ΑΤΕΝΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΣΩΤΗΡΑ

ΑΤΕΝΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΣΩΤΗΡΑ

Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ

Εκείνοι που αρνούνται να ακολουθήσουν τον Ιησού: ο νέος του Ευαγγελίου που έφυγε “περίλυπος … ἧν γὰρ πλούσιος σφόδρα” (Λουκ. 18,23). Τί συνέβη μ’ αυτόν τον νέο; Θα μας ήταν ευχάριστο να μαθαίναμε ότι αργότερα ξαναγύρισε στον Ιησού, δίνοντας τα πάντα. Αυτή η ελπίδα δικαιολογείται λίγο από το γεγονός ότι έφυγε “περίλυπος”. Όχι ερεθισμένος ή πικραμένος αλλά “περίλυπος”. Επομένως πονούσε, και ο πόνος έχει μέσα του γόνιμους σπόρους. Τουλάχιστον να πονούσα, όταν αρνούμαι…

“Πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον…” (Λουκ. 18,22). Ο Κύριος υπήρξε αδιάλλακτος στις απαιτήσεις που είχε από τον νέο. Η καρδιά του Ιησού: λιωμένη και φλογερή σαν το αναλυτό χρυσάφι. Αλλά η θέλησή του: σκληρή σαν το διαμάντι. Στον Ιησού συναντάται όλη η γλυκύτης και απαλότης των λόφων της Γαλιλαίας με όλη την αυστηρότητα και την κοφτή γραμμή των φλογισμένων βουνών της Ιουδαίας.

Ο βοσκός στην αναζήτηση των προβάτων του. Οι μέθοδοι που χρησιμοποίησε ο Ιησούς για το πλησίασμα των ψυχών φαίνονται ανάγλυφες στο επεισόδιο με τη Σαμαρείτιδα. Ο Ιησούς πηγαίνει από την Ιουδαία στη Γαλιλαία. “Ἔδει δὲ αὐτὸν διέρχεσθαι διὰ τῆς Σαμαρείας” (Ιωαν. 4,4). Δεν ήταν ο μόνος δρόμος που είχε δυνατότητα να χρησιμοποιήσει. Θα μπορούσε να ακολουθήσει την άλλη όχθη το Ιορδάνου. Αλλά “ἔδει”, έπρεπε δηλαδή να περάσει ο Χριστός από τη Συχάρ, για να συναντήσει τη Σαμαρείτιδα. Αυτά είναι τα “πρέπει” της χάριτος του Θεού, οι “περιποιήσεις” που κάνει ο Χριστός. Μήπως και η ζωή μου δεν είναι συνυφασμένη με τέτοιες περιποιήσεις;

Ο Ιησούς θέλει να συναντήσει τη Σαμαρείτιδα πλησίον του χωρίου, “ὃ ἔδωκεν Ἰακὼβ τῷ Υἱῷ αὐτοῦ” (Ιωαν. 4,5). Οι Σαμαρείτες είχαν μια ιδιαίτερη προσκόλληση σ’αυτούς τους δύο πατριάρχες. Ο Ιησούς ζητεί να συναντήσει τις ψυχές στο δικό τους έδαφος. Εκεί όπου κάθε ψυχή νιώθει σαν το σπίτι της.

Ο Ιησούς “ἠγάπα τὴν Μάρθαν καὶ τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς καὶ τὸν Λάζαρον” (Ιωαν. 11,5). Το Ευαγγέλιο δεν μας λέει ότι ο Ιησούς αγαπούσε “μαζικά” τα μέλη της οικογένειας του Λαζάρου. Αγαπούσε τον καθέναν από τους τρεις με μια ξεχωριστή αγάπη, με μιαν απόχρωση προσωπική, που δεν μπορούσε να μεταβιβαστεί στους άλλους. Δεν πρόκειται φυσικά για μια διαφορά βαθμών αγάπης, αλλά γι’ αυτή την απόχρωση.

Ο Ιησούς ζητεί από τη Σαμαρείτιδα νερό. Αυτός ήταν σε θέση να χορηγήσει τα πάντα στη γυναίκα αυτή. Κι όμως δέχεται να υποχρεωθεί στη Σαμαρείτιδα. Στο ξεκίνημα της συζήτησής τους ο Ιησούς παίρνει μια θέση που τον ταπεινώνει. Με τον τρόπο αυτό ευκολότερα θα κυριαρχήσει. Η εξυπηρέτηση που ζήτησε με τόση ταπείνωση του ανοίγει την πόρτα.

Στο σπίτι ενός λεπρού, στο χωριό Βηθανία – που σημαίνει οίκος φτωχών – ο Ιησούς δέχεται την προσφορά του μύρου σαν χρίσμα βασιλικό από τα χέρια μιας γυναίκας. Αντίθεση της δόξης και της ταπεινώσεως –δύο πόλων της ζωής του Ιησού. Στη λεπρή ψυχή μου μπροστά στα πόδια του Ιησού, θα σπάσω κι εγώ το δοχείο με το μύρο μου –το γνήσιο μύρο της μετανοίας μου και της υποταγής μου.  

Ξαναγυρίζω με τη φαντασία στο φρέαρ του Ιακώβ, στη Σαμάρεια. Άραγε ο Ιησούς παρουσιάζεται εκεί διαφορετικός από ότι παρουσιάστηκε στη Βηθανία; Όχι. Εμφανίζεται ο ίδιος. Η ίδια ήρεμη αγάπη, το ίδιο μεγαλείο το γεμάτο απλότητα.

Ο Ιησούς κουρασμένος από την οδοιπορία καθίζει στα χείλη του πηγαδιού. Περιμένει τη Σαμαρείτιδα. Με περιμένει. “Ζητώντας με, κάθισες κουρασμένος…”, λέει εκφραστικά ένα παλαιό μεσαιωνικό κείμενο. Λυτρωτή μου, κουράστηκες στην αναζήτησή μου και κάθισες. Δε σε εμπόδισε το μεγάλο μάκρος του δρόμου ούτε οι ανωμαλίες της οδού. Και τώρα κάθεσαι εκεί που ξέρεις ότι θα περάσω. Γιατί λαχταράς να συναντήσω την κούρασή σου και ταυτόχρονα τη στοργή σου. Την κούραση που εκφράζει την τρυφερή σου αυτή στοργή για μένα.

Μοναχός της Εκκλησίας της Ανατολής (Lev Gillet), Ιησούς. Aτενίζοντας τον Σωτήρα.

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΛΥΠΙΟΣ ΚΑΙ Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΛΥΠΙΟΣ ΚΑΙ Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ

Ο Όσιος Αλύπιος ο Κιονίτης γεννήθηκε στις αρχές 6ου αι. στην Αδριανούπολη της Παφλαγονίας. Ονομάστηκε Κ ι ο ν ί τ η ς, δηλαδή Στυλίτης,  γιατί έμεινε για διάστημα εξήντα επτά χρόνων πάνω σε ένα κίονα στην έρημο, με προσευχή και σκληρή άσκηση.

 Νεαρός ακόμη, ο μέγας Αλύπιος, έχοντας την καρδιά πυρωμένη από την αγάπη στον Θεό, προβληματιζόταν τί να κάνει στην παρούσα ζωή, για να κατορθώσει την ολοκληρωτική και παντοτινή συμβίωσή του με Αυτόν που ποθούσε, την ολοκάθαρη θεωρία Εκείνου με όλο του το νου και τη γνήσια ένωση μαζί Του. Αποφάσισε λοιπόν ν’ απαρνηθεί τα πάντα και να φύγει, φυσικά μακριά από φίλους , συγγενείς, γνωστούς, κι από την ίδια του την μητέρα, διαλέγοντας τον αγαθό δρόμο της ησυχαστικής ζωής. Την απόφαση αυτήν εμπιστεύθηκε μόνο στην μητέρα του.

—Μάνα, της είπε, με κυρίεψε πόθος φλογερός να πάω κατά την ανατολή, όπου πολλοί έζησαν θεάρεστα και μακάρια, διαλέγοντας τον ησυχαστικό βίο. Κατευόδωσέ με λοιπόν σ’ αυτό το δρόμο και δώσε μου τις ευχές σου σαν φυλαχτό.

Σαν άκουσε εκείνη αυτά τα λόγια, δεν έπαθε τίποτε απ’ όσα παθαίνουν οι γυναίκες, όταν ακούνε παρόμοιες αποφάσεις των παιδιών τους. Δεν προέβαλε σαν εμπόδιο τη χηρεία της ούτε την μοναξιά της. Δεν είπε πως είναι πράγμα ασήκωτο για τις μανάδες να χάνουν ένα γιό τόσο καλό, ούτε κάτι άλλο παρόμοιο. Δεν προσπάθησε να ματαιώσει την πρόθεση του αγαπημένου της παιδιού. Ποθούσε, βλέπετε, πραγματικά το συμφέρον του γιού της πιο πολύ από το δικό της. Αντίθετα, σήκωσε τα μάτια, άπλωσε τα χέρια και συγκέντρωσε όλη της τη σκέψη σε προσευχή. Ύστερα είπε:

—Πήγαινε, παιδί μου. Πήγαινε εκεί πού σε οδηγεί η χάρις του Αγίου Πνεύματος. Να, ο Θεός, που σ’ Αυτόν μέσα  ζούμε και σ’ Αυτόν σε παραδίδω , θα στείλει τον άγγελό Του  μπροστά σου, για να σε οδηγήσει όπου είναι το θέλημα Του.  Άμποτε να σου στείλει βοήθεια από το άγιο κατοικητήριο Του και από την ουράνια Σιών να σε προστατεύει. Να σου φορέσει σαν θώρακα την δικαιοσύνη και να σου βάλει την περικεφαλαία της σωτηρίας. Σαν ήλιος του μεσημεριού να λάμψη η αρετή στα έργα σου, που χάρη σ’ αυτά αγάπησες τον Δεσπότη Χριστό περισσότερο από γονείς και από πατρίδα.

 Έτσι, βάζοντας την αρετή πιο πάνω από τη μητρική φύση, δεν προσπάθησε να κάνει ή να πει τίποτε ανάξιο της.

Έπειτα, μετά την ευχή , ο γιός τυλίχθηκε στο λαιμό της μάνας κι η μάνα αγκάλιασε με λαχτάρα το γιό, και βρέχονταν και οι δυό τους με θερμά δάκρυα. Και αφού καταφιλήθηκαν, χωρίστηκαν. Η μάνα κίνησε για το σπίτι, και ο γιός πήρε το δρόμο που ποθούσε.   

 Ποθώντας την τελειότητα ανέβηκε στην κορυφή ενός στύλου. Στη βάση του στύλου του, με την προσέλευση πολλών μαθητών, δημιουργήθηκαν δύο μοναστήρια, ένα ανδρικό και ένα γυναικείο, τα οποία ο όσιος καθοδηγούσε πνευματικά. Αλλά και η ίδια η μητέρα αργότερα εγκαταστάθηκε κάτω από τον κίονα, και έλαβε από τον γιό της το αγγελικό Σχήμα.

Ἀπό το Συναξάρι του Αγίου    

ΤΙ ΔΕΝ ΜΑΣ ΑΦΗΝΕΙ ΝΑ ΣΗΚΩΣΟΥΜΕ ΚΕΦΑΛΙ

ΤΙ ΔΕΝ ΜΑΣ ΑΦΗΝΕΙ ΝΑ ΣΗΚΩΣΟΥΜΕ ΚΕΦΑΛΙ

Ὅ,τι ἀγαπᾶ κάποιος ἀπὸ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, αὐτὸ καταβαραίνει τὸν νοῦ του καὶ τὸν δεσμεύει καὶ δὲν τὸν ἀφήνει νὰ σηκώσει κεφάλι.

Σὲ αὐτὸν τὸ σταθμὸ καὶ τὴ ροπὴ καὶ τὸ ζύγι τῆς κακίας δοκιμάζεται ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος, Χριστιανοὶ τῶν πόλεων καὶ τῶν βουνῶν, τῶν μονῶν, τῶν ἀγρῶν ἢ τῶν ἐρήμων, ὅτι δελεαζόμενος ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ δικό του προσωπικὸ θέλημα, ἀγαπᾶ κάποιο πράγμα ἤ πάθος, καὶ δένεται σὲ αὐτὸ ἡ ἀγάπη του, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν προσφέρεται ὅλη στὸν Θεό.

Ἄλλος ἀγάπησε κτήματα,
ἄλλος χρυσὸ ἢ ἄργυρο,
ἄλλος τὴν κοιλιά του ἤ τὶς σαρκικὲς ἐπιθυμίες,
ἄλλος τὴν κοσμικὴ σοφία γιὰ τὴν δόξα τῶν ἀνθρώπων,
ἄλλος ἐξουσία, δόξα καὶ τιμές,
ἄλλος ὀργὴ καὶ μῆνιν,
ἄλλος ἄκαιρες συντυχίες,
ἄλλος ζῆλο,
ἄλλος νὰ μετεωρίζεται ἡδονικὰ ὅλη μέρα,
ἄλλος νὰ ἀπατᾶται ἀπὸ ἀργόσχολους λογισμούς,
ἄλλος νὰ παριστάνει τὸ νομοδιδάσκαλο γιὰ ἀνθρώπινη δόξα,
ἄλλος νὰ εὐχαριστιέται στὴ χαύνωση καὶ στὴν ἀμέλεια,
ἄλλος νὰ εἶναι προσκολλημένος στὰ ὄμορφα ροῦχα,
ἄλλος παραδίδεται στὶς γήινες μέριμνες,
ἄλλος ἀγαπᾶ τὸν ὕπνο, τὴν εὐτραπελία ἤ τὴν αἰσχρολογία.

Ὅποιο πάθος του δὲν πολεμᾶ γενναῖα κάποιος, ἐκεῖνο ἀγαπᾶ, καὶ ἐκεῖνο τὸ πάθος τὸν δεσμεύει καὶ τὸν βαραίνει καὶ γίνεται γι αὐτὸν ἐμπόδιο καὶ ἁλυσίδα, ὥστε ὁ νοῦς του νὰ μὴν ἀνεβαίνει στὸν Θεό.

Ἡ ψυχὴ ποὺ ἀληθινὰ ἔχει τὴν ὁρμή της πρὸς τὸν Θεό, ὁλόκληρη τὴν ἀγάπη της ἕλκει πρὸς Αὐτόν, καὶ δεσμεύεται ἐλεύθερα, κατὰ τὴν δύναμή της, ἀπὸ Ἐκεῖνον, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ δέχεται τὴν βοήθεια τῆς χάριτος, καὶ ἀρνεῖται τὸν ἑαυτό της καὶ δὲν ἀκολουθεῖ τὰ θελήματα τοῦ νοῦ της, ἀλλὰ ὁλοκληρωτικὰ προσφέρεται στὸν λόγο τοῦ Κυρίου. Ἐὰν κάποιος ἀγαπᾶ τὸν Κύριο καὶ τὶς ἐντολές του, ἀπὸ ἐκεῖ βοηθᾶται καὶ ἀπελευθερώνεται, καὶ γίνονται γι αὐτὸν εὔκολα τὰ παραγγέλματα τοῦ Κυρίου, ἀφοῦ ἀποσώζει ὁλόκληρη τὴν ἀγάπη του πρὸς Ἐκεῖνον.

Ἁγίου Μακαρίου, Πνευματικὲς Ὁμιλίες, Ε.6

ΤΟ ΑΛΗΘΙΝΟ ΚΑΙ ΤΟ ΨΕΥΤΙΚΟ

ΤΟ ΑΛΗΘΙΝΟ ΚΑΙ ΤΟ ΨΕΥΤΙΚΟ

Αν οι μάρτυρες της Αγάπης βαφτίσθηκαν στο αίμα, ισχύει άραγε και το αντίστροφο, ότι όποιος δίνει το αίμα του είναι μάρτυς της Αγάπης; Αν οι ομολογητές της πίστεως διώχθηκαν, εξυπακούεται ότι όποιος απομακρύνεται από τη θέση ή τον τόπο του είναι ομολογητής της πίστεως; Αν οι Πατέρες της Εκκλησίας ύψωσαν σε περιστάσεις φωνή και ανάστημα, σημαίνει πως όποιος τα λέει “χύμα και τσουβαλάτα” είναι μορφή πατερική; Αν οι διά Χριστόν σαλοί υποκρίνονται σαλότητα, άραγε όποιος πουλάει τρέλα είναι διά Χριστόν σαλός; Αν οι άγιοι κάνουν θαύματα, σημαίνει ότι κάθε θαυματοποιός είναι άγιος; Αν πολλές φορές ο ένας στάθηκε απέναντι στους πολλούς σώζοντας την αλήθεια, σημαίνει ότι η αλήθεια σώζεται πάντοτε από τον ένα και οι απέναντί του έχουν πάντα λάθος; Εν τέλει, εάν το αυγό έχει κέλυφος, κάθε κέλυφος κρύβει ένα κρόκο-κεχριμπάρι; Αν η απάντηση είναι ναι, τότε βρισκόμαστε σε λογική πλάνη.

Δυστυχώς στην πράξη η λογική αυτή πλάνη είναι διαδεδομένη, και εξυπηρετεί ιδιαιτέρως τους ανώριμους ήρωες και τους αυτοχειροτόνητους αγίους. Τα πάντα κρίνονται κατ’ όψιν και παρουσιάζονται με τα εξωτερικά τους στοιχεία κι όχι με την εσωτερική τους μαρτυρία. Κι όχι απλώς με τα εξωτερικά στοιχεία, αλλά από τη γωνία που κάθε φορά είναι περισσότερο βολική, και πάντα με την καθιερωμένη μέθοδο της απομόνωσης και απολυτοποίησης. Δεν είναι ζήτημα βλακείας (ή μόνο βλακείας) αλλά θέμα παιδείας και πολιτισμού, όπου το υποκείμενο και το εύθραυστο εγώ του υπερυψώνονται στα νέφη. Το υποκείμενο αυτό χτίζεται αγχωδώς και εναγωνίως, τόσο για να προστατεύσει το φαντασιακό εγώ, όσο και να προβάλλει προς τα έξω μια ελκυστική επιφάνεια, που δεν έχει σημασία αν έχει ή δεν έχει εσωτερικό αντίκρισμα, διότι η εικόνα δεν μοιάζει πια, δεν παραπέμπει στο πρωτότυπο. Οι αρχαίοι Λατίνοι είπαν πως ό,τι γυαλίζει δεν είναι χρυσός, και ο Σαίξπηρ έγραψε, “το όμορφο απατηλό και το απατηλό όμορφο, αιωρείται στην ομίχλη και στο μολυσμένο αέρα”. Έβλεπαν το ψέμα σαν χαμαιλέοντα, να διεκδικεί ψυχές και να υπονομεύει κοινωνίες.

Ενώ όμως τότε το καύσιμο της μηχανής του ψέματος ήταν η υποκρισία, σήμερα είναι κάτι ισχυρότερο και χειρότερο. Είναι η πλάνη· όχι απλώς με την έννοια του λογικού σφάλματος, όχι απλώς σαν μια σαθρή πρόταση, αλλά ως ρήγμα στην ίδια την προσωπικότητα, ως αποπροσανατολισμός όλων των ψυχικών δυνάμεων, αφού, στην πνευματική της διάσταση, η πλάνη είναι παιδί της εσφαλμένης σκέψης και του αφανέστερου πάθους: της υπερηφάνειας. Πρώτος σε τούτο τον αλλόκοτο χορό ο νους, περιφέρεται σε γη άνυδρη και άκαρπη, ερωτοτροπώντας με τα είδωλα των αντικατοπτρισμών. Και λίγο λίγο, χρόνο με τον χρόνο, η πλάνη, το ψέμα και τα παράγωγά τους γίνονται η απόλυτη προφάνεια. Έτσι και μια καμουφλαρισμένη αρμαθιά παθών μεταμορφώνεται σε αρετή, και οι ομολογίες πίστεως γίνονται καταφύγιο της πιο βαθειάς απιστίας. Απωθημένα πάθη, κρυμμένη απιστία (κι ανομολόγητες απιστίες), κι ο άνθρωπος μάχεται και σπαράσσεται χωρίς να ξέρει ή να θέλει να μάθει το γιατί. Κλεισμένος στο εγώ του, εγκλωβισμένος σε όσα κάθε φορά καρφώνονται στο ταλαιπωρημένο μυαλό του, οσμίζεται απειλή ακόμη και στο έντομο που θα διασχίσει τον αέρα που αναπνέει.

Δεν θα ήταν υπερβολικό να πούμε ότι εκείνο που έχουμε ανάγκη σήμερα είναι η γνώση της δικής μας προσωπικής αλήθειας, η γνώση του εαυτού μας. Γιατί ένα μέρος του εαυτού μας ξεγλιστρά, κρύβεται, μασκαρεύεται, δίνει λάθος χρησμούς, θέτει παραπλανητικούς στόχους, στέλνει ψεύτικους συναγερμούς. Όταν δεν καταλαβαίνουμε τον εαυτό μας, δεν μπορούμε να καταλάβουμε τίποτε άλλο, μήτε πρόσωπο μήτε γραφή μήτε σημάδι. Ακόμη κι αν νομίζουμε ότι συζητάμε, οι λέξεις δεν ανταμώνουν, ο νους και η καρδιά αδυνατούν να συναντήσουν, μένει μόνο το υπερφίαλο κάστρο του εαυτού, που επιστρατεύει αμυντικούς μηχανισμούς. Κείμενα, λέξεις, πρόσωπα, πράξεις, γη και ουρανός, όλα βίαια χωνεύονται στο ίδιο εκμαγείο, όλα ρίχνονται στην ίδια χύτρα, ομογενοποιούνται και μεταποιούνται από τον αλχημιστή—μόνο που ο αλχημιστής κερνιέται και μας κερνά αντιμόνιο στο κρασί!

Τί είναι κάθε φορά αληθινό και τί ψεύτικο; Τί γνήσιο και τί κίβδηλο; Τί πραγματικό και τί εικονικό; Οι Πατέρες γνωρίζουν ότι δεν είναι εύκολη η απάντηση. Γι’ αυτό και επιμένουν ότι μείζων των αρετών η διάκρισις. Δεν θα τη βρούμε, δεν θα μπορέσουμε να δούμε καθαρά τα πράγματα, αν πρώτα δεν στραφούμε μέσα μας με ταπείνωση και ειλικρίνεια, αν δεν παρακαλέσουμε τον λύχνο Χριστό να ανάψει, κι εμείς τότε να αποκτήσουμε αληθινά μάτια, να σαρώσουμε την ψυχή μας και να βρούμε τα χαμένα, να δούμε τα κρυμμένα λάθη και πάθη, αλλά και τα πιο κρυφά μυστήρια.

Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος
Ιερά Μονή Φανερωμένης

Ο ΘΕΟΣ ΤΩΝ ΠΤΩΧΩΝ

Ο ΘΕΟΣ ΤΩΝ ΠΤΩΧΩΝ

Όσο καιρό πλέεις με ούριο άνεμο, βοήθησε εκείνους που έχουν ναυαγήσει. Όσο είσαι υγιής και πλούσιος, βοήθησε εκείνον που κακοπαθεί. Μην περιμένεις να δοκιμάσεις ο ίδιος πόσο κακό είναι η απανθρωπιά και πόσο καλό είναι να δείχνεται ευσπλαχνία σε εκείνους που έχουν ανάγκη. Μη θελήσεις να σηκώσει ο Θεός το χέρι του εναντίον εκείνων που υψηλοφρονούν και παραβλέπουν τους φτωχούς.

Δώσε κάτι, έστω και το πιο λίγο, σε εκείνον που έχει ανάγκη, διότι αυτό οπωσδήποτε είναι σπουδαίο για εκείνον που έχει ανάγκη από όλα, αλλά και για τον Θεό, αν είναι ανάλογο με τις δυνατότητες εκείνου που δίνει. Αντί να δώσεις μεγάλο πράγμα, δώσε την προθυμία. Αν δεν έχεις τίποτε, δάκρυσε. Η συμπόνια που βγαίνει από την ψυχή είναι μεγάλο φάρμακο για εκείνον που δυστυχεί. Και το να συμπάσχει κανείς πραγματικά, ανακουφίζει πάρα πολύ την συμφορά. Άνθρωπέ μου, δεν είναι μικρότερης αξίας για σένα ο άνθρωπος από το ζώο, το οποίο αν πέσει σε χαντάκι ή αν χαθεί, ο νόμος σε διατάζει να το ανασύρεις και να το φέρεις πίσω.

«Όλη την ημέρα ελεεί και δανείζει ο δίκαιος». Ούτε η νύκτα να μη σταματήσει τη διάθεση να ελεείς. Η φιλανθρωπία είναι το μόνο πράγμα το οποίο δεν δέχεται αναβολή. «Μοίραζε το ψωμί σου με εκείνον που πεινάει και βάλε μέσα στο σπίτι σου φτωχούς που δεν έχουν στέγη». Και αυτά να τα κάνεις με προθυμία. Διότι εκείνος που ελεεί, λέγει η Γραφή, ας ελεεί με χαρά και γλυκύτητα. Με την προθυμία διπλασιάζεται το καλό για χάρη σου. Γιατί εκείνο που γίνεται από λύπη ή από ανάγκη είναι άχαρο και χωρίς ομορφιά. Πρέπει λοιπόν να πανηγυρίσουμε και όχι να θρηνήσουμε όταν κάνουμε καλοσύνες.

Σέβομαι και το ταμείο του Χριστού, το οποίο μας προτρέπει να τρέφουμε τους φτωχούς, και την συμφωνία του Πέτρου και του Παύλου, οι οποίοι μολονότι ανέλαβαν να κηρύξουν το Ευαγγέλιο σε διαφορετικά μέρη, φρόντισαν από κοινού για τους φτωχούς, σέβομαι και την τελείωση του νέου εκείνου, που έλαβε την εντολή να δώσει την περιουσία του στους φτωχούς. Νομίζεις ότι η φιλανθρωπία δεν είναι για σένα ανάγκη, αλλά ελεύθερη προσφορά; Ούτε πάλι νόμος, αλλά προτροπή; Και εγώ ο ίδιος θα το ήθελα πολύ να είναι έτσι, αλλά με φοβίζει το αριστερό χέρι και τα ερίφια και εκείνοι που καταδικάζονται από τον Δημιουργό. Αυτοί δεν καταδικάζονται επειδή τυχόν λεηλάτησαν ή μοίχευσαν ή έκαναν κάτι άλλο από εκείνα που απαγορεύονται, αλλά επειδή δεν ενδιαφέρθηκαν και δεν φρόντισαν για τον Χριστό μέσω εκείνων που έχουν ανάγκη.

Αν λοιπόν με πιστεύετε, όσο είναι καιρός, ας επισκεφθούμε τον Χριστό, ας τον περιποιηθούμε, ας τον θρέψουμε, αν τον ντύσουμε, ας τον περιμαζέψουμε για να τον φιλοξενήσουμε, ας τον τιμήσουμε. Όχι μόνο με την τράπεζα, σας μερικούς, ούτε μόνο με τα μύρα, όπως η Μαρία, ούτε μόνον με τον τάφο, όπως ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, ούτε με το ενδιαφέρον για την ταφή, όπως ο Νικόδημος, ο οποίος κατά το ήμισυ ήταν φίλος του Χριστού• ούτε με το χρυσό και το λιβάνι και τη σμύρνα, όπως οι μάγοι πριν από τους παραπάνω. Αλλά επειδή ο Δεσπότης όλων θέλει ευσπλαχνία και όχι εξωτερικές θυσίες, και επειδή η ευσπλαχνία είναι καλύτερη από χιλιάδες αρνιά παχιά, ας την προσφέρουμε σε Αυτόν μέσω εκείνων που την έχουν ανάγκη. Για να μας δεχθούν στις αιώνιες σκηνές, στον ίδιο τον Χριστό …

Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος
Λόγος Περί φιλοπτωχίας

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΝΟΣ ΓΚΟΥΡΟΥ

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΝΟΣ ΓΚΟΥΡΟΥ

Ο Ράμπι ήταν ένα συνηθισμένο παιδί, για την ηλικία του, στην κοινωνία του Τρινιδάδ. Η αγαπημένη απασχόληση του ήταν το ξύσιμο της αγελάδας, την οποία λάτρευε σαν θεά, ασχολία που του εξασφάλιζε καλό κάρμα για την επόμενη ζωή του. Έψελνε με τις ώρες ζωγραφίζοντας εικόνες μερικών εκ των εκατομμυρίων θεών του Ινδουϊσμού, όπως η Κάλι, η οποία πάντα απεικονίζεται να πίνει ζεστό αίμα από μια κούπα, έχοντας στεφάνια από φρεσκοκομμένα κεφάλια και χέρια κρεμασμένα στο λαιμό της. Στην προσευχή του προσέφερε νερό στις θεότητες κι ύστερα έβγαινε να λατρέψει τον ήλιο κοιτάζοντάς τον για πολύ ώρα με ανοιχτά μάτια. Κρατούσε στο δωμάτιό του ένα φίδι και το λάτρευε, όπως λάτρευε το θεό πίθηκο και το θεό ελέφαντα. “Για μένα θεός ήταν το κάθε τι, και κάθε τι ήταν θεός, εκτός, φυσικά, από τα άτυχα πλάσματα που δεν είχαν κοινωνική τάξη”, λέει ο ίδιος.

Οι οικείοι του τον μεταχειρίζονταν σαν πρίγκηπα και δεν του έφερναν ποτέ αντίρρηση. Η παρουσία του θεωρούνταν ευλογία, μιας και ανήκε στην ανώτατη τάξη των βραχμάνων. Ο μεγαλύτερος ινδουϊστής ιερέας της περιοχής και πολλοί παλμολόγοι, μελλοντολόγοι και αστρολόγοι, συμφωνούσαν ότι θα γίνει μεγάλος γιόγκι, σαν τον πατέρα του. Αυτό τον έκανε πολύ περήφανο. Ο πατέρας του, από τη γέννηση του μέχρι τα οκτώ του χρόνια, ποτέ δεν του μίλησε ή του έδειξε την παραμικρή προσοχή, όσο απεγνωσμένα κι αν εκείνος το επιζητούσε.

Οι γονείς του παντρεύτηκαν με συνοικέσιο, αφού πρώτα οι ιερείς της περιοχής διάβασαν τις παλάμες του ζεύγους. Όμως ημέρες μετά το γάμο ο πατέρας του απότομα απαρνήθηκε τα επίγεια για να ζήσει σύμφωνα με το ιερό βιβλίο των Ινδουϊστών. Η τέλεια αφοσίωσή του και η αδιάκοπη εξάσκηση της γιόγκα, είχαν πείσει την κοινωνία του Τρινιδάδ ότι είχε επιτύχει απευθείας επικοινωνία με το Βραχμάν (την Τελική Πραγματικότητα) και είχε ξεφύγει από τον τροχό των μετενσαρκώσεων. Άνθρωποι ταξίδευαν χιλιόμετρα για να τον λατρέψουν σαν αληθινό θεό που είχε έρθει στη γη για να δείξει τον δρόμο της αληθινής γιόγκα. Δεν μεριμνούσε για τον εαυτό του. Ήταν ένας θεός που έπρεπε να τον φροντίζουν, να τον πλένουν, να τον ταΐζουν και να τον αλλάζουν.

Λίγο μετά το θάνατο του συζύγου της, η μητέρα του Ράμπι έφυγε για την Ινδία, ενώ ο ίδιος πήγε να μείνει στο σπίτι του παππού του Νάνα. Ο παππούς του απότομα και χωρίς προφανές αίτιο είχε γίνει ένας από τους πιο πλούσιους και δυναμικούς ανθρώπους στο Τρινιδάδ, ένας Ινδουϊστής ηγέτης με μυστηριακές υπερφυσικές δυνάμεις. “Όλοι ξέραμε ότι οι παντοδύναμοι θεοί τον είχαν βοηθήσει. Σε αντάλλαγμα τους είχε δώσει την ψυχή του”, λέει ο Ράμπι. Μερικές φορές ήταν πολύ γενναιόδωρος και καλοσυνάτος, ενώ αρκετές άλλες αδικαιολόγητα βίαιος. Ενώ σερβίριζε πελάτες στο ποτοπωλείο του, έφευγε ξαφνικά και ανέβαινε στο τσιμεντένιο σαν φρούριο σπίτι του, για να δείρει όλη την οικογένεια με μια βαριά δερμάτινη λουρίδα. Οι οικείοι του το απέδιδαν σε κατάλοιπα προηγούμενης ενσάρκωσης. Με την ίδια βαναυσότητα έδειρε παραδειγματικά και την παράλυτη γυναίκα του, πριν την πετάξει από τις σκάλες, επειδή αυτή κατείχε και διάβαζε μια Βίβλο. Μετά το θάνατό του, στο σπίτι παρουσιάστηκε σωρεία μεταφυσικών φαινομένων. Οι φιλοξενούμενοι δέχονταν σωματική επίθεση από αόρατα χέρια ή γίνονταν αυτόπτες φαντασμάτων κατά τη διάρκεια της νύχτας. Συχνά ακούγονταν άγρια τρεχάματα ή χτυπήματα στο πάτωμα και μια δυσάρεστη οσμή πλανιόταν στην ατμόσφαιρα για αρκετή ώρα.

Στα δέκα του χρόνια ο Ράμπι πέρασε λίγο καιρό σε ένα Ινδουϊστικό ναό. Εκεί εξασκούσε υπερβατική αυτοσυγκέντρωση μέσω της γιόγκα.  Άρχισε να έχει ψυχεδελικά οράματα, να ακούει εξωγήϊνη μουσική, και να επισκέπτεται εξωτικούς πλανήτες όπου συζητούσε με θεούς και τρομακτικά πλάσματα. Ο γιόγκι του εξηγούσε ότι όλα αυτά ήταν φυσιολογικά. Ήταν μάλιστα κοινή γνώση ότι δαίμονες που περιγράφονται στις ιερές γραφές του Ινδουισμού έχουν καταλάβει γιόγκι στο παρελθόν. Οι εν λόγω εμπειρίες τον έκαναν να αισθάνεται ότι ήταν “το σύμπαν, Κύριος πάντων, παντοδύναμος, πανταχού παρών”. Λάτρευε τον εαυτό του στεκόμενος μπροστά σε καθρέπτη, και όταν περπατούσε στο δρόμο αισθανόταν ότι τα πλάσματα υποκλίνονταν μπροστά του. Ο Κρίσνα είχε υποσχεθεί αυτή τη θεία γνώση σε όποιον εξασκείτο στη γιόγκα, δηλαδή ότι όλοι οι άνθρωποι ήταν από την αυτή Ουσία, εκτός φυσικά από εκείνους που δεν ανήκαν στις τέσσερις Ινδουιστικές κάστες.

Μόλις επέστρεψε από την εκπαίδευσή του απέκτησε τη συνήθεια του καπνίσματος, και έκλεβε τσιγάρα, αφού δεν μπορούσε να αγοράσει λόγω ηλικίας. Στις δημόσιες θρησκευτικές τελετές ράντιζε τους παρευρισκόμενους με ιερό νερό ή τους σημάδευε το πρόσωπο με ιερή άσπρη πάστα και μάζευε σημαντικές χρηματικές προσφορές. Ήταν το κέντρο της προσοχής και του θαυμασμού, κάτι το οποίο απολάμβανε. Αναλόγως έπρατταν και άλλοι σαν αυτόν, οι οποίοι υπόσχονταν να προετοιμάσουν το δρόμο –με μεγάλη χρηματική αμοιβή– για την είσοδο κάποιου στην επόμενη ζωή, και υπόσχονταν ακόμα και τη νιρβάνα.

Όσο συνέχιζε ανελλιπώς και με ζήλο να εξασκεί τη γιόγκα, οι εμπειρίες του αυξάνονταν. Μερικές φορές μεταφέρονταν με αστρική προβολή σε μακρινούς πλανήτες, όπου θεοί έπαιρναν μορφές και κουβέντιαζαν μαζί του. Ύστερα από χρόνια έμαθε ότι τέτοιες εμπειρίες είχαν αναπαραχθεί σε εργαστήρια με τη χρήση ύπνωσης και LSD. Σε βαθιά αυτοσυγκέντρωση βρισκόταν με φόβο καθισμένος στα πόδια του θεού Σίβα, ο οποίος είχε μια απειλητική κόμπρα τυλιγμένη στο λαιμό του. Ο Ράμπι δεν φοβόταν κανέναν άλλο θεό όπως αυτόν, και γι’ αυτό τον λάτρευε, για να τον εξευμενίσει. “Παρά τις προσπάθειές μου με μάντρας, τελετουργίες και λατρεία, δεν μπορούσα να βρω ειρήνη στη σχέση μου με το φοβερό αυτό θεό, που ήταν γνωστός ως καταστροφέας”, λέει ο ίδιος. Ένα βράδυ ο ξάδερφός του είχε χτυπηθεί στον πρόσωπο από τον Σίβα ενώ διάβαζε, και το πρωί τα σημάδια ήταν ακόμα εμφανή, ενώ άλλες φορές ένιωθε αόρατα χέρια να τον πνίγουν στο κρεβάτι του. Ο Ράμπι είχε δεχθεί παρόμοιες επιθέσεις.

Με το θάνατο του παππού του, η θεία του Ρεβάτη έγινε η κεφαλή της οικογενείας. Ήταν πολύ ευλαβής ινδουίστρια, έκανε πολλές ώρες προσευχή και πολλές προσφορές στους θεούς. Οι απαιτήσεις των εργασιών στο σπίτι της σπαταλούσαν πολύτιμο χρόνο και δυσανασχετούσε. Ο Ράμπι φιλονικούσε έντονα μαζί της, επειδή θεωρούσε κι αυτός ότι οι εργασίες του σπιτιού ήταν κατώτερες του επιπέδου του. Στο αποκορύφωμα ενός καβγά έφτασε μέχρι και να μαστιγώσει τις τσιμεντένιες κολώνες του σπιτιού για εκφοβισμό και έδειρε τα ξαδέλφια του με τη ζωστήρα, ενώ στο τέλος υποχώρησε συγχυσμένος και ντροπιασμένος. Ήταν περιπτώσεις όπου αισθανόταν ότι το πνεύμα του Νάνα τον καταλάμβανε προσωρινά.

Ως μελλοντικός πνευματικός ηγέτης, ήξερε ότι έπρεπε να αποκτήσει και συμβατική εκπαίδευση, για να μπορεί να ανταπεξέλθει στις διδασκαλικές απαιτήσεις της θέσης αυτής, κι έτσι γράφτηκε σε γυμνάσιο. Όμως, η επαφή του με αλλόθρησκους και αλλόφυλους απετέλεσε σοβαρή πρόκληση για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Όλη του τη ζωή είχε βαθύ μίσος γι αυτούς, επειδή έτρωγαν το θεό του, την αγελάδα. Εκεί γνώρισε αρκετούς από πλούσιες οικογένειες με πολύ καλύτερη χρήση της αγγλικής από τον ίδιο. Στο μέρος όπου ζούσε ήταν αναγνωρισμένος σαν θεός, αλλά οι συμφοιτητές του τον έβλεπαν σαν όμοιό τους, αν όχι κατώτερο, και έκαναν ερωτήσεις που εξέθεταν την πίστη του. Τέτοιες εμπειρίες τον έφερναν κοντά στην γελοιοποίηση.

Η ύπαρξη ανθρώπων που δεν ανήκαν στις τάξεις–κάστες του Ινδουισμού τον έκανε να αναρωτιέται, αφού σύμφωνα με τον Ινδουισμό, ο ίδιος ο Βράχμα δημιούργησε τις τέσσερις τάξεις από το σώμα του. Μάλιστα, όλοι οι μη ινδουιστές δεν είχαν ελπίδα σωτηρίας μέσω της γιόγκα και της μετενσάρκωσης. Επίσης ήξερε ότι η Ινδία είναι μια χώρα με εξαθλιωμένους και φτωχούς πολίτες σε απελπιστικά ανθυγιεινές συνθήκες διαβίωσης, έστω κι αν είχαν περάσει χιλιάδες χρόνια γιόγκα, βελτιωμένου Κάρμα και ανοδικής μετενσάρκωσης προς την ένωση με το Βραχμάν. Η μόνη απόδειξη της πραγματικότητας του Ινδουισμού που είχε ήταν οι συναντήσεις του με πνευματικά όντα κατά την διάρκεια των λατρευτικών του καθηκόντων.

Το αποκορύφωμα της εσωτερικής του σύγχυσης ήλθε κατά τον τρίτο χρόνο στο γυμνάσιο. Ταλαντευόταν ανάμεσα στην Ινδουιστική πεποίθηση ότι ο Θεός-Δημιουργός και δημιουργία ήταν ένα και το αυτό, και την αντίληψη πως ο Θεός-Δημιουργός ήταν ξεχωριστός από την δημιουργία. Άρχισε σιγά-σιγά να σκέπτεται τον  Δημιουργό ως τον αληθινό Θεό, αγαθό και τρυφερό, σε αντίθεση με τους ινδουιστικούς θεούς που του προξενούσαν φόβο. “Δεν υπήρχε ούτε ένας ινδουιστικός θεός τον οποίον αισθανόμουν ότι μπορούσα να εμπιστευθώ πραγματικά. Ούτε ένας δεν με αγαπούσε”, ομολογεί. Αισθάνονταν πως η επιδίωξη της αυτογνωσίας μέσω της γιόγκα στην ουσία τον απομάκρυνε από τον αληθινό Θεό. Μεγάλη διάσπαση του προκαλούσαν επίσης τα έντονα ξεσπάσματα θυμού εναντίον της θείας του, που έφτασαν μέχρι και να της επιτεθεί με μια ράβδο γυμναστικής με βάρη που σήκωσε υπερφυσικά, κάτι που βέβαια τον τρόμαξε. Τέτοιες ακρότητες ερχόντουσαν σε πλήρη αντίθεση με τη μακαριότητα και ειρήνη που είχε κατά την αυτοσυγκέντρωσή του και την πεποίθησή της μη-βίας και σεβασμού κάθε έμβιου όντος, κι έτσι, δυσκολευόταν να πείσει τον εαυτό του ότι ήταν το Βραχμάν.

Μια μέρα έριξε κατά λάθος στο πάτωμα ένα άγαλμα του Κρίσνα, παραμορφώνοντάς το ελαφρώς. Πραγματικά παγωμένος από τρόμο, προσπαθούσε να διορθώσει μιαν αδιόρθωτη για οποιονδήποτε ινδουιστή κατάσταση, αφού η αυτογνωσία και η νιρβάνα θα ήταν πλέον για αυτόν άπιαστο όνειρο και η τιμωρία στην επόμενη ζωή του βέβαιη και αμείλικτη. Αναγκάστηκε παρά ταύτα, να αναγνωρίσει τον παραλογισμό αυτής της σκέψης.

Παράλληλα με αυτά τα γεγονότα, ο Θεός του έδειχνε διακριτικά το δρόμο με κάποια θαυμαστά γεγονότα. Το πρώτο περιστατικό συνέβη κατά τη διάρκεια ενός περιπάτου στην ύπαιθρο, όπου ένα μεγάλο φίδι τον στρίμωξε σε ένα γκρεμό. Έντρομος, θυμήθηκε κάτι που του είχε πει η μητέρα του όταν ήταν μικρός: “εάν ποτέ είσαι σε πραγματικό κίνδυνο και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, υπάρχει ένας θεός που μπορείς να επικαλεστείς. Το όνομά του είναι Ιησούς”. Το δοκίμασε, και το φίδι έκανε γρήγορα μεταβολή και έφυγε.

Κάμποσο καιρό αργότερα, ενώ βρισκόταν στο νοσοκομείο μετά από εγχείρηση, αισθάνθηκε μεγάλο πόνο και σκοτοδίνη. Πριν λιποθυμήσει, ζήτησε μηχανικά βοήθεια από τον Ιησού και αμέσως αισθάνθηκε ένα χέρι να τον κρατάει από το μπράτσο, έστω κι αν ήταν μόνος στο δωμάτιο. Όταν επανήλθε ο πόνος είχε εξαφανισθεί και αισθάνονταν υγιής, δυνατός και γαλήνιος.

Κανένα από τα δύο περιστατικά δεν τον συντάραξε τόσο, όσο αυτό που συνέβη κατά τη διάρκεια μιας δημόσιας τελετής, κατά το τέλος του τρίτου έτους του γυμνασίου: όταν άπλωσε το χέρι να ευλογήσει μια γυναίκα, άκουσε μέσα του μια “φωνή αλάνθαστης παντοδύναμης εξουσίας”, να του λέει: “Δεν είσαι Θεός Ράμπι! Δεν είσαι Θεός!”. Ήξερε ότι ήταν η φωνή του πραγματικού Θεού. Τρέμοντας, αισθάνθηκε την ανάγκη να πέσει στα γόνατα ζητώντας συγχώρεση, αλλά δεν το έκανε, επειδή θα ήταν αδύνατο να δικαιολογηθεί στους παρευρισκόμενους. Συντετριμμένος, κλείστηκε για μέρες στο δωμάτιό του, μη μπορώντας να διανοηθεί πώς τόλμησε να δεχτεί τη λατρεία που ανήκε μόνο στον Θεό. Ήταν τόσο απελπισμένος, που μόνο ο φόβος του τί τον περίμενε τον απέτρεπε από την αυτοκτονία. Δεν ήξερε όμως άλλο τρόπο να βρει το Θεό πέραν του Ινδουισμού.

Εκείνες τις ημέρες μια φίλη πήγε σπίτι του να του μιλήσει για την εμπειρία της με τον Χριστιανισμό, τον οποίο είχε πρόσφατα ασπασθεί. Ο Ράμπι, αρνούμενος φανατικά να δεχθεί οποιαδήποτε χριστιανική διδαχή, προσποιήθηκε πως είναι απόλυτα ευχαριστημένος με τη θρησκεία του. Του μίλησε για συγχώρεση αμαρτιών, αλλά ο ίδιος ήξερε από τον Ινδουισμό ότι δεν υπήρχε συγχώρεση, μόνο κάρμα, και πως οποιαδήποτε οδό κι αν πάρει κανείς στη ζωή του, το κάρμα και η μετενσάρκωση θα τον φέρουν στον Κρίσνα. Εκνευρισμένος προσπαθούσε να υποστηρίξει τις θεωρίες του Ινδουισμού, αλλά η κοπέλα είχε την ειρήνη που χαρίζει η επαφή με τον Ιησού, κάτι που ο Ράμπι δεν μπορούσε να αμφισβητήσει και ζήλευε. Όταν έμεινε πια μόνος και εγκλωβισμένος σε έναν εσωτερικό τυφώνα αμφιβολιών, μίσους για τον Χριστιανισμό, υπερηφάνειας, εγωϊσμού, συναισθηματικής συντριβής, αλλά και εσωτερικής πληροφορίας πως υπήρχε κάτι αληθινό στον Ιησού, πίεσε τον εαυτό του και προσευχήθηκε στον Θεό να του δείξει την αλήθεια. Γαλήνευσε με τη σιγουριά πως για πρώτη φορά στη ζωή του ο Θεός θα απαντούσε στην προσευχή του, έστω κι αν έτσι πρόδιδε τη θρησκεία, την τάξη και τον πατέρα του.

Πλέον, του ήταν σαφές πως ήταν ένας μικρός τύραννος που περιστρέφονταν γύρω από τις επιθυμίες του. Η καρδιά του τον πληροφορούσε αλάνθαστα πως η αλήθεια ήταν στον Ιησού, έστω κι αν δεν μίλαγε γι’ αυτό σε κανέναν. Ώσπου μια μέρα δέχτηκε αυθόρμητα να πάει με τον ξάδελφό του σε μια χριστιανική συνάθροιση που θα γινόταν στην παράγκα μιας φτωχογειτονιάς. Όλα ήταν απλά, αλλά τον συνεπήρε ο ενθουσιασμός των λίγων παρευρισκομένων. Μετά από την ανάγνωση ψαλμών και τον λόγο του κήρυκα, όπου νόμιζε ότι απευθυνόταν αποκλειστικά σε αυτόν, γονάτισε μπροστά του για να δεχθεί τον Ιησού στην ζωή του. Σε κατάσταση πραγματικής μετανοίας είπε μια αυτοσχέδια προσευχή και αισθάνθηκε ένα λαμπρό φως να πλημμυρίζει την ψυχή του. Ήξερε ότι ο Ιησούς είχε έλθει να ζήσει μέσα του και τον ανακαίνισε πνευματικά και ψυχικά. Ήταν ευτυχής που για πρώτη φορά αισθάνθηκε τί σημαίνει να έχει κανείς πραγματική εσωτερική ειρήνη, αγάπη και κοινωνία με τους ανθρώπους γύρω του.

Όταν το ανακοίνωσε στην οικογένειά του, ανακάλυψε ότι λίγο-πολύ όλοι είχαν αρχίσει να μεταστρέφονται κρυφά ή φανερά στον Χριστιανισμό. Αυτός και η θεία του συγχώρεσαν ο ένας τον άλλο και το παρελθόν μίσους κατέρρευσε, δίνοντας νέα πνοή στη σχέση τους. Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα έγιναν όλοι Χριστιανοί. Έκαψαν τα είδωλα, τελετουργικά σκεύη και οτιδήποτε ινδουιστικό είχαν στο σπίτι, και οι εμφανίσεις του πνεύματος του Νάνα σταμάτησαν. Η γιαγιά του, η οποία ήταν σε αναπηρικό καροτσάκι, ξαναπερπάτησε επειδή το ζήτησε με μεγάλη πίστη από τον Κύριο. Οι μέχρι τότε φίλοι τούς αντιμετώπιζαν τώρα με θυμό και μίσος.

Ο Ράμπι φοίτησε σε Βιβλικό Κολλέγιο και ξεκίνησε μια μακρά πορεία ως κήρυκας του Ευαγγελίου, οδηγώντας πολλούς στον Χριστό.

Αυτή ήταν εν συντομία η ιστορία του Rabindranath R. Maharaj, που πέρασε μέσα από σκοτεινούς δρόμους, και παθαίνοντας έμαθε την αλήθεια. Παρόμοιες διηγήσεις από τον κόσμο της άπω Ανατολής είχαμε και από παθόντες που κατέφυγαν στην βοήθεια και στήριξη του οσίου γέροντος Παϊσίου. Αυτό που διαφαίνεται σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι η αφετηρία  των πνευματικών αυτών εμπειριών, που είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από τον αγαθό αληθινό Θεό.

Δεν είναι δύσκολο να πλανηθεί κανείς, επειδή κι ο διάβολος μπορεί να κάνει θαύματα και να παρέχει “πνευματικά ταξίδια”. Όλες οι θρησκείες δεν αναφέρονται στον ίδιο Θεό, ούτε όλες οι θρησκείες οδηγούν στον ίδιο Θεό.  Όμως, σήμερα ξένες θρησκείες οικειοποιούνται και “ντύνουν” τη φιλοσοφία τους με χριστιανικά στοιχεία, όπως η αγάπη, ώστε να διευκολύνουν το δρόμο της διάδοσής τους στο χριστιανικό κόσμο. Είναι εμφανής στην Ευρώπη η συστηματική προώθηση φιλοσοφιών της Άπω Ανατολής, όπως η γιόγκα, διαφημιζομένων με εύπεπτη ορολογία, καλυμμένων με το περιτύλιγμα της πνευματικής και σωματικής υγείας και ευεξίας. Συχνά παραλείπεται η οργανική σύνδεση αυτών των πρακτικών με τους Ινδουιστικούς “θεούς ” και τη στάση ζωής που απορρέει από τους μύθους τους.

Η ευαισθησία που συχνά έχουμε ως προς την ποιότητα και τα αγνά συστατικά της υλικής τροφής καλό θα ήταν να χαρακτηρίζει και την πρόσληψη της πνευματικής τροφής και την αναζήτηση της αληθινής εμπειρίας.

 

 Μεταγραφή – περίληψη από το βιβλίο “Ο θάνατος ενός γκουρού – ένας Ινδουιστής  έρχεται στο Χριστό”,                        Rabindranath R. Maharaj, εκδόσεις Πέργαμος, 1990.

(επιμέλεια Ιερομ. Χριστοφόρου, Ιερά Μονή Φανερωμένης)