ΕΓΙΝΕ ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΗ: Ο ΠΕΡΙΟΥΣΙΟΣ ΛΑΟΣ ΚΑΙ Η ΑΓΙΑ ΡΩΣΙΑ

ΕΓΙΝΕ ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΗ: Ο ΠΕΡΙΟΥΣΙΟΣ ΛΑΟΣ ΚΑΙ Η ΑΓΙΑ ΡΩΣΙΑ

Εάν έχουμε μια αμυδρή γνώση για τον Θεό είναι διότι ο Ίδιος αποκαλύπτεται στην ιστορία και συνάπτει διαθήκη με τους ανθρώπους. Αρχικά, “δημιουργεί” ένα έθνος, και το καλεί – από αγάπη και μόνο – να συνάψει διαθήκη μαζί του. Αυτός είναι ο Ισραήλ. Η συμφωνία αυτή αποτελεί προσωρινό στάδιο. Κι ενώ ο Ισραήλ παραμένει δεμένος στις εγκόσμιες δομές και στον φυλετικό ορίζοντα, ο Θεός στην Παλαιά Διαθήκη δίνει υπόσχεση για τη σωτηρία όλου του κόσμου.

Και η επαγγελία εκπληρώνεται. Με τον σταυρό του Χριστού μια νέα διαθήκη συνάπτεται, η Καινή Διαθήκη. Καλεσμένοι είναι όλα τα “έθνη”. Περιούσιος λαός γίνεται τώρα το Σώμα του Χριστού, η Εκκλησία (Προς Τίτον, 2,14), όπου αίρεται κάθε διάκριση σε Έλληνα, Ιουδαίο ή βάρβαρο, δούλο και ελεύθερο, άνδρα και γυναίκα, αφού τα πάντα και στα πάντα είναι ο Χριστός (Κολ. 3,11-12. Γαλ. 3,28-29). Ο νέος λαός δεν προσδιορίζεται από φυλετικά ή πολιτισμικά χαρακτηριστικά, αλλά από μια απείρως βαθύτερη και ακατάλυτη πνευματική σχέση. Ύψιστο κριτήριο συγγένειας είναι ο ίδιος ο Χριστός, ομοαίματος αδελφός μας.

Βεβαίως, η νέα αυτή ταυτότητα δεν καταργεί τις εθνικές ταυτότητες, την αγάπη για την πατρίδα και την πολιτιστική ετερότητα. Όμως ο νέος τύπος συγγένειας υπερβαίνει όλα τα εγκόσμια, καλεί τα διαφορετικά σε ενότητα και κοινωνία με τον Ένα. Στην Αποκάλυψη του Ιωάννου το πρόσωπο της Εκκλησίας περιλαμβάνει κάθε φυλή και γλώσσα, κάθε λαό και έθνος.

Τί συμβαίνει όμως όταν η έννοια του περιούσιου λαού επιστρατεύεται για να υπηρετήσει εθνικά και εθνοτικά οράματα, εγωισμούς και φαντασιώσεις;

Από την ιστορική οπτική αρκετές φορές οι νεότεροι Έλληνες διάβασαν ελληνοκεντρικά την έννοια του περιούσιου λαού. Ωστόσο το διάβασμα αυτό δεν αλλοίωσε την αίσθηση της παγκοσμιότητας του Ευαγγελίου, ίσως γιατί το ίδιο το ελληνικό πνεύμα ήταν πάντα οικουμενικό. Η συμβολή της ελληνικής γλώσσας και παιδείας στη διάδοση, έκφραση και οριοθέτηση της χριστιανικής πίστης είναι αδιαμφισβήτητη—τόσο, ώστε ο Ρώσος π. Γεώργιος Φλορόφσκι να αποκαλεί τον Ελληνισμό θεμελιώδη κατηγορία της Χριστιανικής υπάρξεως.

Έχουμε όμως στην ιστορία και στο παρόν μια άλλη, επικίνδυνη ανάγνωση και αλλοίωση της έννοιας του περιούσιου λαού.

Αυτή συμπεριλαμβάνεται στο μεγαλειώδες αφήγημα του “Ρωσικού Κόσμου”, το οποίο η Ρωσία υφαίνει εδώ και αιώνες. Σύμφωνα με αυτό, η Ρωσία, η Ουκρανία και η Λευκορωσία, όπως και οι απανταχού της γης ρωσικές κοινότητες, συγκροτούν την αποκαλουμένη Αγία Ρωσία, μια ξεχωριστή ενότητα “αδελφών” λαών, με κοινή εθνολογική ρίζα και πολιτισμό, ενώ η Μόσχα, με τον κοσμικό και τον θρησκευτικό της ηγέτη, είναι ο “μεγάλος αδελφός” και ποδηγέτης όλων. Ο ρωσικός λαός υπερτερεί των άλλων στα χαρίσματα, στην κουλτούρα, αλλά και στην ορθή πίστη. Είναι εκλεκτός και έχει ειδικό προορισμό.

Κυκλοφορήθηκε μάλιστα πριν λίγα χρόνια πολυτελές τετράφυλλο, υπογεγραμμένο από Αγιορείτη κελλιώτη μοναχό (διάσημο στο διαδίκτυο), που παρουσιάζει με περισσή αμετροέπεια τον ρωσικό λαό ως “νέο περιούσιο λαό” του Θεού, τον μόνο και ανυπερθέτως ασύγκριτο! Και φυσικά βρίσκεις στον ρωσικό λαό θαυμάσιους και αγίους ανθρώπους. Πέρα όμως από την αφέλεια της γενίκευσης, από μόνη της η ταύτιση του περιούσιου λαού με μια εθνική οντότητα μας φέρνει πίσω στην Παλαιά Διαθήκη, και μάλιστα στην Ιουδαϊκή εγκοσμιοκρατική αντίληψη του περιούσιου λαού, η οποία μέχρι σήμερα αποτελεί πίστη των Σιωνιστών. Οι εθνοφυλετικές αυτές θεωρίες καταδικάσθηκαν ήδη από τη Σύνοδο της ΚωνΠόλεως το 1872.

Προκειμένου, όμως, να θεμελιωθεί η υπεροχή του Ρωσικού Κόσμου, αναθεωρείται αδιάκοπα και επίμονα η ιστορία. Τελευταία μάλιστα η ευρασιατική ρωσική ηγεμονία ταυτίσθηκε με τη βυζαντινή αυτοκρατορία. Εντύπωση προκαλεί ότι στο πολύκροτο ρωσικό ντοκιμαντέρ Η κατάρρευση της αυτοκρατορίας και το βυζαντινό μάθημα προβάλλεται η Ρωσία ως η συνέχεια του Βυζαντίου. Αυτή είναι προορισμένη να κυριαρχήσει. Το πνεύμα της όμως δεν φαίνεται να είναι ούτε οικουμενικό ούτε ταπεινό ούτε ανεκτικό. Δεν αναγνωρίζει ετερότητα, γι αυτό και από τον 17ο αιώνα επιχειρεί να ξεριζώσει την ουκρανική γλώσσα και κουλτούρα.

Έτσι ο περιούσιος λαός καταλήγει σε ιδεολόγημα δεμένο στις ράγες μιας πολιτικής ιδεολογίας που με τη σειρά της έχει εμποτίσει βαθιά την εκκλησιαστική ηγεσία. Η πίστη γίνεται ένα μέρος της εθνικής και πολιτικής ταυτότητας. Το κράτος θεοποιείται και η εκκλησία δεν υψώνει ανάστημα ούτε σε άδικες πράξεις του κράτους, όπως αντιθέτως γινόταν στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Η κυβέρνηση ταυτίζεται με την πατρίδα (πράγμα αδιανότητο για τους Έλληνες), ενώ μέρος της πατρίδας είναι η Ορθόδοξη πίστη και η θεσμική της εκπροσώπηση.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, είναι επόμενο η πνευματική ηγεσία να συμπλέει με την κρατική βούληση, ακόμη και αν η τελευταία απειλεί έναν Ορθόδοξο λαό, ακόμη κι αν συμπεριφέρεται παρανοϊκά εις βάρος και του δικού της λαού. Αν η κρατική βούληση περιλαμβάνει εισβολή, ισοπέδωση πόλεων, ανηλεείς αποκλεισμούς, βομβαρδισμούς νοσοκομείων και μακελειό αμάχων (δηλαδή πράξεις τερατώδεις για την εκκλησιαστική συνείδηση), μπορεί η εκκλησιαστική αρχή να καταφύγει σε γενικές δεήσεις για την ειρήνη, παράλληλα όμως θα τιμήσει και θα ενθαρρύνει τον επικεφαλής της Κρατικής Εθνοφρουράς. H φρίκη του πολέμου τίθεται σε δεύτερη μοίρα (αν δεν εξωραΐζεται) μπροστά στη σαγήνη του ηθικού και πολιτιστικού μεγαλείου και των γεωπολιτικών σχεδίων.

Η πολιτική αυτή ιδεολογία συνοδεύεται από τη θεωρία της “τρίτης Ρώμης”, την οποία με αξιοθαύμαστη επιμονή προσπαθεί να επιβάλει το πατριαρχείο Μόσχας. Μάλιστα, η εκκλησιαστική ηγεσία μιμείται την πολιτική εξουσία τόσο στον ολοκληρωτικό χαρακτήρα (στη σχέση της με το ποίμνιό της) όσο και στις επεκτατικές τακτικές της (στη σχέση της με τις άλλες εκκλησίες), όπως φάνηκε στις επιχειρήσεις εκρωσισμού του Αγίου Όρους και στην  πρόσφατη εισπήδησή της στο αρχαίο και πτωχό πατριαρχείο Αλεξανδρείας. Και εδώ οι ρόλοι Εκκλησίας και Πολιτείας κάθε άλλο παρά διακριτοί είναι.

Ο αληθινά πιστός γνωρίζει ότι “Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ” (Γαλ. 3,28). Ας μην επαναπαύεται κανείς σε μια εγκόσμια ταυτότητα, ρωσική ή ελληνική ή οτιδήποτε άλλο. Ζούμε όλοι σε κοινωνίες εκκοσμικευμένες, όπου η διαφθορά διαπρέπει, και η θέληση για δύναμη υπαγορεύει τις ανθρώπινες συμπεριφορές σ’ Ανατολή και Δύση. Όμως, ο Χριστός δεν έπαψε να εμφανίζει τον εαυτό Του στον κόσμο (Ιω. 14,21). Περιούσιος λαός Του είναι όσοι έχουν καρδιά που αγωνίζεται να μετανοεί, να πιστεύει, να αγαπά αληθινά και να αντιστέκεται στο ψέμα, να γίνεται σαν τον σπόρο που πεθαίνει στη γη για να δώσει καρπούς. Εάν, όμως, σιωπούμε νωθρά και κρατάμε βολικές αποστάσεις από εγκλήματα, και μάλιστα εγκλήματα κατά ομοδόξων αδελφών, τότε “το όνομα του Θεού εξ αιτίας μας βλασφημείται στα έθνη” (Ρωμ. 2,24), κι αυτό δεν είναι γνώρισμα των Ορθοδόξων. Εκτός … αν έχει γίνει κι εδώ παρεξήγηση!

Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος
Καθηγούμενος Ιεράς Μονής Φανερωμένης Νάξου

Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ

Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ

Κάποια στιγμή ένας θερμός αέρας άρχισε να σβήνει ένα ένα τα κεράκια στο μανουάλι μπροστά στην εικόνα της Μεταμορφώσεως. Μερικές φλόγες έσβηναν μετά από σκληρή μάχη, κι άλλες με το πρώτο φύσημα. Η εικόνα αυτή με πήγε στην ανθρώπινη ζωή, τη φθαρτή και ευάλωτη, όπου η υπερηφάνεια για τα κεκτημένα έχει τη δύναμη και διάρκεια του ονείρου. Τα πάντα σβήνουν, καίγονται, πέφτουν εν ριπή οφθαλμού.

Σήμερα όμως, ημέρα της Μεταμορφώσεως, γιορτάζουμε ένα φως που δεν σβήνει. Το άκτιστο φως του Θεού, το οποίο ο Χριστός φανέρωσε ενώπιον των έκθαμβων μαθητών. Δεν ήταν ο άσαρκος Θεός που έκανε ορατή τη δόξα και θεότητά Του. Η λαμπρότητα αυτή ήταν κρυμμένη σε σώμα ανθρώπινο, το σώμα του Χριστού, που ήταν εξ αρχής ενωμένο με το πλήρωμα της θεότητας και έλαμψε όπως ο ήλιος. Έτσι, δεν μεταμορφώθηκε ο Χριστός σε κάτι που δεν ήταν προηγουμένως. Ήταν μάλλον οι μαθητές, και δυνάμει όλοι εμείς, που απόκτησαν μάτια και αισθήσεις ικανές να δουν την αθέατη μορφή.

Αυτό που συνέβη στο όρος δεν ήταν απλώς ένα θαύμα και όραμα, ένα αξιομνημόνευτο γεγονός — ο Χριστός δεν μας προσφέρει εντυπωσιακές διηγήσεις ή ένα κοινό μύθο για να πορευόμεθα. Μας αφήνει προίκα την ίδια τη ζωή Του, το άκτιστο φως, που δεν είναι στοιχείο του κόσμου τούτου. Είναι μια εμπειρία συνεχόμενη, που κλείνει μέσα της την καταγωγή και τον προορισμό μας, την κλήση μας, η οποία δεν είναι άλλη από την ένωση με τον Θεό. Ο μεταμορφωμένος Χριστός έδειξε το “αρχέτυπον κάλλος της εικόνος”, δηλαδή το κάλλος που πλαστήκαμε να εικονίσουμε.

Στο Ευαγγέλιο και στην υμνολογία το Θαβώρ λέγεται Όρος το Άγιον, παρότι στην πραγματικότητα πρόκειται για λόφο. Ναι, ένας λόφος μπορεί να είναι όρος άγιον, όταν λαμπρυνθεί από τη δόξα της θεϊκής φύσης. Γι΄ αυτό Όρος Άγιον λέγεται και η Θεοτόκος. Όρος Άγιον είναι και η καρδιά που γίνεται τόπος όπου ο Μεταμορφωμένος Σωτήρας κατοικεί.

Ο Μεταμορφωμένος Χριστός αποκαλύπτεται αυτοπροσώπως στις καθαρές ψυχές, ώστε να γίνουν επόπτες της δόξας Του. Αλλά και η ίδια η κτίση είναι βιβλίο της δυνάμεως και του μεγαλείου Του. Η ιερότητα του κόσμου είναι ριζωμένη και στον προ Χριστού κόσμο. Τα δάση, για παράδειγμα, είναι τόποι μυστικοί, κατοικία των θεών, και κάποιες φορές είχαν φύλακες ιερείς. Έλληνες φιλόσοφοι θεωρούσαν πως τα δέντρα έχουν ψυχή. Η ίδια η ύλη είναι πλήρης θείας χάριτος, μας λέει και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, γιατί ο Χριστός την δημιούργησε, την προσέλαβε και την αγίασε. Και “νυν πάντα πεπλήρωται φωτός”, γιατί ο Χριστός δεν νικήθηκε από τον θάνατο.

Μα θέλει μάτια κατάλληλα για να γνωρίσουμε και να μετέχουμε στη δύναμη και την παρουσία του φωτός που διαπερνά τα πάντα. Αν εμείς δεν ανεβούμε μαζί με τον θεάνθρωπο στο όρος, αν δεν μεταμορφωθούμε μέσα στο φως Του, αν δεν αποκτήσουμε τις αισθήσεις που μπορούν να δουν τα αθέατα και νοούμενα, τότε θα κάψουμε τα πάντα, και θα πνιγούμε στην αιθάλη των παθών και της αναλγησίας μας. ‘Οσο για τους αθεόφοβους πλουτούντας, η πτώση θα είναι πιο θεαματική από εκείνη των νεκρών δέντρων.

Όσοι όμως εναπόθεσαν ευλαβικά και φιλότιμα το αναμμένο κερί τους μπροστά στην Μεταμόρφωση, ακόμη κι αν σβήσουν από τον θερμό άνεμο, ακόμη κι αν χάσουν πάντα τα πρόσκαιρα, θα ξαναβρούν τα πάντα μέσα στην ακοίμητη φωτιά του Θεού που φωτίζει και δροσίζει και θα αποκαταστήσει τον κόσμο στην ωραιότητά του.

Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος
Ιερά Μονή Φανερωμένης

 

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ

Πιστεύουμε σε ένα Θεό, μίαν αρχή άναρχη, άκτιστη, αγέννητη, ανόλεθρη, και αθάνατη, αιώνια, άπειρη, απερίγραπτη, απεριόριστη, απειροδύναμη, απλή, ασύνθετη, ασώματη, άρρευστη, απαθή, άτρεπτη, αναλλοίωτη, αόρατη, πηγή αγαθότητος και δικαιοσύνης, φως νοερό, απρόσιτο, δύναμη που δεν γνωρίζεται με κανένα μέτρο αλλά μόνο μετριέται με τη συγγενή βούληση –γιατί τα πάντα μπορεί να κάνει, όσα θέλει.

Αρχή που δημιούργησε όλα τα κτίσματα, ορατά και αόρατα, που συνέχει και συντηρεί τα πάντα, προνοεί για όλα, κρατεί τα πάντα, και κυβερνά και βασιλεύει με ατελεύτητη και αθάνατη βασιλεία, τίποτε δεν έχει αντίθετό της, όλα τα γεμίζει, δεν περιέχεται από κανένα, μάλλον αυτή περιέχει τα σύμπαντα και τα συνέχει, με καθαρό και αμόλυντο τρόπο βρίσκεται πάνω σε όλες τις ουσίες και είναι υψωμένη πέρα από όλα και από κάθε ουσία, γιατί είναι υπερούσια, πάνω από τα όντα, υπέρθεη, υπεράγαθη, υπερπλήρης, διαχωρίζει όλες τις αρχές και τάξεις και είναι θεμελιωμένη πάνω από καθε αρχή και τάξη, πάνω από ουσία και ζωή και λόγο και έννοια, αυτόφως, αυτοαγαθότητα, αυτοζωή, αυτοουσία, αφού δεν έχει από κάποιον άλλον την ύπαρξη, ενώ η ίδια είναι πηγή της υπάρξεως για τα όντα, πηγή της ζωής για τους ζώντες, πηγή του λόγου για όσους μετέχουν στον λόγο, αιτία όλων των αγαθών για όλους, που γνωρίζει τα πάντα πριν γίνουν, μία ουσία, μία θεότητα, μία δύναμη, μία θέληση, μία ενέργεια, μία αρχή, μία εξουσία, μία κυριότητα, μία βασιλεία, η οποία γνωρίζεται σε τρεις τέλειες υποστάσεις και προσκυνείται με μία προσκύνηση και πιστεύεται και λατρεύεται από όλα τα λογικά κτίσματα, ενώ οι τέλειες υποστάσεις είναι ενωμένες με ασύγχυτο τρόπο και συνάμα διαιρούνται χωρίς διάσταση, πράγμα τόσο παράδοξο.

Πιστεύουμε σε Πατέρα και Υιό και Άγιο Πνεύμα, και στο όνομά τους έχουμε βαπτισθεί. Γιατί έτσι παρήγγειλε ο Κύριος τους  Αποστόλους να βαπτίζουν, λέγοντας “Βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.”

 Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός (8ος αι.)
Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, κεφ. 8 (απόσπασμα)

ΠΕΡΙ ΘΕΙΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ

ΠΕΡΙ ΘΕΙΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ

Όπως ο ήλιος μεταδίδει αμείωτα το φώς και τη ζέστη σε όσους εκτίθενται στις ακτίνες του, έτσι και οι ενέργειες του Θεού μεταδίδονται στον άνθρωπο που επιθυμεί να κοινωνήσει μαζί Του. Μόνο εκείνοι που άγγιξαν αυτό το θείο φως μπορούν να μετέχουν της χάριτος η οποία θεοποιεί τον άνθρωπο και με αυτή να ενωθούν με το Θεό. Εμείς διδαχθήκαμε από τους πατέρες ότι όλες οι ενέργειες του Θεού είναι άκτιστες. Το όνομα Θεός είναι όνομα ενεργείας, “από το ρήμα θέειν (τρέχειν) και διακυβερνά τα πάντα ή αίθει δηλαδή καίει”.

Από όλες αυτές τις ενέργειες είναι πιο ψηλά κατά την ουσία ο Θεός, και είναι αμέθεκτος. Κατά τις ενέργειες όμως είναι μεθεκτός. Ο Μέγας Βασίλειος τονίζει ότι εμείς λέμε πως γνωρίζουμε τον Θεό από τις ενέργειες, αλλά δεν ισχυριζόμαστε ότι πλησιάζουμε την ουσία Του, η οποία είναι αιτία αυτών των ενεργειών.

Η πνευματική δωρεά που ενοικεί στους αγίους είναι χάρις θεοποιός και άκτιστη. Η εμπειρία αυτή των αγίων του Θεού φανερώνει την ύπαρξή του. Εκείνοι που δεν δέχονται να κοινωνήσουν με τον Θεό με αυτόν τον πνευματικό τρόπο, θα αγνοήσουν ότι υπάρχει ο Θεός. Οι άνθρωποι του Θεού υψώνοντας την ψυχή τους προς τις θείες και αθάνατες ακτίνες των ενεργειών του Θεού ομοιώνονται με Αυτόν. Η έλευση του πανταχού παρόντος Αγίου Πνεύματος δεν είναι άλλο από τη φανέρωσή Του στους Αγίους, στους οποίους αποκαλύπτεται κατά τρόπο μυστικό. Αυτή η αποκάλυψη της χάριτος και της ενεργείας του Πνεύματος πραγματοποιείται μόνο στους άξιους.

Η θεοποιός αυτή δωρεά του Πνεύματος είναι η βασιλεία του Θεού. Αυτή η βασιλεία είναι άναρχη και άκτιστη. Όταν λέμε ότι ο άνθρωπος μπορεί να θεοποιηθεί, εννοούμε ακριβώς αυτό, το να εισέλθει στη βασιλεία του Θεού. Η ζωή των ανθρώπων που κοινώνησαν αυτής της βασιλείας είναι πάνω από κάθε γνώση και επιστήμη. Ο Άγιος Μάξιμος περιγράφοντας την πραγματικότητα της αιωνιότητος λέει: “Όλα τα αθάνατα, καθώς και η ίδια η αθανασία, και όλα τα ζώντα, καθώς και η ίδια η ζωή, και όλα τα άγια, καθώς και η ίδια η αγιότης, και όλα τα ενάρετα, καθώς και η ίδια η αρετή, και όλα τα όντα, καθώς και η ίδια η οντότης, είναι προδήλως έργα του Θεού. Κάθε ζωής και αθανασίας, αγιότητας και αρετής δημιουργός είναι ο Θεός, διότι είναι πάνω από όλα τα λεγόμενα και νοούμενα.”

 Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Περί θείων ενεργειών

 Σχόλιο

 Το παραπάνω κείμενο συνοψίζει την πνευματική εμπειρία της κοινωνίας με τον Θεό, στην οποία κυρίως διαφοροποιείται η θεολογία των Ορθοδόξων Πατέρων από την θεολογία των Λατίνων, όπως αυτή διαμορφώθηκε σταδιακά από τον μεσαίωνα και εξής. Οι πανορθόδοξες σύνοδοι της εποχής του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (14ος αιώνας) οριοθέτησαν την εμπειρία αυτή και έδωσαν ένα μήνυμα στον άνθρωπο κάθε εποχής: ότι μπορεί να μετέχει πραγματικά στον Θεό, και ότι ο Θεός γνωρίζεται μόνο μέσα από αυτή την μετοχή στην άκτιστη χάρη Του. Μέσα σ’ αυτή την χάρη ή ενέργεια ο πιστός καθαίρεται, φωτίζεται, ή και ενώνεται με τον Θεό. Αντιθέτως, αν αυτό που λέμε Θεία Χάρη δεν είναι ο ίδιος ο Θεός, τότε είναι αδύνατη η κοινωνία Θεού και ανθρώπου. Στην Ρωμαιοκαθολογική θεολογία δεν υπάρχει η διάκριση ανάμεσα στην ουσία του Θεού, που είναι αμέθεκτη, και στις ενέργειες της ουσίας αυτής, που είναι μεθεκτές. Επειδή λοιπόν δεν μπορεί να υπάρχει κοινωνία μέσω των ενεργειών, η Ρωμαιοκαθολική θεολογία εστίασε στην θεολογία του προσώπου, οπότε μιλούν για “κοινωνία προσώπων”, που την εννοούν απλά ως σχέση μεταξύ των προσώπων. Απόληξη της θεολογίας αυτής είναι ότι ούτε η πίστη ούτε η λατρεία αποτελούν κριτήρια ενότητας των πιστών, αλλά μόνον η ύπαρξη ενός “πρώτου”, εξ ού και η εκκλησιολογία του πρωτείου.

Ο ΑΡΤΟΣ, Ο ΟΙΝΟΣ, Ο ΤΡΟΠΟΣ

Ο ΑΡΤΟΣ, Ο ΟΙΝΟΣ, Ο ΤΡΟΠΟΣ

Ο άρτι αφιχθείς αρχαίος τρόμος μιας πανδημίας προκάλεσε γόνιμες συζητήσεις μεταξύ εκκλησιαστικών ελλογίμων και θεολόγων ανά τον κόσμο. Διατυπώθηκε η θέση ότι μία νόσος μπορεί να μεταδοθεί μέσω του τρόπου μετάδοσης της θείας κοινωνίας. Υποστηρίχθηκε επίσης ότι τα ίδια τα τίμια δώρα έχουν την ιδιότητα μετάδοσης παθογόνων μικροοργανισμών: ο άρτος ως σώμα του Χριστού, εφόσον κατ’ ουσίαν δεν μεταβάλλεται και διατηρεί τις φυσικές του ιδιότητες, όχι μόνο υπόκειται στη φθορά αλλά μπορεί να μεταδώσει τοξικούς ιούς. Μάλιστα επιχειρήθηκε χριστολογική θεμελίωση του θέματος: το ίδιο το ανθρώπινο σώμα του Χριστού είναι φορέας μικροοργανισμών, τα οποία μπορούν να μας βλάψουν. Αυτοί άλλωστε δεν αποτελούν κακό, εφόσον τίποτε κακό δεν υπάρχει στη δημιουργία.

Στο πλαίσιο αυτό ίσως φανούν χρήσιμα τα παρακάτω στοιχεία, που μπορεί κάποιος να αντλήσει από τα έργα των αγίων Πατέρων.

Βεβαίως δεν υπάρχει κανένα κακό στη δημιουργία. Καμιά μορφή ζωής, ακόμη και οι φυσικές καταστροφές, δεν μπορούν να θεωρηθούν κακό, διότι κακό είναι μόνο ό,τι μας απομακρύνει από τον Θεό. Υπάρχουν όμως και τα παράγωγα της προσωπικής αμαρτίας, όπως για παράδειγμα ένα επικίνδυνο εργαστηριακό υβρίδιο, καθώς και τα αποτελέσματα της αρχέγονης πτώσεως, η φθορά και ο θάνατος, στα οποία υποτάχθηκε ο άνθρωπος. Όμως η ενσάρκωση του Θεού φέρνει κάτι καινούργιο στον κόσμο, μιά «καινή κτίση».

Ας κάνουμε μια παρένθεση, για να δούμε τί πιστεύουμε για τα τίμια δώρα της θείας Λειτουργίας. Πιστεύουμε ότι απλώς συμβολίζουν την παρουσία του Χριστού, όπως δέχεται γενικά ο Προτεσταντισμός; Στην περίπτωση αυτή ο άρτος πρέπει να δίνεται σε ειδικά αποστειρωμένα σακουλάκια, και ο οίνος συσκευασμένος με πιστοποίηση. Αν, πάλι, τα τίμια δώρα είναι κατ’ ουσίαν ο Χριστός, σύμφωνα με τη ρωμαιοκαθολική αντίληψη περί μετουσίωσης, τότε καταλήγουμε είτε στη λατρεία του άρτου είτε στην απιστία, εφόσον και ο άγιος άρτος μπορεί να αλλοιωθεί.

Οι Έλληνες Πατέρες μιλούν για «μεταβολή» των υλικών στοιχείων. Ούτε απλά συμβολική λειτουργία ούτε μετουσίωση. Η μεταβολή αυτή δηλώνει τον καινό τρόπο υπάρξεως που κομίζει η ένσαρκη φανέρωση του Θεού. Θα πρέπει εδώ να λάβουμε υπόψιν την πατερικὴ διάκριση μεταξὺ του λόγου της φύσεως και του τρόπου της υπάρξεως, διάκριση χρήσιμη για μια ορθόδοξη κατανόηση του μυστηρίου του Χριστού (1).

Τη διάκριση αυτή χρησιμοποιούν οι Πατέρες για να ερμηνεύσουν τα θαύματα του Θεού στην ιστορία. Όταν ο Θεός παρεμβαίνει για να τελέσει ένα θαύμα, δεν μεταβάλλει τη φύση των κτισμάτων – τον λόγο τους – αλλά καινοτομεί τον τρόπο, με τον οποίον η φύση τους ενεργεί, προκειμένου να εκπληρώσει τη θεία οικονομία. Ο τρόπος καινοτομούμενος σημαίνει φύση που λειτουργεί πέρα από τον «θεσμό» της, πέραν των ορίων της, μεταθέτοντας τον άνθρωπο «προς έτερον είδος ζωής». Κάτι τέτοιο συνέβη στον Νώε, ο οποίος μπορούσε να μένει αβλαβής ανάμεσα σε άγρια θηρία, ή σε αγίους οι οποίοι περπάτησαν πάνω στό υγρό στοιχείο.

Κορύφωση των θείων παρεμβάσεων είναι η ενανθρώπιση. Το μυστήριο που λαμβάνει χώρα στον ένσαρκο Λόγο είναι η αδιάρρηκτη ένωση της θείας και της ανθρώπινης φύσεως. Η ένωση αυτή σημαίνει ότι η ιδιότητα της μιας φύσεως γίνεται ιδιότητα της άλλης, όπως ένα ξίφος που ενώνεται με τη φωτιὰ γίνεται φωτιά, και την ίδια στιγμη η φωτιά αποκτά λεπίδα. Η ανθρώπινη φύση παραμένει ακέραιη, ενώ ο τρόπος τού είναι της καινουργείται. Γι’ αυτό και ο Χριστός γεννάται «θεϊκώς» και «ανθρωπικώς», δηλ. κυοφορούμενος από μητέρα, αλλά χωρίς φθορά και ωδίνες. Δεν υποτάχθηκε στη φύση, δεν την κατήργησε, αλλά την κατέστησε «έτερον μυστήριον». Η ανθρώπινη φύση του Χριστού ενεργεί με θείο τρόπο. Και ενεργεί με θείο τρόπο διότι κατέχει το πλήρωμα της άκτιστης θείας ενέργειας.(2)

Τούτο εφαρμόζεται και στην ερμηνεία της θείας Ευχαριστίας. Και εδώ καινοτομείται η φύση των υλικών στοιχείων. Δεν μεταβάλλεται ο λόγος/ουσία τους, ούτε οι φυσικές τους ιδιότητες, αλλά μεταβάλλεται ο τρόπος. Ακριβώς όπως στον Χριστό κάθε τι ανθρώπινο έχει τον υπέρ φύσιν τρόπον, αφού η ανθρώπινη φύση Του φέρει όλη την ενέργεια της Θεότητας, έτσι και τα υλικά δώρα δέχονται και μεταδίδουν στους μετέχοντες την ίδια θεανθρώπινη ενέργεια του Χριστού. Κοινωνούμε, επομένως, όχι κάτι που υπόκειται στη φθορά και στον θάνατο, αλλά τον ίδιο τον Θεό, μέσω της ύλης που γίνεται ζωοποιός, όπως και η ίδια η σάρκα του Χριστού είναι ζωοποιός.

Η ουσιαστική κοινωνία βεβαίως δεν έχει να κάνει μόνο με την παρουσία του Χριστού στον άρτο και στον οίνο, αλλά και με την παρουσία Του μέσα μας. Η ενότητα με τον Θεό δεν ενεργείται χωρίς την προαίρεση και συνεργία του ανθρώπου, ούτε αποκλειστικά μέσω της θείας Ευχαριστίας. Πρέπει ο άνθρωπος ελεύθερα να ακολουθήσει, να μιμηθεί τον Χριστό και να γεννηθεί εν Πνεύματι. Η θεία ενέργεια δρα πολυτρόπως κατά την πίστη και τον πόθο του προσελθόντος. Η πίστη κάνει την ψυχή να «ανακράται» με τον Χριστό, και τότε ο όλος άνθρωπος δέχεται τη ζωοποιό δύναμη δια υλικών στοιχείων. Αυτή η ολιστική αντίληψη διαπερνά και χαρακτηρίζει την πατερική θεολογία.

Όταν λοιπόν ο Χριστός προσφέρεται ως άρτος, δεν μεταβάλλει την ουσία τού άρτου, αλλά την «οικονομία» του. Η ανθρώπινη φύση τού Χριστού ήταν παθητή, ήταν όμως ένα με την Θεότητα, γι’ αυτό και δεν μπορούσε να κρατηθεί από τον θάνατο. Και όπως το σώμα Του πέθανε και αναστήθηκε, αφού η Θεότητα ποτέ δεν το εγκατέλειψε, έτσι κι εμείς λαμβάνοντας τον άρτο-σώμα γευόμεθα την ανάσταση και μετέχουμε της αφθαρσίας. Όπως ο Χριστός πάσχει ως άνθρωπος και ενεργεί ως Θεός, έτσι και ο άρτος-Χριστός μπορεί μεν να «πάσχει», δηλαδή να αλλοιώνεται, αλλά ενεργεί σε μας ως άκτιστη Θεότητα. Καθώς εξηγεί ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας,

Άγιον είναι το σώμα του Χριστού και έχει δύναμη να νικά κάθε νόσο. Ήταν και είναι άγιο, όχι απλώς ως σάρκα με τις φυσικές της ιδιότητες, αλλά ως ναός του ενοικούντος Θεού Λόγου, ο Οποίος αγιάζει με το Πνεύμα Του τη σάρκα. Γι’ αυτό και ο Χριστός ζωοποιεί την κόρη του αρχισυναγώγου όχι μόνο με το παντοδύναμο πρόσταγμά Του, αλλά και με το άγγιγμα του σώματός Του. (Αναστασίου, Doctrina Patrum, σ. 129, 131-32)

Με το άγγιγμα του σώματος, ακόμη και με το άγγιγμα των ιματίων Του. (Μάρκ. 5,25-35) Γι’ αυτό και σε εκείνους που μεταλαμβάνουν με πίστη και αληθινή μετάνοια, το δεσποτικό Σώμα γίνεται «φυλακτήριον», «εις ρώσιν και ίασιν και υγείαν ψυχής τε και σώματος», συντήρηση και θέωση της ανθρώπινης φύσεως.(3)

Τα καθαγιασμένα Δώρα ενεργούν όπως το θεωμένο σώμα του Ιησού. Ο Θεός και διά της ύλης δίνει ζωή άφθαρτη. Και μολονότι η αφθαρσία του ανθρώπου είναι κατάσταση εσχατολογική, και όλοι θα περάσουμε αργά ή γρήγορα στην αντίπερα όχθη, οι δόσεις της αφθαρσίας δίνονται σε τούτη τη θνητή ζωή, κατά την πίστη, τον πόθο, τον ένθεο φόβο και την αγάπη του καθενός.

Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος
Ιερά Μονή Φανερωμένης

 (1) Βλ. Χρυσοστόμου Κουτλουμουσιανού, Ένας και Τρεις. Η Τριαδική Μοναρχία στην Ορθόδοξη Παράδοση, Άγιον Όρος 2018, σσ. 142-45.

(2) Βλ. ενδεικτικά Μαξίμου Ομολογητού, PG 91. 298-300, 344, 1048-1056, 1273-1276, 1341-1345.

(3) Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, 87. Βλ. επίσης Γρηγορίου Νύσσης, Κατηχητικός Λόγος, 37 και Ακολουθία Θείας Μεταλήψεως.