων κτήση, και στις βουές του Ιπποδρόμου.

Αρχιμ. Χρυσόστομος,
Καθηγούμενος Ι. Μονής Φανερωμένης Νάξου

ΕΙΠΑ ΕΠΙ ΓΗΣ ΕΙΡΗΝΗ

ΕΙΠΑ ΕΠΙ ΓΗΣ ΕΙΡΗΝΗ

Είπα επί γης ειρήνη
Μα δεν μ’ άκουσε κανείς
Άμα πιάσει το μπουρίνι
Πνίγεται ο μονογενής.

Στους πικρούς αυτούς στίχους ο Νίκος Γκάτσος θρηνεί την τύφλωση και κώφωση των ανθρώπων, και διαπιστώνει πως η ανθρωπότητα δεν αντέχει για πολλά χρόνια χωρίς φωτιά και μαχαίρι. Σφαγές αμάχων, στρατιωτών εκατόμβες, βομβαρδισμοί ναών και σχολείων, προσφυγιά και ορφάνια και αμέτρητος πόνος, κι όλα αυτά μαζί με την αμείλικτη κακοποίηση ψυχών και σωμάτων στη φαινομενικά ήσυχη καθημερινότητα. Και ενώ ο παλαιός εκείνος πατριάρχης Αβραάμ, έχοντας υψώσει το μαχαίρι πάνω από τον δεμένο γιό του, υπάκουσε στο παράγγελμα του αγγέλου «μην αγγίξεις το παιδί και μη του κάνεις κακό», ο δεύτερος Αβραάμ – οι «πατριάρχες» των εθνών σ’ Ανατολή και Δύση – δεν άκουσε ούτε τον άγγελο εκείνο, ούτε τον της Μεγάλης Βουλής Άγγελο, όπως λέγεται ο Χριστός, αλλά βύθισε στο αίμα και στον θρήνο όλο τον κόσμο του Θεού.

Τελευταία προέκυψε και «ιερός» πόλεμος που συνεχίζει να αποδεκατίζει Ορθοδόξους στον παραδοσιακά Ορθόδοξο κόσμο με την ευλογία, για πρώτη φορά στην ιστορία, της εκκλησιαστικής ηγεσίας. Είναι ο ίδιος φρικτός πόλεμος, η ίδια φονική βία, ντυμένα με το ιερό ένδυμα του αγαθού σκοπού. Αυτό ωθεί σήμερα κάποιους αναλυτές και φιλοσόφους όχι απλώς να κατηγορήσουν την Εκκλησία για άνευ όρων συμπόρευση με το Κράτος, αλλά και να τη συνδέουν οργανικά με τον πόλεμο, να αναζητούν δηλαδή πνευματικές ρίζες του πολέμου στην Ορθόδοξη διδασκαλία. Στην απολύτως λανθασμένη αυτή ερμηνεία οδήγησε η ανορθόδοξη, καινοφανής και απροκάλυπτη στήριξη του πολέμου από το πατριαρχείο της Μόσχας, το οποίο διατείνεται ότι μάχεται το κακό ευλογώντας σφαγές, υποσχόμενο τον παράδεισο στους νέους που σκοτώνουν ομόδοξους αδελφούς τους, εξαπολύοντας θεολόγους να τεκμηριώσουν δήθεν τον πόλεμο στους Πατέρες της Εκκλησίας, μετερχόμενο κάθε μέσο προπαγάνδας, αποστέλλοντας εγκυκλίους ανά την οικουμένη να τελούνται δεήσεις υπέρ της νίκης, και τιμωρώντας κληρικούς που τολμούν να προσευχηθούν υπέρ της ειρήνης.

Αδύναμος ο Μονογενής πνίγεται στο ξαφνικό μπουρίνι του ανθρώπινου θυμού, εξαφανίζεται μπροστά στην καταστροφική μανία των ανθρώπων. Για την ακρίβεια, εξαφανίζεται από τον ορίζοντα των ανθρώπων. Και στη θέση Του στήνονται είδωλα που απαιτούν ανθρωποθυσίες. Ο πόλεμος αναδεικνύεται σε υπέρτατη αξία, ή μάλλον όσα υποκινούν τον πόλεμο: η απληστία, ο εγωισμός και η αλαζονεία, εκεί που δεν χωρά ο Θεός.

Διότι ο Θεός βρίσκεται στον αντίποδα αυτής της θέλησης για δύναμη. Με ποιόν τρόπο ο παντοδύναμος και αψηλάφητος έρχεται στον κόσμο; Με δύναμη και εξουσία; Με δημαγωγία, βροντές, αστραπές και καταστολή, όπως οι επίγειοι μονάρχες; «Ως υετός επί πόκον», λέει ο προφητικός ψαλμός, δηλαδή όπως η απαλή βροχή πέφτει μαλακά και μουσκεύει το απαλό μαλλί του προβάτου. Τόσο απλά, αβίαστα, ειρηνικά, ήσυχα, ευγενικά και αθόρυβα γίνεται παιδί και φως στον αφεγγή κόσμο. Συγκαταβαίνοντας στην ανθρώπινη αδυναμία, γίνεται ο Ίδιος αδύναμος. Η δύναμή Του είναι η αλήθεια. Η αλήθεια που δεν έχει ανάγκη τη βία για να επιβληθεί.

Όταν την νύχτα της γέννησης του Ιησού ακούστηκε το «επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία» (Λουκ. 2,14), δεν έγινε κάποια προεκλογική διακήρυξη ούτε επιβλήθηκε ένας νέος νόμος. Δόθηκε μια δωρεά που υπήρχε από την αρχή της δημιουργίας και θα φανερωθεί στο τέλος της ιστορίας. Η δωρεά αυτή δεν ήταν αυτόματη. Ούτε έπεσε στους ώμους της ανθρωπότητας σαν βαρειά εντολή. Η παιδαγωγία της ειρήνης έπεσε πάνω στους ώμους του σαρκωμένου Θεού. «Παιδεία ειρήνης ημών επ’ αυτόν», είχε προφητεύσει ο Ησαΐας (53,5) αρκετούς αιώνες πριν. Μπροστά στην ταπείνωση του Θεού, μπροστά στον σταυρό Του, που ήταν ο σταυρός της ανθρωπότητας, ποιός δεν θα ειρηνεύσει με τον Θεό, με τον εαυτό του, με τους ανθρώπους, με την κτίση ολόκληρη;

Κι όμως, στρέψαμε την πλάτη μας στη δωρεά. Τα καθεστώτα ταράσσονται από την παρουσία του ταπεινού Θεού στη γη και, ως άλλος Ηρώδης, εξοντώνουν κάθε τι που θα μπορούσε να απειλήσει το δικό τους σύστημα εξουσίας. Κάτι ανάλογο, όμως, συμβαίνει σε προσωπικό επίπεδο. Εκείνος που δεν βλέπει την «κένωση» του Θεού, γεννά στην καρδιά του εγωισμό, αλαζονεία, θέληση για δύναμη, απληστία. Ο Δανός φιλόσοφος Σόρεν Κίρκεγκωρ είπε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι κάνουν στροφή όταν φθάνουν στο σημείο εκείνο όπου καλούνται σε μια ζωή υψηλότερη—τότε ακριβώς είναι που κάνουν πίσω φοβισμένοι, και προτιμούν να είναι οι πρακτικοί άνθρωποι της καθημερινότητας, αποφεύγουν όμως την εμπειρία της συνάντησης με τον Θεό. Έτσι οι μεν άθεοι σκοτώνουμε τον Θεό, οι δε κατ’ όνομα χριστιανοί τον μετατρέπουμε σε άφωνο είδωλο. Και αργά ή γρήγορα καταλήγουμε σε ακραίες ή ήπιες μορφές βίας, προκειμένου να νιώσει ασφαλής η εύθραυστη ύπαρξή μας.

Ένα είναι βέβαιο: αυτό που παίζεται στο πεδίο των μαχών και στους δρόμους της πόλης, έχει παιχθεί πρώτα στην καρδιά μας.

‘Ηταν λοιπόν η ειρήνη ψεύτικο δώρο; Και βέβαια όχι. Όχι απλώς η ειρήνη, αλλά η πάντα νουν υπερέχουσα ειρήνη (Φιλιπ. 4,7), σαν φωτιά που διαπερνά την ιστορία, μεταμορφώνει καρδιές και μικρές κοινότητες μέχρι την πλήρη φανέρωσή της. Και μια χριστιανική γιορτή είναι η υπενθύμιση του δώρου. Δεν θέλει πολλά για να ζήσεις μια χριστιανική γορτή. Θέλει μόνο η καρδιά μας να σταθεί ενώπιον του Θεού με όλο τον πόνο και την αλήθεια της. Μόνο έτσι θα βρούμε την πραγματική ειρήνη, τη συμφιλίωση με τον εαυτό μας, με τον Θεό, τους αδελφούς μας, τη σύμπασα κτίση.

Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος
Καθηγούμενος Ιεράς Μονής Φανερωμένης Νάξου

ΕΥΛΑΒΙΚΟΣ ΑΣΠΑΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟ

ΕΥΛΑΒΙΚΟΣ ΑΣΠΑΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟ

Αν σέβεσαι και περιποιείσαι τη γη, εκείνη σαν τρυφερή μητέρα σε παίρνει στην αγκαλιά της, όταν έρθει το βράδυ σου. Κι αν ο νους και η καρδιά σου είναι στραμμένα στον ουρανό, εκείνος πανηγυρίζει, όταν περάσεις τις πύλες του. Κι αν είσαι σκυμμένος πάνω στον πόνο των ανθρώπων, και κρυφά φροντίζεις τις πληγές τους, παραμένεις εκεί, στον απρόσβλητο χώρο της καρδιάς τους, όπου κλέπτης δεν εισβάλλει και σκουριά δεν αφανίζει.

Αυτός ήταν ο γέρων Χριστόδουλος που αναχώρησε προχθές στα ογδόντα ένα του χρόνια, Καθηγούμενος της μονής Κουτλουμουσίου, ένας παγκόσμιος άνθρωπος, μια αέναη συγχώρηση. Η λεπτή του συνείδηση σε βοηθούσε να βλέπεις αυτά που δεν μπορούν να δουν τα αδούλευτα μάτια. Το νεανικό του φρόνημα σου άνοιγε ορίζοντες άγνωστους στα κουρασμένα μυαλά. Η επιμονή του στην αγάπη, ακόμη κι όταν αυτό δεν φαινόταν να καρποφορεί, σε έκανε να αγανακτείς.

Σε μάθαινε τι σημαίνει άνθρωπος. Σου έδειχνε τι σημαίνει το ότι ο Χριστός έγινε άνθρωπος, μοιράζοντας φως σε δικαίους και αμαρτωλούς. Ένα ήταν πάντα το ζητούμενο για εκείνον, πως θα σωθεί ο αδελφός, ο ελάχιστος αδελφός του Κυρίου, όχι πως θα κριθεί ή θα τιμωρηθεί ή θα φορτωθεί βάρη δυσβάσταχτα. Η ποιμαντική του ράβδος δεν ήταν σύμβολο εξουσίας,  ήταν η ράβδος με την οποία χώριζε τα νερά στην Ερυθρά θάλασσα των περιστάσεων, ώστε να γλυτώνουμε εμείς από τα άρματα των λογισμών και των πειρασμών.

Πνευματικό τέκνο του οσίου Φιλοθέου Ζερβάκου, και αρχικά μοναχός της μονής του Οσίου Δαβίδ, έγινε από το 1977 νέος κτήτωρ της μονής Κουτλουμουσίου, κατορθώνοντας τα ανέλπιστα διά πυρός και σιδήρου. Μίλησε με τον τόπο και τις πέτρες και τη Φοβερά Προστασία, και το σημαντικότερο, έγινε κτήτωρ πολλών ψυχών.

Ήπιε πικρά ποτήρια, βίωσε θλίψεις, διαψεύσεις, δοκιμασίες, προδοσίες. Αλλά στις ψυχές που είναι εργαστήρια καλοσύνης το πικρό μεταστοιχειώνεται σε γλυκύτητα. Η γεύση του παραδείσου χωνεύει στην ήρεμη σιωπή της κάθε αλλότριο στοιχείο. Αυτό ήταν και η παρακαταθήκη του.

Όποιος αγάπησε πολύ, χάνεται στην Ανατολή. Μέσα στο φως αυτό και ο γέρων Χριστόδουλος είναι εγγύτερα και μας φωτίζει. Έφυγε αθόρυβα, γιατί εδώ και αρκετούς μήνες είχε φύγει, δεν ανήκε πλέον σ’ αυτόν τον κόσμο, είχε χαθεί στην προσευχή και στην πρεσβεία υπέρ του κόσμου. Ετάφη αθόρυβα, και πολλοί από μας αποδώσαμε μακρόθεν τον ύστατο νοερό ασπασμό, με την προσμονή της αναστάσιμης αντάμωσης, όπως ακριβώς υποσχόταν και το φωτεινό του πρόσωπο.

Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος
Καθηγούμενος Ιεράς Μονής Φανερωμένης Νάξου