Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΝΟΣ ΓΚΟΥΡΟΥ

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΝΟΣ ΓΚΟΥΡΟΥ

Ο Ράμπι ήταν ένα συνηθισμένο παιδί, για την ηλικία του, στην κοινωνία του Τρινιδάδ. Η αγαπημένη απασχόληση του ήταν το ξύσιμο της αγελάδας, την οποία λάτρευε σαν θεά, ασχολία που του εξασφάλιζε καλό κάρμα για την επόμενη ζωή του. Έψελνε με τις ώρες ζωγραφίζοντας εικόνες μερικών εκ των εκατομμυρίων θεών του Ινδουϊσμού, όπως η Κάλι, η οποία πάντα απεικονίζεται να πίνει ζεστό αίμα από μια κούπα, έχοντας στεφάνια από φρεσκοκομμένα κεφάλια και χέρια κρεμασμένα στο λαιμό της. Στην προσευχή του προσέφερε νερό στις θεότητες κι ύστερα έβγαινε να λατρέψει τον ήλιο κοιτάζοντάς τον για πολύ ώρα με ανοιχτά μάτια. Κρατούσε στο δωμάτιό του ένα φίδι και το λάτρευε, όπως λάτρευε το θεό πίθηκο και το θεό ελέφαντα. “Για μένα θεός ήταν το κάθε τι, και κάθε τι ήταν θεός, εκτός, φυσικά, από τα άτυχα πλάσματα που δεν είχαν κοινωνική τάξη”, λέει ο ίδιος.

Οι οικείοι του τον μεταχειρίζονταν σαν πρίγκηπα και δεν του έφερναν ποτέ αντίρρηση. Η παρουσία του θεωρούνταν ευλογία, μιας και ανήκε στην ανώτατη τάξη των βραχμάνων. Ο μεγαλύτερος ινδουϊστής ιερέας της περιοχής και πολλοί παλμολόγοι, μελλοντολόγοι και αστρολόγοι, συμφωνούσαν ότι θα γίνει μεγάλος γιόγκι, σαν τον πατέρα του. Αυτό τον έκανε πολύ περήφανο. Ο πατέρας του, από τη γέννηση του μέχρι τα οκτώ του χρόνια, ποτέ δεν του μίλησε ή του έδειξε την παραμικρή προσοχή, όσο απεγνωσμένα κι αν εκείνος το επιζητούσε.

Οι γονείς του παντρεύτηκαν με συνοικέσιο, αφού πρώτα οι ιερείς της περιοχής διάβασαν τις παλάμες του ζεύγους. Όμως ημέρες μετά το γάμο ο πατέρας του απότομα απαρνήθηκε τα επίγεια για να ζήσει σύμφωνα με το ιερό βιβλίο των Ινδουϊστών. Η τέλεια αφοσίωσή του και η αδιάκοπη εξάσκηση της γιόγκα, είχαν πείσει την κοινωνία του Τρινιδάδ ότι είχε επιτύχει απευθείας επικοινωνία με το Βραχμάν (την Τελική Πραγματικότητα) και είχε ξεφύγει από τον τροχό των μετενσαρκώσεων. Άνθρωποι ταξίδευαν χιλιόμετρα για να τον λατρέψουν σαν αληθινό θεό που είχε έρθει στη γη για να δείξει τον δρόμο της αληθινής γιόγκα. Δεν μεριμνούσε για τον εαυτό του. Ήταν ένας θεός που έπρεπε να τον φροντίζουν, να τον πλένουν, να τον ταΐζουν και να τον αλλάζουν.

Λίγο μετά το θάνατο του συζύγου της, η μητέρα του Ράμπι έφυγε για την Ινδία, ενώ ο ίδιος πήγε να μείνει στο σπίτι του παππού του Νάνα. Ο παππούς του απότομα και χωρίς προφανές αίτιο είχε γίνει ένας από τους πιο πλούσιους και δυναμικούς ανθρώπους στο Τρινιδάδ, ένας Ινδουϊστής ηγέτης με μυστηριακές υπερφυσικές δυνάμεις. “Όλοι ξέραμε ότι οι παντοδύναμοι θεοί τον είχαν βοηθήσει. Σε αντάλλαγμα τους είχε δώσει την ψυχή του”, λέει ο Ράμπι. Μερικές φορές ήταν πολύ γενναιόδωρος και καλοσυνάτος, ενώ αρκετές άλλες αδικαιολόγητα βίαιος. Ενώ σερβίριζε πελάτες στο ποτοπωλείο του, έφευγε ξαφνικά και ανέβαινε στο τσιμεντένιο σαν φρούριο σπίτι του, για να δείρει όλη την οικογένεια με μια βαριά δερμάτινη λουρίδα. Οι οικείοι του το απέδιδαν σε κατάλοιπα προηγούμενης ενσάρκωσης. Με την ίδια βαναυσότητα έδειρε παραδειγματικά και την παράλυτη γυναίκα του, πριν την πετάξει από τις σκάλες, επειδή αυτή κατείχε και διάβαζε μια Βίβλο. Μετά το θάνατό του, στο σπίτι παρουσιάστηκε σωρεία μεταφυσικών φαινομένων. Οι φιλοξενούμενοι δέχονταν σωματική επίθεση από αόρατα χέρια ή γίνονταν αυτόπτες φαντασμάτων κατά τη διάρκεια της νύχτας. Συχνά ακούγονταν άγρια τρεχάματα ή χτυπήματα στο πάτωμα και μια δυσάρεστη οσμή πλανιόταν στην ατμόσφαιρα για αρκετή ώρα.

Στα δέκα του χρόνια ο Ράμπι πέρασε λίγο καιρό σε ένα Ινδουϊστικό ναό. Εκεί εξασκούσε υπερβατική αυτοσυγκέντρωση μέσω της γιόγκα.  Άρχισε να έχει ψυχεδελικά οράματα, να ακούει εξωγήϊνη μουσική, και να επισκέπτεται εξωτικούς πλανήτες όπου συζητούσε με θεούς και τρομακτικά πλάσματα. Ο γιόγκι του εξηγούσε ότι όλα αυτά ήταν φυσιολογικά. Ήταν μάλιστα κοινή γνώση ότι δαίμονες που περιγράφονται στις ιερές γραφές του Ινδουισμού έχουν καταλάβει γιόγκι στο παρελθόν. Οι εν λόγω εμπειρίες τον έκαναν να αισθάνεται ότι ήταν “το σύμπαν, Κύριος πάντων, παντοδύναμος, πανταχού παρών”. Λάτρευε τον εαυτό του στεκόμενος μπροστά σε καθρέπτη, και όταν περπατούσε στο δρόμο αισθανόταν ότι τα πλάσματα υποκλίνονταν μπροστά του. Ο Κρίσνα είχε υποσχεθεί αυτή τη θεία γνώση σε όποιον εξασκείτο στη γιόγκα, δηλαδή ότι όλοι οι άνθρωποι ήταν από την αυτή Ουσία, εκτός φυσικά από εκείνους που δεν ανήκαν στις τέσσερις Ινδουιστικές κάστες.

Μόλις επέστρεψε από την εκπαίδευσή του απέκτησε τη συνήθεια του καπνίσματος, και έκλεβε τσιγάρα, αφού δεν μπορούσε να αγοράσει λόγω ηλικίας. Στις δημόσιες θρησκευτικές τελετές ράντιζε τους παρευρισκόμενους με ιερό νερό ή τους σημάδευε το πρόσωπο με ιερή άσπρη πάστα και μάζευε σημαντικές χρηματικές προσφορές. Ήταν το κέντρο της προσοχής και του θαυμασμού, κάτι το οποίο απολάμβανε. Αναλόγως έπρατταν και άλλοι σαν αυτόν, οι οποίοι υπόσχονταν να προετοιμάσουν το δρόμο –με μεγάλη χρηματική αμοιβή– για την είσοδο κάποιου στην επόμενη ζωή, και υπόσχονταν ακόμα και τη νιρβάνα.

Όσο συνέχιζε ανελλιπώς και με ζήλο να εξασκεί τη γιόγκα, οι εμπειρίες του αυξάνονταν. Μερικές φορές μεταφέρονταν με αστρική προβολή σε μακρινούς πλανήτες, όπου θεοί έπαιρναν μορφές και κουβέντιαζαν μαζί του. Ύστερα από χρόνια έμαθε ότι τέτοιες εμπειρίες είχαν αναπαραχθεί σε εργαστήρια με τη χρήση ύπνωσης και LSD. Σε βαθιά αυτοσυγκέντρωση βρισκόταν με φόβο καθισμένος στα πόδια του θεού Σίβα, ο οποίος είχε μια απειλητική κόμπρα τυλιγμένη στο λαιμό του. Ο Ράμπι δεν φοβόταν κανέναν άλλο θεό όπως αυτόν, και γι’ αυτό τον λάτρευε, για να τον εξευμενίσει. “Παρά τις προσπάθειές μου με μάντρας, τελετουργίες και λατρεία, δεν μπορούσα να βρω ειρήνη στη σχέση μου με το φοβερό αυτό θεό, που ήταν γνωστός ως καταστροφέας”, λέει ο ίδιος. Ένα βράδυ ο ξάδερφός του είχε χτυπηθεί στον πρόσωπο από τον Σίβα ενώ διάβαζε, και το πρωί τα σημάδια ήταν ακόμα εμφανή, ενώ άλλες φορές ένιωθε αόρατα χέρια να τον πνίγουν στο κρεβάτι του. Ο Ράμπι είχε δεχθεί παρόμοιες επιθέσεις.

Με το θάνατο του παππού του, η θεία του Ρεβάτη έγινε η κεφαλή της οικογενείας. Ήταν πολύ ευλαβής ινδουίστρια, έκανε πολλές ώρες προσευχή και πολλές προσφορές στους θεούς. Οι απαιτήσεις των εργασιών στο σπίτι της σπαταλούσαν πολύτιμο χρόνο και δυσανασχετούσε. Ο Ράμπι φιλονικούσε έντονα μαζί της, επειδή θεωρούσε κι αυτός ότι οι εργασίες του σπιτιού ήταν κατώτερες του επιπέδου του. Στο αποκορύφωμα ενός καβγά έφτασε μέχρι και να μαστιγώσει τις τσιμεντένιες κολώνες του σπιτιού για εκφοβισμό και έδειρε τα ξαδέλφια του με τη ζωστήρα, ενώ στο τέλος υποχώρησε συγχυσμένος και ντροπιασμένος. Ήταν περιπτώσεις όπου αισθανόταν ότι το πνεύμα του Νάνα τον καταλάμβανε προσωρινά.

Ως μελλοντικός πνευματικός ηγέτης, ήξερε ότι έπρεπε να αποκτήσει και συμβατική εκπαίδευση, για να μπορεί να ανταπεξέλθει στις διδασκαλικές απαιτήσεις της θέσης αυτής, κι έτσι γράφτηκε σε γυμνάσιο. Όμως, η επαφή του με αλλόθρησκους και αλλόφυλους απετέλεσε σοβαρή πρόκληση για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Όλη του τη ζωή είχε βαθύ μίσος γι αυτούς, επειδή έτρωγαν το θεό του, την αγελάδα. Εκεί γνώρισε αρκετούς από πλούσιες οικογένειες με πολύ καλύτερη χρήση της αγγλικής από τον ίδιο. Στο μέρος όπου ζούσε ήταν αναγνωρισμένος σαν θεός, αλλά οι συμφοιτητές του τον έβλεπαν σαν όμοιό τους, αν όχι κατώτερο, και έκαναν ερωτήσεις που εξέθεταν την πίστη του. Τέτοιες εμπειρίες τον έφερναν κοντά στην γελοιοποίηση.

Η ύπαρξη ανθρώπων που δεν ανήκαν στις τάξεις–κάστες του Ινδουισμού τον έκανε να αναρωτιέται, αφού σύμφωνα με τον Ινδουισμό, ο ίδιος ο Βράχμα δημιούργησε τις τέσσερις τάξεις από το σώμα του. Μάλιστα, όλοι οι μη ινδουιστές δεν είχαν ελπίδα σωτηρίας μέσω της γιόγκα και της μετενσάρκωσης. Επίσης ήξερε ότι η Ινδία είναι μια χώρα με εξαθλιωμένους και φτωχούς πολίτες σε απελπιστικά ανθυγιεινές συνθήκες διαβίωσης, έστω κι αν είχαν περάσει χιλιάδες χρόνια γιόγκα, βελτιωμένου Κάρμα και ανοδικής μετενσάρκωσης προς την ένωση με το Βραχμάν. Η μόνη απόδειξη της πραγματικότητας του Ινδουισμού που είχε ήταν οι συναντήσεις του με πνευματικά όντα κατά την διάρκεια των λατρευτικών του καθηκόντων.

Το αποκορύφωμα της εσωτερικής του σύγχυσης ήλθε κατά τον τρίτο χρόνο στο γυμνάσιο. Ταλαντευόταν ανάμεσα στην Ινδουιστική πεποίθηση ότι ο Θεός-Δημιουργός και δημιουργία ήταν ένα και το αυτό, και την αντίληψη πως ο Θεός-Δημιουργός ήταν ξεχωριστός από την δημιουργία. Άρχισε σιγά-σιγά να σκέπτεται τον  Δημιουργό ως τον αληθινό Θεό, αγαθό και τρυφερό, σε αντίθεση με τους ινδουιστικούς θεούς που του προξενούσαν φόβο. “Δεν υπήρχε ούτε ένας ινδουιστικός θεός τον οποίον αισθανόμουν ότι μπορούσα να εμπιστευθώ πραγματικά. Ούτε ένας δεν με αγαπούσε”, ομολογεί. Αισθάνονταν πως η επιδίωξη της αυτογνωσίας μέσω της γιόγκα στην ουσία τον απομάκρυνε από τον αληθινό Θεό. Μεγάλη διάσπαση του προκαλούσαν επίσης τα έντονα ξεσπάσματα θυμού εναντίον της θείας του, που έφτασαν μέχρι και να της επιτεθεί με μια ράβδο γυμναστικής με βάρη που σήκωσε υπερφυσικά, κάτι που βέβαια τον τρόμαξε. Τέτοιες ακρότητες ερχόντουσαν σε πλήρη αντίθεση με τη μακαριότητα και ειρήνη που είχε κατά την αυτοσυγκέντρωσή του και την πεποίθησή της μη-βίας και σεβασμού κάθε έμβιου όντος, κι έτσι, δυσκολευόταν να πείσει τον εαυτό του ότι ήταν το Βραχμάν.

Μια μέρα έριξε κατά λάθος στο πάτωμα ένα άγαλμα του Κρίσνα, παραμορφώνοντάς το ελαφρώς. Πραγματικά παγωμένος από τρόμο, προσπαθούσε να διορθώσει μιαν αδιόρθωτη για οποιονδήποτε ινδουιστή κατάσταση, αφού η αυτογνωσία και η νιρβάνα θα ήταν πλέον για αυτόν άπιαστο όνειρο και η τιμωρία στην επόμενη ζωή του βέβαιη και αμείλικτη. Αναγκάστηκε παρά ταύτα, να αναγνωρίσει τον παραλογισμό αυτής της σκέψης.

Παράλληλα με αυτά τα γεγονότα, ο Θεός του έδειχνε διακριτικά το δρόμο με κάποια θαυμαστά γεγονότα. Το πρώτο περιστατικό συνέβη κατά τη διάρκεια ενός περιπάτου στην ύπαιθρο, όπου ένα μεγάλο φίδι τον στρίμωξε σε ένα γκρεμό. Έντρομος, θυμήθηκε κάτι που του είχε πει η μητέρα του όταν ήταν μικρός: “εάν ποτέ είσαι σε πραγματικό κίνδυνο και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, υπάρχει ένας θεός που μπορείς να επικαλεστείς. Το όνομά του είναι Ιησούς”. Το δοκίμασε, και το φίδι έκανε γρήγορα μεταβολή και έφυγε.

Κάμποσο καιρό αργότερα, ενώ βρισκόταν στο νοσοκομείο μετά από εγχείρηση, αισθάνθηκε μεγάλο πόνο και σκοτοδίνη. Πριν λιποθυμήσει, ζήτησε μηχανικά βοήθεια από τον Ιησού και αμέσως αισθάνθηκε ένα χέρι να τον κρατάει από το μπράτσο, έστω κι αν ήταν μόνος στο δωμάτιο. Όταν επανήλθε ο πόνος είχε εξαφανισθεί και αισθάνονταν υγιής, δυνατός και γαλήνιος.

Κανένα από τα δύο περιστατικά δεν τον συντάραξε τόσο, όσο αυτό που συνέβη κατά τη διάρκεια μιας δημόσιας τελετής, κατά το τέλος του τρίτου έτους του γυμνασίου: όταν άπλωσε το χέρι να ευλογήσει μια γυναίκα, άκουσε μέσα του μια “φωνή αλάνθαστης παντοδύναμης εξουσίας”, να του λέει: “Δεν είσαι Θεός Ράμπι! Δεν είσαι Θεός!”. Ήξερε ότι ήταν η φωνή του πραγματικού Θεού. Τρέμοντας, αισθάνθηκε την ανάγκη να πέσει στα γόνατα ζητώντας συγχώρεση, αλλά δεν το έκανε, επειδή θα ήταν αδύνατο να δικαιολογηθεί στους παρευρισκόμενους. Συντετριμμένος, κλείστηκε για μέρες στο δωμάτιό του, μη μπορώντας να διανοηθεί πώς τόλμησε να δεχτεί τη λατρεία που ανήκε μόνο στον Θεό. Ήταν τόσο απελπισμένος, που μόνο ο φόβος του τί τον περίμενε τον απέτρεπε από την αυτοκτονία. Δεν ήξερε όμως άλλο τρόπο να βρει το Θεό πέραν του Ινδουισμού.

Εκείνες τις ημέρες μια φίλη πήγε σπίτι του να του μιλήσει για την εμπειρία της με τον Χριστιανισμό, τον οποίο είχε πρόσφατα ασπασθεί. Ο Ράμπι, αρνούμενος φανατικά να δεχθεί οποιαδήποτε χριστιανική διδαχή, προσποιήθηκε πως είναι απόλυτα ευχαριστημένος με τη θρησκεία του. Του μίλησε για συγχώρεση αμαρτιών, αλλά ο ίδιος ήξερε από τον Ινδουισμό ότι δεν υπήρχε συγχώρεση, μόνο κάρμα, και πως οποιαδήποτε οδό κι αν πάρει κανείς στη ζωή του, το κάρμα και η μετενσάρκωση θα τον φέρουν στον Κρίσνα. Εκνευρισμένος προσπαθούσε να υποστηρίξει τις θεωρίες του Ινδουισμού, αλλά η κοπέλα είχε την ειρήνη που χαρίζει η επαφή με τον Ιησού, κάτι που ο Ράμπι δεν μπορούσε να αμφισβητήσει και ζήλευε. Όταν έμεινε πια μόνος και εγκλωβισμένος σε έναν εσωτερικό τυφώνα αμφιβολιών, μίσους για τον Χριστιανισμό, υπερηφάνειας, εγωϊσμού, συναισθηματικής συντριβής, αλλά και εσωτερικής πληροφορίας πως υπήρχε κάτι αληθινό στον Ιησού, πίεσε τον εαυτό του και προσευχήθηκε στον Θεό να του δείξει την αλήθεια. Γαλήνευσε με τη σιγουριά πως για πρώτη φορά στη ζωή του ο Θεός θα απαντούσε στην προσευχή του, έστω κι αν έτσι πρόδιδε τη θρησκεία, την τάξη και τον πατέρα του.

Πλέον, του ήταν σαφές πως ήταν ένας μικρός τύραννος που περιστρέφονταν γύρω από τις επιθυμίες του. Η καρδιά του τον πληροφορούσε αλάνθαστα πως η αλήθεια ήταν στον Ιησού, έστω κι αν δεν μίλαγε γι’ αυτό σε κανέναν. Ώσπου μια μέρα δέχτηκε αυθόρμητα να πάει με τον ξάδελφό του σε μια χριστιανική συνάθροιση που θα γινόταν στην παράγκα μιας φτωχογειτονιάς. Όλα ήταν απλά, αλλά τον συνεπήρε ο ενθουσιασμός των λίγων παρευρισκομένων. Μετά από την ανάγνωση ψαλμών και τον λόγο του κήρυκα, όπου νόμιζε ότι απευθυνόταν αποκλειστικά σε αυτόν, γονάτισε μπροστά του για να δεχθεί τον Ιησού στην ζωή του. Σε κατάσταση πραγματικής μετανοίας είπε μια αυτοσχέδια προσευχή και αισθάνθηκε ένα λαμπρό φως να πλημμυρίζει την ψυχή του. Ήξερε ότι ο Ιησούς είχε έλθει να ζήσει μέσα του και τον ανακαίνισε πνευματικά και ψυχικά. Ήταν ευτυχής που για πρώτη φορά αισθάνθηκε τί σημαίνει να έχει κανείς πραγματική εσωτερική ειρήνη, αγάπη και κοινωνία με τους ανθρώπους γύρω του.

Όταν το ανακοίνωσε στην οικογένειά του, ανακάλυψε ότι λίγο-πολύ όλοι είχαν αρχίσει να μεταστρέφονται κρυφά ή φανερά στον Χριστιανισμό. Αυτός και η θεία του συγχώρεσαν ο ένας τον άλλο και το παρελθόν μίσους κατέρρευσε, δίνοντας νέα πνοή στη σχέση τους. Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα έγιναν όλοι Χριστιανοί. Έκαψαν τα είδωλα, τελετουργικά σκεύη και οτιδήποτε ινδουιστικό είχαν στο σπίτι, και οι εμφανίσεις του πνεύματος του Νάνα σταμάτησαν. Η γιαγιά του, η οποία ήταν σε αναπηρικό καροτσάκι, ξαναπερπάτησε επειδή το ζήτησε με μεγάλη πίστη από τον Κύριο. Οι μέχρι τότε φίλοι τούς αντιμετώπιζαν τώρα με θυμό και μίσος.

Ο Ράμπι φοίτησε σε Βιβλικό Κολλέγιο και ξεκίνησε μια μακρά πορεία ως κήρυκας του Ευαγγελίου, οδηγώντας πολλούς στον Χριστό.

Αυτή ήταν εν συντομία η ιστορία του Rabindranath R. Maharaj, που πέρασε μέσα από σκοτεινούς δρόμους, και παθαίνοντας έμαθε την αλήθεια. Παρόμοιες διηγήσεις από τον κόσμο της άπω Ανατολής είχαμε και από παθόντες που κατέφυγαν στην βοήθεια και στήριξη του οσίου γέροντος Παϊσίου. Αυτό που διαφαίνεται σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι η αφετηρία  των πνευματικών αυτών εμπειριών, που είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από τον αγαθό αληθινό Θεό.

Δεν είναι δύσκολο να πλανηθεί κανείς, επειδή κι ο διάβολος μπορεί να κάνει θαύματα και να παρέχει “πνευματικά ταξίδια”. Όλες οι θρησκείες δεν αναφέρονται στον ίδιο Θεό, ούτε όλες οι θρησκείες οδηγούν στον ίδιο Θεό.  Όμως, σήμερα ξένες θρησκείες οικειοποιούνται και “ντύνουν” τη φιλοσοφία τους με χριστιανικά στοιχεία, όπως η αγάπη, ώστε να διευκολύνουν το δρόμο της διάδοσής τους στο χριστιανικό κόσμο. Είναι εμφανής στην Ευρώπη η συστηματική προώθηση φιλοσοφιών της Άπω Ανατολής, όπως η γιόγκα, διαφημιζομένων με εύπεπτη ορολογία, καλυμμένων με το περιτύλιγμα της πνευματικής και σωματικής υγείας και ευεξίας. Συχνά παραλείπεται η οργανική σύνδεση αυτών των πρακτικών με τους Ινδουιστικούς “θεούς ” και τη στάση ζωής που απορρέει από τους μύθους τους.

Η ευαισθησία που συχνά έχουμε ως προς την ποιότητα και τα αγνά συστατικά της υλικής τροφής καλό θα ήταν να χαρακτηρίζει και την πρόσληψη της πνευματικής τροφής και την αναζήτηση της αληθινής εμπειρίας.

 

 Μεταγραφή – περίληψη από το βιβλίο “Ο θάνατος ενός γκουρού – ένας Ινδουιστής  έρχεται στο Χριστό”,                        Rabindranath R. Maharaj, εκδόσεις Πέργαμος, 1990.

(επιμέλεια Ιερομ. Χριστοφόρου, Ιερά Μονή Φανερωμένης)

ΜΝΗΣΘΗΤΙ ΚΥΡΙΕ

ΜΝΗΣΘΗΤΙ ΚΥΡΙΕ

Στη ομίχλη των καιρών, με αέρα μολυσμένο από εμφανείς και αφανείς ιούς, η ανάγκη της πίστης και της θεϊκής βοήθειας είναι ιδιαίτερα αισθητή. Τούτο επικαλείται συνεχώς η θεία λατρεία και οι προσευχές της Εκκλησίας. Μάλιστα η μεγαλοπρεπής λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, η τελούμενη τις Κυριακές της Μ. Τεσσαρακοστής, με τις εκτενείς ευχές της μοιάζει σαν ένας αετός που σκεπάζει κάτω από τη σκιά των πτερύγων του την οικουμένη ολόκληρη.

Στο χρονικό σημείο της λεγόμενης «Αναφοράς», που αποτελεί την κορύφωση του λειτουργικού δράματος, και αμέσως μετά τον καθαγιασμό των τιμίων δώρων, ο ιερέας απαγγέλλει (χαμηλόφωνα σήμερα) μια εκτενέστατη ευχή, καταιγισμό αιτημάτων σε ένα απέραντο άνοιγμα ψυχής, όπου ζητά από τον Θεό να «θυμάται», δηλαδή να συγκρατεί στην αγαπητική και προνοητική Του ενέργεια όλη την οικουμένη. Όχι γενικά την οικουμένη. Η δέηση κατονομάζει επί μέρους ανθρώπινες ομάδες, για να πιάσει τελικά χώρια τον καθένα.

Και πρώτα τους κεκοιμημένους αδελφούς μας, που παραμένουν ένα αναπόσπαστο μέρος της ζωής μας.

Κατόπιν την καθολική και αποστολική εκκλησία από περάτων έως περάτων της οικουμένης, όλους όσοι καρποφούν και διακονούν, αλλά και όσοι ασκούνται στα όρη και στις ερημίες.

Τις αρχές και εξουσίες, εκείνους που υπηρετούν στον κρατικό μηχανισμό αλλά και τον στρατό. Εδώ ο συντάκτης γνωρίζει σαφώς ότι πρόκειται για μια ετερόκλιτη κατηγορία. Γι αυτό παρακαλεί τον Θεό τους μεν αγαθούς να διατηρεί στην καλοσύνη τους, τους δε πονηρούς να μετατρέψει σε καλούς μέσα στην δική Του αγαθότητα.

Εν συνεχεία, ικετεύει τον Θεό να διατηρεί την ειρήνη και ομόνοια μεταξύ των συζύγων, να τρέφει τα νήπια, να παιδαγωγεί τους νέους, να περικρατεί το γήρας, να παραμυθεί τους ολιγόψυχους, τους σκορπισμένους να επαναφέρει στην ενότητά τους, τους πλανεμένους να οδηγεί πίσω στην Εκκλησία, να ελευθερώνει όσους ενοχλούνται από ακάθαρτα πνεύματα, να συμπλέει με τους πλέοντες, να συνοδεύει τους οδοιπόρους, να προστατεύει τις χήρες, να υπερασπίζεται τα ορφανά, να λυτρώνει τους αιχμαλώτους, να δίνει την ίαση στους νοσούντες. Να θυμάται όσους υπομένουν εξορία, βαριά έργα, πικρή αιχμαλωσία ή άλλη περιστασιακή θλίψη και ανάγκη, να θυμάται όσους μας αγαπούν και όσους μας μισούν. Να θυμάται όλους όσοι μνημονεύθηκαν στην προσκομιδή ονομαστικά, αλλά όχι μόνον αυτούς. Και τους ξένους και αγνώστους και ξεχασμένους να θυμάται, διότι Εκείνος είναι που γνωρίζει το όνομα, την ηλικία και την κατάσταση κάθε ανθρώπου, Εκείνος είναι που γνωρίζει «έκαστον εκ κοιλίας μητρός αυτού». Ο Θεός μάς γνωρίζει προσωπικά, με το όνομά μας, πριν γεννηθούμε, διότι η ζωή μας κρύβεται στον προαιώνιο Λόγο-Χριστό και στο άκτιστο θέλημά Του.

Ο Μέγας Βασίλειος γνωρίζει ότι δεν ζει στον ιδανικό κόσμο, ότι στα ανθρώπινα υπάρχει αρκετό σκοτάδι, κακία και αδικία και πόνος. Μέσα σ’ αυτή την κοιλάδα των δακρύων τελείται η θεία λειτουργία, θείο βάλσαμο για τον άνθρωπο που φέρει ορατά και αόρατα τραύματα. Γι’ αυτό ο ευχόμενος Άγιος ερευνά και σκύβει αγαπητικά σε κάθε θλιμμένο και αναγκεμένο, ζητά βροχή απ’ τον ουρανό για τον αγαθό και τον πονηρό, και πάνω από τη ματωμένη οικουμένη ζωγραφίζει αυτό που με καθαρμένα μάτια βλέπει, τα παντοδύναμα φτερά της εσταυρωμένης και αναστημένης Αγάπης.

«Μη φοβού Άβραμ», είπε ο Θεός στον Αβραάμ σε καιρούς χαλεπούς και ανέλπιδους. «Κοίτα ψηλά στον ουρανό και μέτρησε, αν μπορείς, τα αστέρια». Και πίστεψε ο Αβραάμ στον Θεό, και «ελογίσθη αυτώ εις δικαιοσύνην», δηλαδή, ο Θεός είναι πιστός και δίκαιος (εφόσον το «αυτώ» αναφέρεται μάλλον στον Θεό) (Γέν. 15). Όλες οι θεοφάνειες της Παλαιάς Διαθήκης έχουν τούτο το μήνυμα: έχε θάρρος, γη (Ιωήλ, 2,22), μη φοβάσαι, άνθρωπε, ησύχασε και μη παραλύει η ψυχή σου.

Αυτό είναι και το μήνυμα όλης της Καινής Διαθήκης. Ας μη φοβάται ο Πέτρος τα κύματα, ακόμη κι αν βαδίζει επάνω τους (Ματθ. 14,22-33), ας μη δειλιάζουν οι μαθητές στη θύελλα, ακόμη κι αν κοιμάται στην πρύμνη ο Ιησούς (Μάρκ. 4,35-41). Ούτε καν αυτούς να φοβάσθε που έχουν σφετερισθεί την εξουσία να αφαιρούν ζωές (Ματθ. 10,28-31). Μη φοβάσθε, διότι εγώ είμαι ο πρώτος και ο έσχατος, αυτός που πέθανε και ιδού, είναι ζωντανός και κρατά τα κλειδιά του θανάτου (Απ. 1,17). Στον κόσμο θα έχετε θλίψη, αλλά έχετε θάρρος, εγώ έχω νικήσει τον κόσμο (Ιω. 16,33), δηλαδή το κακό που παρασιτεί στον κόσμο. Και μας παραγγέλλει να νικάμε κι εμείς το κακό δια του αγαθού (Ρωμ. 12,21). Μα την ελευθερία από όλους τους φόβους και τρόμους μπορεί να διώξει μονάχα ο φόβος του Θεού, η βαθιά αίσθηση της παρουσίας τού πανταχού τα πάντα πληρούντος.

Όλοι καταλαβαίνουμε ότι ο φόβος μπορεί να γίνει εργαλείο απόλυτου ελέγχου και χειραγώγησης της κοινωνίας. Και οι απανταχού δυνάμεις που ενεργούν το μυστήριο της ανομίας πάντα κάτι επιδιώκουν να χτίσουν, απευθυνόμενες στα ανθρώπινα πάθη και συχνά στο φόβο, προτείνοντας είτε ένα χρυσωμένο δόρυ είτε ένα χρυσωμένο χάπι. Στην αποστειρωμένη και ακίνητη κοινωνία που διαφαίνεται, εμείς ας ισχυροποιήσουμε το αντίβαρο μέσα από το ήθος που μας παρέδωσε ο Χριστός και η αδιάκοπη αλυσίδα των Αγίων: την έμπρακτη αγάπη, την υπομονή, την προσευχή, τη βαθιά πίστη ότι ο Παλαιός των Ημερών πάντα ακούει, είναι παρών. Αυτό είναι το φως που μας φανέρωσε ο Θεός, και που το σκοτάδι, σε όλες τις μορφές του, δεν μπορεί να συλλάβει ούτε να νικήσει.

Με το φως αυτό αρκετό στην ομίχλη των καιρών, το βήμα μας να πάρουμε και να βρούμε το πάτημά μας.

Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος
Ιερά Μονή Φανερωμένης

ΕΝΑ ΤΣΟΥΒΑΛΙ ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ

ΕΝΑ ΤΣΟΥΒΑΛΙ ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ

Η παγκόσμια αγορά διαθέτει σήμερα για τον καταναλωτή όχι μόνο υλικά αλλά και «πνευματικά» αγαθά. Ένας τομέας που συνεχώς ανανεώνεται και προωθείται είναι εκείνος των προφητειών. Απευθύνεται σε όλους τους τύπους ανθρώπων, ανεξαρτήτως φιλοσοφίας, θρησκείας, καταγωγής, και εκτείνεται από τα απλά της ατομικής καθημερινότητας, μέχρι τα συμπαντικού ενδιαφέροντος θέματα.

Παρατηρούμε ότι ένα μέρος της Ορθόδοξης Χριστιανικής εσχατολογίας εντάσσεται σήμερα σε αυτό το πλαίσιο. Η βεντάλια του μέλλοντος προβάλλεται συχνά με κινηματογραφική λεπτομέρεια, ενώ η διαδικτυακή και τηλεοπτική  παρουσίαση επενδύεται μουσικά, κατά τη συνταγή των Αμερικανικών προπαγανδιστικών υπερπαραγωγών.

Αυτά δεν λέγονται για να αμφισβητηθεί το χάρισμα της προφητείας. Η Εκκλησία κινείται στην αδιάσπαστη γραμμή των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης. Ο προφήτης στέκει ενώπιον του Θεού, ακούει τον Θεό και μεταφέρει το μήνυμα του Θεού στον λαό Του. Μήνυμα μετανοίας, παρακλήσεως, πιστότητας, καθοδήγησης.

Κάθε αληθινός Άγιος μετέχει σε τούτο το χάρισμα της προφητείας, στον βαθμό που «βλέπει» όσα δεν φαίνονται. Σχεδόν αδύνατο να περιγραφεί η πνευματική αυτή διαδικασία. Απλά μπορούμε να πούμε ότι δια της πρακτικής φιλοσοφίας ο νους φωτίζεται από το Πνεύμα του Θεού, αποκτά τις ποιότητές Του. Έτσι έχουμε πνευματική όψη και ακοή λόγων και πραγμάτων, ή κάποια εσωτερική πληροφορία, κατά παράδοξον χάριν, χωρίς την παρουσία προσώπου ή φωνής.

Η προφητεία δεν νοείται έξω από τις άλλες αρετές. Μία από αυτές είναι και η ταπείνωση. Ο όσιος Παΐσιος γνώριζε καλά ότι κανείς δεν είναι αλάθητος. Αναφερόμενος σε μελλοντικά γεγονότα, συνήθιζε να αρχίζει με το «μου λέει ο λογισμός μου». Δεν καθόριζε χρόνους (όπως άλλοι σύγχρονοι επώνυμοι και ανώνυμοι που εν συνεχεία διαψεύδονται) και πίστευε ότι αν ο άνθρωπος αλλάζει, και ο Θεός αλλάζει, όπως βλέπουμε και στην Παλαιά Διαθήκη. Η ίδια η αγία Ευφημία, που τον επισκέφθηκε, δεν του προδιέγραψε το μέλλον, αλλά του παρουσίασε δυνατές εξελίξεις, εξαρτώμενες όμως και από τις ανθρώπινες επιλογές. Ένα είναι σίγουρο, ότι η προφητεία δίνεται για την μετάνοια, τη στροφή της ύπαρξής μας στον Θεό, και όχι τὴν οργάνωση της ατομικής μας ζωής ή τον εφησυχασμό.

Όσοι μετέχουν στο χάρισμα της προφητείας, είναι άνθρωποι της νήψης. Έχουν καθαρές πνευματικές αισθήσεις, η ψυχή τους είναι καθαρός καθρέπτης, όπου αντανακλώνται τα μυστήρια του Θεού και του κόσμου. Η νήψη, όμως, είναι αίτημα όχι μόνο για τον προφήτη αλλά και για τον αποδέκτη της προφητείας. Ποιος είναι ο σωστός αποδέκτης; Είναι αυτός που εντυπωσιάζεται; Είναι αυτός που βιάζει καταστάσεις προκειμένου να επαληθευθεί η προφητεία;

Καλός αποδέκτης είναι αυτός που αφενός αξιοποιεί πνευματικά ό,τι ακούει, αφετέρου έχει καθαρό νου, ώστε να ερμηνεύσει τα γεγονότα, όταν αυτά γίνουν, είναι δηλαδή σε θέση να διακρίνει αβίαστα και εν Πνεύματι. «Αβίαστα» και «εν Πνεύματι» σημαίνει ότι εκείνο που με κάνει να μπορώ να διακρίνω είναι η νήψη, η προσευχή και η αγάπη, και όχι το σερφάρισμα σε ένα κυκλώνα πληροφοριών. Δυστυχώς, κάποιοι αφιερώνουν ώρες για την ενημέρωσή τους ως προς τον χρόνο ελεύσεως του Αντιχρίστου ή τις εθνικές επανακτήσεις, αλλά δεν θυμούνται να ανοίξουν το Ευαγγέλιο, να καθρεφτίσουν τον εαυτό τους στον λόγο του Θεού. Πώς θα γλυτώσουν έτσι τον κίνδυνο της πλάνης;

Ιδιαίτερα επιπόλαιη είναι σήμερα η χρήση του προσώπου του Οσίου Παϊσίου για την υποτιθέμενη προβολή της ορθόδοξης αληθείας. (Ακραίο παράδειγμα η διάθεση ηχητικών αρχείων με τη φωνή του γέροντος, όπου ακούγεται φωνή άλλου γέροντος!). Φοβούμεθα ότι τούτο ικανοποιεί τη σημερινή εμμονή στις προφητείες, εμμονή που καλλιεργείται πάνω σε ένα έλλειμμα πίστεως, και επαναφέρει «πνεύμα δουλείας πάλιν εις φόβον».

Σήμερα, στον καιρό της σύγχυσης και του φόβου, στην εποχή της εικόνας και του εντυπωσιασμού, όπου τα πάντα (λόγια, αισθήματα, βιώματα) είναι τόσο ρηχά, δεν υπάρχει πιο μεγάλη, πιο καίρια, πιο επίκαιρη προφητεία από αυτή του Μεγάλου Αθανασίου: «Ετοίμαζε τον εαυτό σου καθημερινά για να υποδεχθεί τον Χριστό. Έλεγχε καθημερινά τον εαυτό σου με γνώμονα τις εντολές του Χριστού, σε τί υστέρησες, και άρχισε να το ανοικοδομείς.»

Ως Χριστιανοί, προσδοκάμε την του Χριστού παρουσία «ἐν ὕμνοις», και αυτή η παρουσία είναι το πιο όμορφο κομμάτι της καθημερινής μας ζωής, όχι απλώς ως προσδοκία, αλλά και ως εμπειρία του ζωντανού, αναστημένου Χριστού. Αλλά αν είμαστε κενοί και ρηχοί, τί να την κάνουμε την Πόλη ή την ημερομηνία γεννήσεως του Αντιχρίστου;

Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος
Ιερά Μονή Φανερωμένης

 

ΕΝ ΘΛΙΨΕΙ ΕΜΝΗΣΜΗΜΕΝ ΣΟΥ, ΚΥΡΙΕ

ΕΝ ΘΛΙΨΕΙ ΕΜΝΗΣΜΗΜΕΝ ΣΟΥ, ΚΥΡΙΕ

— Γέροντα, μήπως από καιρό σε καιρό επιτρέπει ο καλός Θεός να γίνεται κάποιος διωγμός, ὠστε να δοκιμάζεται η γνησιότητα της πίστεώς μας;

Το κάνει από καιρό σε καιρό. Παίρνει το κόσκινο και κοσκινίζει. Μας δοκιμάζει και συγχρόνως μας παιδαγωγεί. “Εν θλίψει εμνήσθημέν σου, Κύριε”, λέγει ο προφήτης Ησαΐας. Μέσα στις θλίψεις και στους πειρασμούς σε θυμηθήκαμε, Κύριε. Κατά την Κατοχή, αλλά και μετά, είχαμε πλησιάσει περισσότερο τον Θεό. Θυμάμαι στην πατρίδα μου, την Μεσσηνία, κάπου στο 1947 είχαν γίνει πάλι σεισμοί. Και οι Εκκλησίες γέμισαν. Πάνω στο ταρακούνημα τρέχουμε όλοι. Μετά από λίγο δυστυχώς ξεχνάμε τον Θεό.

Όταν έγινε ο σεισμός του 1981 στην Αθήνα, μου έλεγε φίλος ιατρός ότι άκριβώς εκείνη την στιγμή κάποιος γνωστός του μάλωνε με την γυναίκα του και βλασφημούσε. Η γυναίκα του του έλεγε: “Μη βλαστημάς, μωρέ, μη βλαστημάς, γιατί θα ρίξει φωτιά ο Θεός από τον ουρανό”. Αυτός συνέχισε. Εκείνη την ώρα αρχίζει το ταρακούνημα, οπότε αρχίζει να λέει: “Κύριε ελέησον. Κύριε ελέησον. Κύριε ελέησον. Κύριε ελέησον”!

Πολλές φορές, λοιπόν, όταν έχουμε όλα τα αγαθά, ξεχνάμε τον Θεό. Όπως λέγει η Γραφή για τον Ισραήλ: “ἐνεπλήσθη καὶ ἀπελάκτισεν ὁ ἠγαπημένος. Ἐλιπάνθη, ἐπαχύνθη, ἐπλατύνθη καὶ ἐγκατέλιπεν τὸν Θεὸν τὸν ποιήσαντα αὐτόν” (Δευτ. 32,15). Τον εκαλόθρεψα, λέγει, τον Ισραήλ, τον επάχυνα, του έδωσα λαούς γύρω να κατακτήσει, του έδωσα γη, όλα αυτά, και εκείνος με απελάκτισε, έφυγε. Και πολλές φορές επέτρεψε ο Θεός να υποδουλωθεί για να ξαναγυρίσει σ’ Αυτόν.

Επομένως ο Θεός σέβεται την ελευθερία μας και μας αφήνει να κάνουμε αυτό που θέλουμε, διότι η ελευθερία είναι δώρο Του, και ο Θεός δεν αναιρεί τον Εαυτό Του, δεν παίρνει πίσω το δώρο που μας έδωσε. Συγχρόνως, όμως, ο Θεός μας αγαπά διότι είμεθα παιδιά Του. Όταν λοιπόν κάνουμε κακή χρήση της ελευθερίας, μας δίνει ένα κατακέφαλο για να συνέλθουμε. Και αν συνέλθουμε, συνήλθαμε. Αν δεν συνέλθουμε, “ἄξια ὧν ἐπράξαμεν θὰ ἀπολάβωμεν” (βλ. Λουκ. 23,41). 

π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος

(από το βιβλίο “Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθόμεθα”, Ἱ. Ἠσυχαστήριον Κεχαριτωμένης Θεοτόκου, 2003)

ΠΕΡΙ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΣ

ΠΕΡΙ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΣ

Όταν ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο, έβαλε μέσα του ένα θείο σπέρμα, σαν ένα είδος λογισμού πιο θερμού και φωτεινού, να έχει τη θέση της σπίθας, για να φωτίζει το νου και να του δείχνει να ξεχωρίζει το καλό από το κακό. Αυτό ονομάζεται συνείδηση, και είναι ο φυσικός νόμος.

Επειδή όμως αυτή παραχώθηκε και καταπατήθηκε από τους ανθρώπους με την προοδευτική εξάπλωση της αμαρτίας, χρειαστήκαμε το γραπτό νόμο, χρειαστήκαμε τους αγίους προφήτες, χρειαστήκαμε την ενανθρώπιση του ίδιου του Δεσπότη μας Ιησού Χριστού, για να την ξαναφέρει στο φως και να την αναστήσει, για να ξαναδώσει ζωή, με την τήρηση των αγίων εντολών του Θεού, σε κείνη τη σπίθα που ήταν παραχωμένη.

Τώρα λοιπόν είναι στο χέρι μας ή να την παραχώσουμε πάλι ή να την αφήσουμε να λάμπει και να μας φωτίζει, αν συμμορφωνόμαστε με τις υποδείξεις της. Γιατί όταν η συνείδηση μας υπαγορεύει να κάνουμε αυτό, και αδιαφορούμε, και πάλι μας λέει να κάνουμε εκείνο, και δεν το κάνουμε, αλλά σταθερά και αδιάκοπα την καταπατούμε, έτσι τη θάβουμε και δεν μπορεί πια να φωνάξει δυνατά μέσα μας, από το βάρος που τη σκεπάζει. Όπως ακριβώς το λυχνάρι που δίνει θαμπό φως, έτσι κι αυτή αρχίζει να μας δείχνει όλο πιο θολά, όλο πιο σκοτεινά τα πράγματα, όπως συμβαίνει και με το θολωμένο από τα πολλά χώματα νερό, που δεν μπορεί κανείς να δει μέσα το πρόσωπό του. Έτσι σιγά-σιγά καταντάμε να μην αισθανόμαστε εκείνα που μας υπαγορεύει η συνείδησή μας και να φτάνουμε στο σημείο να νομίζουμε ότι δεν την έχουμε καθόλου. Όμως δεν υπάρχει κανένας που να μην την έχει. Γιατί αυτό είναι κάτι θεϊκό, όπως ήδη είπαμε, και δεν χάνεται ποτέ, αλλά πάντα μας θυμίζει εκείνο που οφείλουμε να κάνουμε.

Ας φροντίσουμε λοιπόν αδελφοί μου να φυλάμε την συνείδησή μας, όσο ακόμα βρισκόμαστε σε αυτόν τον κόσμο, χωρίς να την προκαλούμε να μας ελέγξει για κάποιο πράγμα. Χωρίς να την καταπατούμε σε τίποτα απολύτως, ούτε και στο ελάχιστο. Γιατί ξέρετε καλά ότι από τα μικρά αυτά και ασήμαντα, όπως λένε, φτάνουμε να καταφρονούμε και τα μεγάλα. Γιατί όταν αρχίσει κανείς να λέει: «Τί σημασία έχει, αν πω αυτό το λόγο; Τί σημασία αν φάω λιγάκι; Τί σημασία έχει αν δώσω προσοχή σε αυτό εδώ το πράγμα;». Από το «τί σημασία έχει αυτό και τί σημασία έχει εκείνο» αποκτάει κανείς κακή και διεστραμμένη διάθεση και αρχίζει να καταφρονεί τα μεγάλα και βαρύτερα, και να καταπατεί την ίδια τη συνείδησή του. Και έτσι προχωρώντας σιγά-σιγά κινδυνεύει να πέσει σε αναισθησία.

Η προσπάθειά μας να φυλάξουμε τη συνείδησή μας άγρυπνη και να συμμορφωνόμαστε με τις υποδείξεις της παίρνει πολλές και ποικίλες μορφές. Γιατί πρέπει να ενεργεί κανείς «κατά συνείδηση» και προς τον Θεόν, και προς τον πλησίον και προς τα πράγματα. Προς μεν τον Θεό, για να μην καταφρονεί τις εντολές Του, και όταν δεν τον βλέπει άνθρωπος και όταν κανείς δεν απαιτεί τίποτα από αυτόν. Αυτός ενεργεί κατά συνείδηση έναντι του Θεού μυστικά.

Η τήρηση της συνειδήσεως προς τον πλησίον είναι να μην κάνει κανείς τίποτε απολύτως που καταλαβαίνει ότι θλίβει ή πληγώνει τον πλησίον, είτε με έργο, είτε με λόγο, είτε με κάποια κίνηση, είτε με ένα βλέμμα – γιατί μπορεί κανείς και με μια κίνηση, όπως πολλές φορές λέω, να πληγώσει τον πλησίον, μπορεί και με ένα βλέμμα. Και με λίγα λόγια ο άνθρωπος μολύνει τη συνείδησή του με όσα καταλαβαίνει ότι κάνει επίτηδες για να προκαλέσει λογισμούς στον πλησίον, επειδή ξέρει ότι το κάνει επίτηδες για να τον βλάψει ή να τον στενοχωρήσει. Το να φυλάξει λοιπόν τη συνείδηση και να μην κάνει κάτι τέτοιο, είναι να αυτό που λέμε, να ενεργεί κατά συνείδηση προς τον πλησίον.

Να ενεργεί κανείς κατά συνείδηση προς τα υλικά πράγματα σημαίνει να μην κάνει κατάχρηση κανενός πράγματος, να μην αφήνει κάτι να καταστραφεί ή να πεταχτεί. Αλλά και αν ακόμα δει κάτι πεταμένο, να μην το αγνοήσει έστω κι αν αυτό φαίνεται ασήμαντο, αλλά να το μαζέψει και να το βάλει στη θέση του.

 Αββάς Δωρόθεος, Έργα Ασκητικά

 

Η ΠΝΙΓΜΟΝΗ ΤΟΥ ΙΣΟΓΕΙΟΥ

Η ΠΝΙΓΜΟΝΗ ΤΟΥ ΙΣΟΓΕΙΟΥ

Διηγείται ένας ποιητής τοῦ 17ου αιώνα, ο Τζων Νταν, ένα φαιδρό όσο και πικρό περιστατικό από τη ζωή του.

“Επισκεπτόμενος για ένα μικρό διάστημα μια πόλη της Γερμανίας, εγκαταστάθηκα στο ισόγειο ενός κτηρίου πολυώροφου, όπου κατοικούσαν πολλές οικογένειες, και πραγματικά ήταν τόσο μεγάλο, ώστε θα μπορούσε να είναι μια ενορία. Αλλά κάθε άλλο παρά ενορία ήταν. Όταν λοιπόν ρώτησα ποιοί κατοικούν πάνω απ’ το κεφάλι μου, μου είπαν μια οικογένεια Προτεσταντών. Και πάνω από αυτούς ποιοί; Μια άλλη οικογένεια Προτεσταντών. Και μια άλλη πάνω απ’ εκείνους. Και όλο το οίκημα ήταν ένα σύμπλεγμα τέτοιων κουτιών. Πολλοί τεχνίτες, όλοι με την ίδια πίστη. Τότε ρώτησα σε ποιό δωμάτιο συγκεντρώνονται για τις λατρευτικές τους ακολουθίες. Έλαβα την απάντηση ότι δεν συγκεντρώνονται ποτέ. Διότι, αν και ήσαν όλοι Προτεστάντες, επειδή είχαν κάποιες προσωπικές διαφορές απεχθάνονταν ο ένας τον άλλον, και μολονότι πολλοί εξ αυτών ήσαν συγγενείς εξ αίματος και είχαν κοινά συμφέροντα, εντούτοις ο γιος είχε αποκηρύξει τον πατέρα που έμενε στο δωμάτιο πάνω απ’ αυτόν, και ο ανιψιός τον θείο και ούτω καθ’ εξής. Θυμήθηκα ότι ο άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής εγκατέλειψε το δημόσιο λουτρό, όταν μπήκε μέσα ο αιρετικός Κήρινθος, και έτσι έκανα το ίδιο.

Ο ποιητής αρεσκόταν να φιλοσοφεί και να βρίσκει ωφέλεια και μέσα από τα δυσάρεστα γεγονότα της καθημερινότητας. Έτσι αναζήτησε μιαν αλληγορία στο πάθημά του. Και μετέφερε αυτή την εικόνα στην εσωτερική πνευματική ζωή. Ναι, όλοι αυτοί που ήταν ο ένας πάνω στον άλλο, αφορισμένοι ο ένας από τον άλλο, και όλοι πάνω απ’ το κεφάλι του, έμοιαζαν σαν τις αμαρτίες που θεληματικά γίνονται συνήθεια και καλύπτουν τον άνθρωπο.

“Και άρχισα να σκέπτομαι πόσοι όροφοι, πόσα πατώματα διαχωριστικά βρίσκονται ανάμεσα σε μένα και στον Θεό. Αυτά είναι το πλήθος των αμαρτιών που εγκαταστάθηκαν από πάνω μας, σαν ταβάνια, σαν πολλές αψιδωτές οροφές. Γιατί, αν και αυτές οι αμαρτίες της συνήθειας είναι στενοί συγγενείς, και η μια παράγεται από την άλλη, ταυτόχρονα, παρόλη την συγγένειά τους αφορίζουν η μία την άλλη, αφού η πλεονεξία δεν κατοικεί στον ίδιο όροφο με τη σπατάλη. Όμως, ανεβαίνεις τη σκάλα, και νά σου ο άλλος Προτεστάντης, με άλλα λόγια, μέσα σε λίγα χρόνια ο σπάταλος γίνεται πλεονέκτης. Όλα αυτά μαζί χωρίζουν από τον Θεό, σαν μια οροφή, σαν μια αψίδα, που είναι γερή ώστε να μην υποχωρεί εύκολα σε διάφορα βάρη.Ο ποιητής ανακαλεί στην μνήμη του τον στίχο του βασιλιά Δαβίδ: “αἱ ἀνομίαι μου ὑπερῆραν τὴν κεφαλήν μου, ὡσεὶ φορτίον βαρὺ ἐβαρύνθησαν ἐπ’ ἐμέ.”

Πραγματικά, οι Πατέρες της Εκκλησίας παρατηρούν ότι πάθη που ενεργούνται και γίνονται συνήθεια, όπως η οργή, η ακηδία, ο φθόνος, η φιλαργυρία, η λαγνεία, η λαιμαργία, η απληστία, η αλαζονεία, αποκτούν μεγάλη δύναμη και σχηματίζουν ένα φράγμα που χωρίζει τον άνθρωπο από τον Θεό. Συχνά τα πάθη αυτά φαίνονται ασυμβίβαστα και εχθρικά μεταξύ τους, το ένα εξοστρακίζει το άλλο, όπως, για παράδειγμα, η φιλαρχία την ακηδία, ή η περιέργεια την αδιαφορία, ή η κενοδοξία τη νωθρότητα. Κι όμως, συγγενείς καθώς είναι, βρίσκονται σε αλληλουχία, και χειραγωγούν σταδιακά και αναγκαστικά τον ένοικο του ισογείου στην πολυπλοκότητά τους, σαν μέσα από βαθμούς μύησης σε οργάνωση. Ο ποιητής, όμως, δεν βλέπει απλώς οροφές, αλλά αψιδωτές οροφές. Γιατί η αψίδα δεν λυγίζει εύκολα από βάρη, και έτσι, αν πάνω σ’ αυτή την θολωτή οροφή των παθών πέσει το βάρος κάποιας αρρώστιας ή αποτυχίας, ή ταπείνωσης ή δοκιμασίας και κρίσης από τον Θεό, η οροφή μπορεί να στέκει πεισματικά όρθια.

Βέβαια η διήγηση δεν ήταν μια παραβολή, ήταν αληθινή εμπειρία που έκανε τον ποιητή να φοβηθεί και να εγκαταλείψει το σπίτι εκείνο ως φωλιά του κακού, επικίνδυνο για την ακεραιότητά του. Άνθρωποι με συγγένεια αίματος, και ομόπιστοι, χωρίς επικοινωνία και αγάπη μεταξύ τους, που δεν συναντώνται ποτέ, αν και έχουν κάποια σχέση συμφέροντος. Σαν τους δαίμονες που μισούν ο ένας τον άλλον, και τα βρίσκουν μόνο στο κοινό τους στόχο, την καταστροφή μας. Τόση εντύπωση του προξένησε το γεγονός, τόση απορία, τόσο φόβο, κι όμως είναι κάτι που συναντάμε όχι σπάνια στη σημερινή καθημερινότητα, ναι, την Ελληνική καθημερινότητα των ομόπιστων Ελλήνων, που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σε μια χώρα που πρώτη μίλησε για την αγάπη.

Τί είναι αυτό που χωρίζει τους ανθρώπους που έχουν κάθε λόγο να αγαπιούνται, αυτούς που τους συνδέει η φύση, η πατριά, η πατρίδα, και πιο πολύ η πνευματική συγγένεια; Και τί είναι αυτό που κάνει τους πεισματικά χωρισμένους και επίβουλους κάποτε να συμμαχούν σε ένα άλλο επίπεδο; Αυτή η εσωτερική αλλοτρίωση έχει να κάνει με το μεγαλύτερο πάθος, τον εγωισμό, και την αδελφή του, την φιλαυτία. Σαν αψίδα κάνουν την ψυχή σκοτεινή και αδιάβροχη από την ουράνια δροσιά, και σαν ασπίδα την κρατούν οχυρωμένη και αλεξίσφαιρη, απρόσβλητη από τα βέλη του Θεού. Μήπως μ’ αυτό το γάλα της φιλαυτίας δεν ποτίζει η μητέρα την κόρη; Μήπως με τέτοια ομόλογα εγωισμού δεν αλυσοδένει τον γιο ο πατέρας;

Ἡ προσωπική συναίσθηση όμως του πνιγμού και του σκοταδιού της αμαρτίας κάνει τον βασιλιά Δαβίδ να φωνάξει πως έχασε το φως των οφθαλμών του, να ταπεινωθεί, και να ελευθερωθεί χάρη στην αληθινή συντριβή του, την μετάνοιά του.

Η μετάνοια είναι αυτή που μας ανοίγει την πόρτα να τρέξουμε μακριά απ’ αυτή την πολυκατοικία. Το πολυώροφο οίκημα θα μένει εκεί, για επίδοξους ενοικιαστές του ισογείου, όσο θα υπάρχει αυτός ο κόσμος. Γι αυτούς  ο ουρανός θα είναι οι σκοτεινές θολωτές οροφές. Αντ’ αυτών η μετάνοια μας δείχνει μια σκάλα για τον πραγματικό ουρανό. Ανεβαίνοντας το πρώτο σκαλοπάτι, εκπληττόμεθα βλέποντας ότι έχει ήδη κατέβει ο Θεός.

Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος
Ιερά Μονή Φανερωμένης