ΕΝΑ ΤΣΟΥΒΑΛΙ ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ

ΕΝΑ ΤΣΟΥΒΑΛΙ ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ

Η παγκόσμια αγορά διαθέτει σήμερα για τον καταναλωτή όχι μόνο υλικά αλλά και «πνευματικά» αγαθά. Ένας τομέας που συνεχώς ανανεώνεται και προωθείται είναι εκείνος των προφητειών. Απευθύνεται σε όλους τους τύπους ανθρώπων, ανεξαρτήτως φιλοσοφίας, θρησκείας, καταγωγής, και εκτείνεται από τα απλά της ατομικής καθημερινότητας, μέχρι τα συμπαντικού ενδιαφέροντος θέματα.

Παρατηρούμε ότι ένα μέρος της Ορθόδοξης Χριστιανικής εσχατολογίας εντάσσεται σήμερα σε αυτό το πλαίσιο. Η βεντάλια του μέλλοντος προβάλλεται συχνά με κινηματογραφική λεπτομέρεια, ενώ η διαδικτυακή και τηλεοπτική  παρουσίαση επενδύεται μουσικά, κατά τη συνταγή των Αμερικανικών προπαγανδιστικών υπερπαραγωγών.

Αυτά δεν λέγονται για να αμφισβητηθεί το χάρισμα της προφητείας. Η Εκκλησία κινείται στην αδιάσπαστη γραμμή των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης. Ο προφήτης στέκει ενώπιον του Θεού, ακούει τον Θεό και μεταφέρει το μήνυμα του Θεού στον λαό Του. Μήνυμα μετανοίας, παρακλήσεως, πιστότητας, καθοδήγησης.

Κάθε αληθινός Άγιος μετέχει σε τούτο το χάρισμα της προφητείας, στον βαθμό που «βλέπει» όσα δεν φαίνονται. Σχεδόν αδύνατο να περιγραφεί η πνευματική αυτή διαδικασία. Απλά μπορούμε να πούμε ότι δια της πρακτικής φιλοσοφίας ο νους φωτίζεται από το Πνεύμα του Θεού, αποκτά τις ποιότητές Του. Έτσι έχουμε πνευματική όψη και ακοή λόγων και πραγμάτων, ή κάποια εσωτερική πληροφορία, κατά παράδοξον χάριν, χωρίς την παρουσία προσώπου ή φωνής.

Η προφητεία δεν νοείται έξω από τις άλλες αρετές. Μία από αυτές είναι και η ταπείνωση. Ο όσιος Παΐσιος γνώριζε καλά ότι κανείς δεν είναι αλάθητος. Αναφερόμενος σε μελλοντικά γεγονότα, συνήθιζε να αρχίζει με το «μου λέει ο λογισμός μου». Δεν καθόριζε χρόνους (όπως άλλοι σύγχρονοι επώνυμοι και ανώνυμοι που εν συνεχεία διαψεύδονται) και πίστευε ότι αν ο άνθρωπος αλλάζει, και ο Θεός αλλάζει, όπως βλέπουμε και στην Παλαιά Διαθήκη. Η ίδια η αγία Ευφημία, που τον επισκέφθηκε, δεν του προδιέγραψε το μέλλον, αλλά του παρουσίασε δυνατές εξελίξεις, εξαρτώμενες όμως και από τις ανθρώπινες επιλογές. Ένα είναι σίγουρο, ότι η προφητεία δίνεται για την μετάνοια, τη στροφή της ύπαρξής μας στον Θεό, και όχι τὴν οργάνωση της ατομικής μας ζωής ή τον εφησυχασμό.

Όσοι μετέχουν στο χάρισμα της προφητείας, είναι άνθρωποι της νήψης. Έχουν καθαρές πνευματικές αισθήσεις, η ψυχή τους είναι καθαρός καθρέπτης, όπου αντανακλώνται τα μυστήρια του Θεού και του κόσμου. Η νήψη, όμως, είναι αίτημα όχι μόνο για τον προφήτη αλλά και για τον αποδέκτη της προφητείας. Ποιος είναι ο σωστός αποδέκτης; Είναι αυτός που εντυπωσιάζεται; Είναι αυτός που βιάζει καταστάσεις προκειμένου να επαληθευθεί η προφητεία;

Καλός αποδέκτης είναι αυτός που αφενός αξιοποιεί πνευματικά ό,τι ακούει, αφετέρου έχει καθαρό νου, ώστε να ερμηνεύσει τα γεγονότα, όταν αυτά γίνουν, είναι δηλαδή σε θέση να διακρίνει αβίαστα και εν Πνεύματι. «Αβίαστα» και «εν Πνεύματι» σημαίνει ότι εκείνο που με κάνει να μπορώ να διακρίνω είναι η νήψη, η προσευχή και η αγάπη, και όχι το σερφάρισμα σε ένα κυκλώνα πληροφοριών. Δυστυχώς, κάποιοι αφιερώνουν ώρες για την ενημέρωσή τους ως προς τον χρόνο ελεύσεως του Αντιχρίστου ή τις εθνικές επανακτήσεις, αλλά δεν θυμούνται να ανοίξουν το Ευαγγέλιο, να καθρεφτίσουν τον εαυτό τους στον λόγο του Θεού. Πώς θα γλυτώσουν έτσι τον κίνδυνο της πλάνης;

Ιδιαίτερα επιπόλαιη είναι σήμερα η χρήση του προσώπου του Οσίου Παϊσίου για την υποτιθέμενη προβολή της ορθόδοξης αληθείας. (Ακραίο παράδειγμα η διάθεση ηχητικών αρχείων με τη φωνή του γέροντος, όπου ακούγεται φωνή άλλου γέροντος!). Φοβούμεθα ότι τούτο ικανοποιεί τη σημερινή εμμονή στις προφητείες, εμμονή που καλλιεργείται πάνω σε ένα έλλειμμα πίστεως, και επαναφέρει «πνεύμα δουλείας πάλιν εις φόβον».

Σήμερα, στον καιρό της σύγχυσης και του φόβου, στην εποχή της εικόνας και του εντυπωσιασμού, όπου τα πάντα (λόγια, αισθήματα, βιώματα) είναι τόσο ρηχά, δεν υπάρχει πιο μεγάλη, πιο καίρια, πιο επίκαιρη προφητεία από αυτή του Μεγάλου Αθανασίου: «Ετοίμαζε τον εαυτό σου καθημερινά για να υποδεχθεί τον Χριστό. Έλεγχε καθημερινά τον εαυτό σου με γνώμονα τις εντολές του Χριστού, σε τί υστέρησες, και άρχισε να το ανοικοδομείς.»

Ως Χριστιανοί, προσδοκάμε την του Χριστού παρουσία «ἐν ὕμνοις», και αυτή η παρουσία είναι το πιο όμορφο κομμάτι της καθημερινής μας ζωής, όχι απλώς ως προσδοκία, αλλά και ως εμπειρία του ζωντανού, αναστημένου Χριστού. Αλλά αν είμαστε κενοί και ρηχοί, τί να την κάνουμε την Πόλη ή την ημερομηνία γεννήσεως του Αντιχρίστου;

Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος
Ιερά Μονή Φανερωμένης

 

ΕΝ ΘΛΙΨΕΙ ΕΜΝΗΣΜΗΜΕΝ ΣΟΥ, ΚΥΡΙΕ

ΕΝ ΘΛΙΨΕΙ ΕΜΝΗΣΜΗΜΕΝ ΣΟΥ, ΚΥΡΙΕ

— Γέροντα, μήπως από καιρό σε καιρό επιτρέπει ο καλός Θεός να γίνεται κάποιος διωγμός, ὠστε να δοκιμάζεται η γνησιότητα της πίστεώς μας;

Το κάνει από καιρό σε καιρό. Παίρνει το κόσκινο και κοσκινίζει. Μας δοκιμάζει και συγχρόνως μας παιδαγωγεί. “Εν θλίψει εμνήσθημέν σου, Κύριε”, λέγει ο προφήτης Ησαΐας. Μέσα στις θλίψεις και στους πειρασμούς σε θυμηθήκαμε, Κύριε. Κατά την Κατοχή, αλλά και μετά, είχαμε πλησιάσει περισσότερο τον Θεό. Θυμάμαι στην πατρίδα μου, την Μεσσηνία, κάπου στο 1947 είχαν γίνει πάλι σεισμοί. Και οι Εκκλησίες γέμισαν. Πάνω στο ταρακούνημα τρέχουμε όλοι. Μετά από λίγο δυστυχώς ξεχνάμε τον Θεό.

Όταν έγινε ο σεισμός του 1981 στην Αθήνα, μου έλεγε φίλος ιατρός ότι άκριβώς εκείνη την στιγμή κάποιος γνωστός του μάλωνε με την γυναίκα του και βλασφημούσε. Η γυναίκα του του έλεγε: “Μη βλαστημάς, μωρέ, μη βλαστημάς, γιατί θα ρίξει φωτιά ο Θεός από τον ουρανό”. Αυτός συνέχισε. Εκείνη την ώρα αρχίζει το ταρακούνημα, οπότε αρχίζει να λέει: “Κύριε ελέησον. Κύριε ελέησον. Κύριε ελέησον. Κύριε ελέησον”!

Πολλές φορές, λοιπόν, όταν έχουμε όλα τα αγαθά, ξεχνάμε τον Θεό. Όπως λέγει η Γραφή για τον Ισραήλ: “ἐνεπλήσθη καὶ ἀπελάκτισεν ὁ ἠγαπημένος. Ἐλιπάνθη, ἐπαχύνθη, ἐπλατύνθη καὶ ἐγκατέλιπεν τὸν Θεὸν τὸν ποιήσαντα αὐτόν” (Δευτ. 32,15). Τον εκαλόθρεψα, λέγει, τον Ισραήλ, τον επάχυνα, του έδωσα λαούς γύρω να κατακτήσει, του έδωσα γη, όλα αυτά, και εκείνος με απελάκτισε, έφυγε. Και πολλές φορές επέτρεψε ο Θεός να υποδουλωθεί για να ξαναγυρίσει σ’ Αυτόν.

Επομένως ο Θεός σέβεται την ελευθερία μας και μας αφήνει να κάνουμε αυτό που θέλουμε, διότι η ελευθερία είναι δώρο Του, και ο Θεός δεν αναιρεί τον Εαυτό Του, δεν παίρνει πίσω το δώρο που μας έδωσε. Συγχρόνως, όμως, ο Θεός μας αγαπά διότι είμεθα παιδιά Του. Όταν λοιπόν κάνουμε κακή χρήση της ελευθερίας, μας δίνει ένα κατακέφαλο για να συνέλθουμε. Και αν συνέλθουμε, συνήλθαμε. Αν δεν συνέλθουμε, “ἄξια ὧν ἐπράξαμεν θὰ ἀπολάβωμεν” (βλ. Λουκ. 23,41). 

π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος

(από το βιβλίο “Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθόμεθα”, Ἱ. Ἠσυχαστήριον Κεχαριτωμένης Θεοτόκου, 2003)

ΠΕΡΙ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΣ

ΠΕΡΙ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΣ

Όταν ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο, έβαλε μέσα του ένα θείο σπέρμα, σαν ένα είδος λογισμού πιο θερμού και φωτεινού, να έχει τη θέση της σπίθας, για να φωτίζει το νου και να του δείχνει να ξεχωρίζει το καλό από το κακό. Αυτό ονομάζεται συνείδηση, και είναι ο φυσικός νόμος.

Επειδή όμως αυτή παραχώθηκε και καταπατήθηκε από τους ανθρώπους με την προοδευτική εξάπλωση της αμαρτίας, χρειαστήκαμε το γραπτό νόμο, χρειαστήκαμε τους αγίους προφήτες, χρειαστήκαμε την ενανθρώπιση του ίδιου του Δεσπότη μας Ιησού Χριστού, για να την ξαναφέρει στο φως και να την αναστήσει, για να ξαναδώσει ζωή, με την τήρηση των αγίων εντολών του Θεού, σε κείνη τη σπίθα που ήταν παραχωμένη.

Τώρα λοιπόν είναι στο χέρι μας ή να την παραχώσουμε πάλι ή να την αφήσουμε να λάμπει και να μας φωτίζει, αν συμμορφωνόμαστε με τις υποδείξεις της. Γιατί όταν η συνείδηση μας υπαγορεύει να κάνουμε αυτό, και αδιαφορούμε, και πάλι μας λέει να κάνουμε εκείνο, και δεν το κάνουμε, αλλά σταθερά και αδιάκοπα την καταπατούμε, έτσι τη θάβουμε και δεν μπορεί πια να φωνάξει δυνατά μέσα μας, από το βάρος που τη σκεπάζει. Όπως ακριβώς το λυχνάρι που δίνει θαμπό φως, έτσι κι αυτή αρχίζει να μας δείχνει όλο πιο θολά, όλο πιο σκοτεινά τα πράγματα, όπως συμβαίνει και με το θολωμένο από τα πολλά χώματα νερό, που δεν μπορεί κανείς να δει μέσα το πρόσωπό του. Έτσι σιγά-σιγά καταντάμε να μην αισθανόμαστε εκείνα που μας υπαγορεύει η συνείδησή μας και να φτάνουμε στο σημείο να νομίζουμε ότι δεν την έχουμε καθόλου. Όμως δεν υπάρχει κανένας που να μην την έχει. Γιατί αυτό είναι κάτι θεϊκό, όπως ήδη είπαμε, και δεν χάνεται ποτέ, αλλά πάντα μας θυμίζει εκείνο που οφείλουμε να κάνουμε.

Ας φροντίσουμε λοιπόν αδελφοί μου να φυλάμε την συνείδησή μας, όσο ακόμα βρισκόμαστε σε αυτόν τον κόσμο, χωρίς να την προκαλούμε να μας ελέγξει για κάποιο πράγμα. Χωρίς να την καταπατούμε σε τίποτα απολύτως, ούτε και στο ελάχιστο. Γιατί ξέρετε καλά ότι από τα μικρά αυτά και ασήμαντα, όπως λένε, φτάνουμε να καταφρονούμε και τα μεγάλα. Γιατί όταν αρχίσει κανείς να λέει: «Τί σημασία έχει, αν πω αυτό το λόγο; Τί σημασία αν φάω λιγάκι; Τί σημασία έχει αν δώσω προσοχή σε αυτό εδώ το πράγμα;». Από το «τί σημασία έχει αυτό και τί σημασία έχει εκείνο» αποκτάει κανείς κακή και διεστραμμένη διάθεση και αρχίζει να καταφρονεί τα μεγάλα και βαρύτερα, και να καταπατεί την ίδια τη συνείδησή του. Και έτσι προχωρώντας σιγά-σιγά κινδυνεύει να πέσει σε αναισθησία.

Η προσπάθειά μας να φυλάξουμε τη συνείδησή μας άγρυπνη και να συμμορφωνόμαστε με τις υποδείξεις της παίρνει πολλές και ποικίλες μορφές. Γιατί πρέπει να ενεργεί κανείς «κατά συνείδηση» και προς τον Θεόν, και προς τον πλησίον και προς τα πράγματα. Προς μεν τον Θεό, για να μην καταφρονεί τις εντολές Του, και όταν δεν τον βλέπει άνθρωπος και όταν κανείς δεν απαιτεί τίποτα από αυτόν. Αυτός ενεργεί κατά συνείδηση έναντι του Θεού μυστικά.

Η τήρηση της συνειδήσεως προς τον πλησίον είναι να μην κάνει κανείς τίποτε απολύτως που καταλαβαίνει ότι θλίβει ή πληγώνει τον πλησίον, είτε με έργο, είτε με λόγο, είτε με κάποια κίνηση, είτε με ένα βλέμμα – γιατί μπορεί κανείς και με μια κίνηση, όπως πολλές φορές λέω, να πληγώσει τον πλησίον, μπορεί και με ένα βλέμμα. Και με λίγα λόγια ο άνθρωπος μολύνει τη συνείδησή του με όσα καταλαβαίνει ότι κάνει επίτηδες για να προκαλέσει λογισμούς στον πλησίον, επειδή ξέρει ότι το κάνει επίτηδες για να τον βλάψει ή να τον στενοχωρήσει. Το να φυλάξει λοιπόν τη συνείδηση και να μην κάνει κάτι τέτοιο, είναι να αυτό που λέμε, να ενεργεί κατά συνείδηση προς τον πλησίον.

Να ενεργεί κανείς κατά συνείδηση προς τα υλικά πράγματα σημαίνει να μην κάνει κατάχρηση κανενός πράγματος, να μην αφήνει κάτι να καταστραφεί ή να πεταχτεί. Αλλά και αν ακόμα δει κάτι πεταμένο, να μην το αγνοήσει έστω κι αν αυτό φαίνεται ασήμαντο, αλλά να το μαζέψει και να το βάλει στη θέση του.

 Αββάς Δωρόθεος, Έργα Ασκητικά

 

Η ΠΝΙΓΜΟΝΗ ΤΟΥ ΙΣΟΓΕΙΟΥ

Η ΠΝΙΓΜΟΝΗ ΤΟΥ ΙΣΟΓΕΙΟΥ

Διηγείται ένας ποιητής τοῦ 17ου αιώνα, ο Τζων Νταν, ένα φαιδρό όσο και πικρό περιστατικό από τη ζωή του.

“Επισκεπτόμενος για ένα μικρό διάστημα μια πόλη της Γερμανίας, εγκαταστάθηκα στο ισόγειο ενός κτηρίου πολυώροφου, όπου κατοικούσαν πολλές οικογένειες, και πραγματικά ήταν τόσο μεγάλο, ώστε θα μπορούσε να είναι μια ενορία. Αλλά κάθε άλλο παρά ενορία ήταν. Όταν λοιπόν ρώτησα ποιοί κατοικούν πάνω απ’ το κεφάλι μου, μου είπαν μια οικογένεια Προτεσταντών. Και πάνω από αυτούς ποιοί; Μια άλλη οικογένεια Προτεσταντών. Και μια άλλη πάνω απ’ εκείνους. Και όλο το οίκημα ήταν ένα σύμπλεγμα τέτοιων κουτιών. Πολλοί τεχνίτες, όλοι με την ίδια πίστη. Τότε ρώτησα σε ποιό δωμάτιο συγκεντρώνονται για τις λατρευτικές τους ακολουθίες. Έλαβα την απάντηση ότι δεν συγκεντρώνονται ποτέ. Διότι, αν και ήσαν όλοι Προτεστάντες, επειδή είχαν κάποιες προσωπικές διαφορές απεχθάνονταν ο ένας τον άλλον, και μολονότι πολλοί εξ αυτών ήσαν συγγενείς εξ αίματος και είχαν κοινά συμφέροντα, εντούτοις ο γιος είχε αποκηρύξει τον πατέρα που έμενε στο δωμάτιο πάνω απ’ αυτόν, και ο ανιψιός τον θείο και ούτω καθ’ εξής. Θυμήθηκα ότι ο άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής εγκατέλειψε το δημόσιο λουτρό, όταν μπήκε μέσα ο αιρετικός Κήρινθος, και έτσι έκανα το ίδιο.

Ο ποιητής αρεσκόταν να φιλοσοφεί και να βρίσκει ωφέλεια και μέσα από τα δυσάρεστα γεγονότα της καθημερινότητας. Έτσι αναζήτησε μιαν αλληγορία στο πάθημά του. Και μετέφερε αυτή την εικόνα στην εσωτερική πνευματική ζωή. Ναι, όλοι αυτοί που ήταν ο ένας πάνω στον άλλο, αφορισμένοι ο ένας από τον άλλο, και όλοι πάνω απ’ το κεφάλι του, έμοιαζαν σαν τις αμαρτίες που θεληματικά γίνονται συνήθεια και καλύπτουν τον άνθρωπο.

“Και άρχισα να σκέπτομαι πόσοι όροφοι, πόσα πατώματα διαχωριστικά βρίσκονται ανάμεσα σε μένα και στον Θεό. Αυτά είναι το πλήθος των αμαρτιών που εγκαταστάθηκαν από πάνω μας, σαν ταβάνια, σαν πολλές αψιδωτές οροφές. Γιατί, αν και αυτές οι αμαρτίες της συνήθειας είναι στενοί συγγενείς, και η μια παράγεται από την άλλη, ταυτόχρονα, παρόλη την συγγένειά τους αφορίζουν η μία την άλλη, αφού η πλεονεξία δεν κατοικεί στον ίδιο όροφο με τη σπατάλη. Όμως, ανεβαίνεις τη σκάλα, και νά σου ο άλλος Προτεστάντης, με άλλα λόγια, μέσα σε λίγα χρόνια ο σπάταλος γίνεται πλεονέκτης. Όλα αυτά μαζί χωρίζουν από τον Θεό, σαν μια οροφή, σαν μια αψίδα, που είναι γερή ώστε να μην υποχωρεί εύκολα σε διάφορα βάρη.Ο ποιητής ανακαλεί στην μνήμη του τον στίχο του βασιλιά Δαβίδ: “αἱ ἀνομίαι μου ὑπερῆραν τὴν κεφαλήν μου, ὡσεὶ φορτίον βαρὺ ἐβαρύνθησαν ἐπ’ ἐμέ.”

Πραγματικά, οι Πατέρες της Εκκλησίας παρατηρούν ότι πάθη που ενεργούνται και γίνονται συνήθεια, όπως η οργή, η ακηδία, ο φθόνος, η φιλαργυρία, η λαγνεία, η λαιμαργία, η απληστία, η αλαζονεία, αποκτούν μεγάλη δύναμη και σχηματίζουν ένα φράγμα που χωρίζει τον άνθρωπο από τον Θεό. Συχνά τα πάθη αυτά φαίνονται ασυμβίβαστα και εχθρικά μεταξύ τους, το ένα εξοστρακίζει το άλλο, όπως, για παράδειγμα, η φιλαρχία την ακηδία, ή η περιέργεια την αδιαφορία, ή η κενοδοξία τη νωθρότητα. Κι όμως, συγγενείς καθώς είναι, βρίσκονται σε αλληλουχία, και χειραγωγούν σταδιακά και αναγκαστικά τον ένοικο του ισογείου στην πολυπλοκότητά τους, σαν μέσα από βαθμούς μύησης σε οργάνωση. Ο ποιητής, όμως, δεν βλέπει απλώς οροφές, αλλά αψιδωτές οροφές. Γιατί η αψίδα δεν λυγίζει εύκολα από βάρη, και έτσι, αν πάνω σ’ αυτή την θολωτή οροφή των παθών πέσει το βάρος κάποιας αρρώστιας ή αποτυχίας, ή ταπείνωσης ή δοκιμασίας και κρίσης από τον Θεό, η οροφή μπορεί να στέκει πεισματικά όρθια.

Βέβαια η διήγηση δεν ήταν μια παραβολή, ήταν αληθινή εμπειρία που έκανε τον ποιητή να φοβηθεί και να εγκαταλείψει το σπίτι εκείνο ως φωλιά του κακού, επικίνδυνο για την ακεραιότητά του. Άνθρωποι με συγγένεια αίματος, και ομόπιστοι, χωρίς επικοινωνία και αγάπη μεταξύ τους, που δεν συναντώνται ποτέ, αν και έχουν κάποια σχέση συμφέροντος. Σαν τους δαίμονες που μισούν ο ένας τον άλλον, και τα βρίσκουν μόνο στο κοινό τους στόχο, την καταστροφή μας. Τόση εντύπωση του προξένησε το γεγονός, τόση απορία, τόσο φόβο, κι όμως είναι κάτι που συναντάμε όχι σπάνια στη σημερινή καθημερινότητα, ναι, την Ελληνική καθημερινότητα των ομόπιστων Ελλήνων, που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σε μια χώρα που πρώτη μίλησε για την αγάπη.

Τί είναι αυτό που χωρίζει τους ανθρώπους που έχουν κάθε λόγο να αγαπιούνται, αυτούς που τους συνδέει η φύση, η πατριά, η πατρίδα, και πιο πολύ η πνευματική συγγένεια; Και τί είναι αυτό που κάνει τους πεισματικά χωρισμένους και επίβουλους κάποτε να συμμαχούν σε ένα άλλο επίπεδο; Αυτή η εσωτερική αλλοτρίωση έχει να κάνει με το μεγαλύτερο πάθος, τον εγωισμό, και την αδελφή του, την φιλαυτία. Σαν αψίδα κάνουν την ψυχή σκοτεινή και αδιάβροχη από την ουράνια δροσιά, και σαν ασπίδα την κρατούν οχυρωμένη και αλεξίσφαιρη, απρόσβλητη από τα βέλη του Θεού. Μήπως μ’ αυτό το γάλα της φιλαυτίας δεν ποτίζει η μητέρα την κόρη; Μήπως με τέτοια ομόλογα εγωισμού δεν αλυσοδένει τον γιο ο πατέρας;

Ἡ προσωπική συναίσθηση όμως του πνιγμού και του σκοταδιού της αμαρτίας κάνει τον βασιλιά Δαβίδ να φωνάξει πως έχασε το φως των οφθαλμών του, να ταπεινωθεί, και να ελευθερωθεί χάρη στην αληθινή συντριβή του, την μετάνοιά του.

Η μετάνοια είναι αυτή που μας ανοίγει την πόρτα να τρέξουμε μακριά απ’ αυτή την πολυκατοικία. Το πολυώροφο οίκημα θα μένει εκεί, για επίδοξους ενοικιαστές του ισογείου, όσο θα υπάρχει αυτός ο κόσμος. Γι αυτούς  ο ουρανός θα είναι οι σκοτεινές θολωτές οροφές. Αντ’ αυτών η μετάνοια μας δείχνει μια σκάλα για τον πραγματικό ουρανό. Ανεβαίνοντας το πρώτο σκαλοπάτι, εκπληττόμεθα βλέποντας ότι έχει ήδη κατέβει ο Θεός.

Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος
Ιερά Μονή Φανερωμένης

 

ΠΕΡΙ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑΣ

ΠΕΡΙ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑΣ

Αναισθησία και στα σώματα και στις ψυχές είναι απονεκρωμένη αίσθηση, πολυκαιρισμένη και μονιμοποιημένη αμέλεια, ναρκωμένη σκέψη. Είναι μητέρα της λήθης.

Ο ανάλγητος είναι άφρων φιλόσοφος. Είναι αυτός που εξηγεί το θέλημά του Θεού στους άλλους προς δική του κατάκριση. Αυτός που είναι τυφλός και διδάσκει τους άλλους πώς να βλέπουν. Μιλά στους άλλους για τη θεραπεία του τραύματός των, ενώ συνεχώς ερεθίζει και χειροτερεύει το δικό του. Μιλά εναντίον του πάθους, και συνεχώς τρέφεται με όσα το προκαλούν. Ικανοποιώντας το εξοργίζεται κατά του εαυτού του και δεν ντρέπεται τα λόγια του ο ταλαίπωρος. Περί θανάτου φιλοσοφεί, και συμπεριφέρεται σαν αθάνατος. Για τον χωρισμό στενάζει, και σαν να είναι αιώνιος αμελεί και νυστάζει. Παρασυρόμενος στην οργή πικραίνεται, και εν συνεχεία οργίζεται πάλι επειδή πικράθηκε.

Εγκωμιάζει την προσευχή, και την αποφεύγει σαν μαστίγιο. Μόλις χορτάσει φαγητό μετανοεί, και ύστερα από λίγο τρώει και χορταίνει περισσότερο. Μακαρίζει την σιωπή, και την εγκωμιάζει με πολυλογία. Διδάσκει περί πραότητος, και πολλές φορές οργίζεται την ώρα της διδασκαλίας.

Με την μικρή γνώση και την ικανότητα που διαθέτω, απογύμνωσα τις δολιότητες και τις πληγές της πετρώδους αυτής και μανιώδους αναισθησίας.

Μου φαινόταν ότι έλεγε η τυραννική και κακούργος: “οι δικοί μου σύντροφοι ενώ βλέπουν νεκρούς, γελούν. Ενώ παρίστανται στην προσευχή, είναι εξολοκλήρου πετρώδεις και σκληροί και σκοτεινοί. Ενώ αντικρύζουν την αγία τράπεζα, μένουν αναίσθητοι. Ενώ μεταλαμβάνουν από τα άγια Δώρα, είναι σαν να γεύθηκαν απλώς ψωμί. Εγώ, όταν τους βλέπω να κατανύσσονται, γελώ. Εγώ είμαι σφιχτά αγκαλιασμένη με την ψευτοευλάβεια”.

Κατάπληκτος δε εγώ από τα λόγια αυτής της παράφρονος, ρωτούσα το όνομα αυτού που την γέννησε. Και εκείνη μου απάντησε: “εγώ δεν έχω μία μόνο γέννηση. Η δε κυοφόρησή μου είναι κάπως ποικίλη και άστατη. Εμένα με ενδυναμώνει ο χορτασμός της κοιλίας. Εμένα με αύξησε η πολυκαιρία. Εμένα με έχει παγιώσει η κακή συνήθεια. Κοίταξε από ποια αιτία γεννώμαι σε σένα – δεν έχω σε όλους την ίδια αιτία -, και αγωνίζου εναντίον της μητέρας μου αυτής. Να προσεύχεσαι συχνά στα κοιμητήρια, ζωγραφίζοντας ανεξίτηλα την εικόνα τους στην καρδιά σου. Εάν μάλιστα αυτή δεν ζωγραφιστεί με τον χρωστήρα της νηστείας, δεν πρόκειται να με νικήσεις εις τον αιώνα”.

Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης (6ος αιώνας)

Απόσπασμα εκ της “Κλίμακος”