Η ΧΑΜΕΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΣΤΑΣΗΣ
Σήμερα δεν ζούμε στην εποχή της απουσίας του νοήματος αλλά στην εποχή της εξαφάνισης της πραγματικότητας.
Απατώντας ο σύγχρονος φιλόσοφος Jean Baudrillard στις κριτικές αναφορές για απουσία ή για κρίση του νοήματος, επισημαίνει ότι το κύριο χαρακτηριστικό της ύστερης νεωτερικότητας είναι η εξαφάνιση της πραγματικότητας, η διάλυση του υποκειμένου και η καταστροφή του νοήματος. Οσοι επιμένουν στην απουσία του νοήματος ως κύριο χαρακτηριστικό της εποχής μας σφάλλουν, επειδή παραδέχονται ότι υφίσταται μια πραγματικότητα, η οποία δεν μπορεί να νοηματοδοτηθεί. Συμβαίνει όμως το ακριβώς αντίθετο: δεν υφίσταται η πραγματικότητα που θα μπορούσε να μετασχηματισθεί μέσω της επιστημονικής ή της πνευματικής αναπαράστασης του νοήματος.
Κύριο ερευνητικό αντικείμενο του Baudrillard είναι η περιγραφή και η ανάλυση των συστημάτων και των πραγμάτων που συγκροτούν την καθημερινή ζωή των ανθρώπων στην ύστερη νεωτερικότητα. Αφετηρία του είναι η «αποδόμηση» της αναπαραστατικής σχέσης ανάμεσα στο νόημα και στην πραγματικότητα. Κατά τον Baudrillard, στις μέρες μας έχει συντελεσθεί το «τέλειο έγκλημα», το οποίο δεν είναι άλλο από την εξαφάνιση της πραγματικότητας.
Στο πρώτο του βιβλίο «Το σύστημα των πραγμάτων» αναλύει τις σχέσεις του ανθρώπου με τα καθημερινά αντικείμενα, όπως είναι π.χ. το αυτοκίνητο, το ρολόι, τα ρούχα κ.ά. και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι σχέσεις αυτές είναι κατά κανόνα σχέσεις ιδιοκτησίας και όχι σχέσεις χρηστικές. Μέσω αυτών των ιδιοκτησιακών σχέσεων συγκροτείται ένας ιδιωτικός κόσμος ιδεολογίας και μυθολογίας, ο οποίος αποκτά τη δική του ιδιαίτερη δυναμική στην κοινωνία της ύστερης νεωτερικότητας.
Στον βαθμό όπου τα άτομα συγκροτούν τις προσωπικές τους ιδεολογίες διαμορφώνουν ταυτόχρονα το σύστημα των σημασιών και των αξιών που κατά κάποιο τρόπο καθρεπτίζει την υφιστάμενη πραγματικότητα. Η σχέση όμως της αντιστοιχίας (ή της αναπαράστασης) ανάμεσα στην πραγματικότητα και στη σημασία της έχει υπονομευθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε δεν είναι υπερβολή να χρησιμοποιήσει κανείς τη μεταφορά του θανάτου για να χαρακτηρίσει το υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένη η πραγματικότητα.
Βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα «τέλειο έγκλημα», για το οποίο δεν γνωρίζουμε ούτε τον δράστη ούτε τα κίνητρά του ούτε και είμαστε σε θέση να ανακατασκευάσουμε πειστικά τη θεωρητική απεικόνισή του. Η τύφλωση είναι η μοναδική στάση που συμπίπτει με την εγκληματική πράξη και τη “λυτρωτική” ταυτόχρονα ενέργεια.
Ο φυσικός θάνατος είναι “απαγορευμένος”, γι’ αυτό και η ζωή του ανθρώπου επιμηκύνεται με πλαστικές και χειρουργικές επεμβάσεις. Η επικοινωνία συντελείται χωρίς διαδικασίες διαλόγου ή φυσική σχέση. Τα αποτελέσματα προκύπτουν χωρίς αιτίες και τα πάθη δεν αναφέρονται σε πρόσωπα ή δεν γεννιούνται μέσα σε ανθρώπινες καταστάσεις. Ολα αυτά υποδηλώνουν έναν τεχνητό κόσμο, ο οποίος δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματικότητα και τη νοηματική της αναπαράσταση.
Η αλήθεια είναι ότι βρισκόμαστε στον βαθμό μηδέν της πραγματικότητας. Η Αμερική αντιπροσωπεύει, κατά τον Baudrillard, τη γιγαντιαία πλασματική και τεχνητή κατασκευή. Στο βιβλίο του με τον τίτλο «Αμερική» εξετάζει τις πραγματολογικές συνθήκες διπλασιασμού της πραγματικότητας. Η πραγματικότητα δεν παραγκωνίζεται για να γεμίσει το κενό με την απουσία νοήματος. Αλλά συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: στη θέση της πραγματικότητας τοποθετείται ο διπλασιασμός της, που ουσιαστικά ισοδυναμεί με την εξαφάνισή της και την πλήρη επικράτηση του ομοιώματός της, που δεν είναι άλλο από την τηλεοπτική εικόνα. Τα γεγονότα συμβαίνουν στην τηλεόραση προτού λάβουν χώρα στην πραγματικότητα. Ο κόσμος μας έχει μετατραπεί σε ένα πλέγμα συνθηκών και καταστάσεων όπου «τα φαινόμενα επικαιροποιούνται προτού συμβούν στην πραγματικότητα».
Η αποσπασματικότητα, οι ρωγμές, τα χάσματα στη σύλληψη των ιδεών και στη γλωσσική έκφραση δεν είναι παρά αποτυπώσεις της «αγωνίας της πραγματικότητας». Ο ίδιος ο Baudrillard ορίζει τη σκέψη του ως προσπάθεια αντίστασης απέναντι στην «ομοιωματική» τάση της πραγματικότητας. Αγωνίζεται να διασώσει την πραγματικότητα και να καταγγείλει την «ομοίωσή» της.
‘Ομως η ανάσχεση της «ομοιωματικής» τάσης που χαρακτηρίζει την ύστερη νεωτερική πραγματικότητα δεν μπορεί να είναι υπόθεση μιας θεωρίας που αρνείται τη δεσμευτική κανονιστική της θεμελίωση. Η κραυγή «αγωνίας της πραγματικότητας» του Baudrillard παραμένει ημιτελής και στερείται κανονιστικού περιεχομένου. Αποδέχεται τη διάλυση του υποκειμένου, και δεν είναι παρά μια ιμπρεσιονιστική καταγγελία μιας πραγματικότητας που βαδίζει σταθερά προς τον θάνατο. Η θεωρία του Baudrillard για την χωρίς τέλος «ομοίωση» της πραγματικότητας δεν είναι παρά μια λογοτεχνική απόπειρα αναζήτησης της χαμένης πραγματικότητας. Ή, αντιστρόφως, η εξαφανισμένη πραγματικότητα βρίσκει στη σκέψη του Baudrillard τον σπασμένο καθρέπτη της θεωρητικής της απεικόνισης, χωρίς όμως αξιώσεις κανονιστικού περιεχομένου.
Οι σύγχρονες τεχνολογίες των Ολογραμμάτων και της εικονικής πραγματικότητας ιδιαίτερα στο χώρο του gaming παίζουν καθοριστικό ρόλο στην εκπαίδευση των νέων ανθρώπων δημιουργώντας κοινωνίες όπου η αφήγηση είναι πλασματική αλλά και ταυτόχρονα κυριαρχική, αφού οι κανόνες του παιχνιδιού εξυπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα.
Υπάρχει τρόπος να αντιδράσουμε?
Η απάντηση που δίνει σήμερα η πολιτική διαχείριση είναι στο χώρο της οικονομίας, όχι ως μορφή κοινωνικών σχέσεων, αλλά ως αυτονομημένη δύναμη, ως πράγματα και καταστάσεις που μας επιβάλλονται και καλούμαστε να διαχειριστούμε. Το δικαίωμα στην ευημερία προβάλλεται κυρίως ως δικαίωμα στην ελευθερία επιλογής του ατόμου στα πλαίσια ενός κυρίαρχου καταναλωτικού προτύπου. Βιώνουμε την αποθέωση και συνάμα την αποστέωση του ατόμου, και αυτό σηματοδοτεί ένα από τα πιο σοβαρά αδιέξοδα του σύγχρονου Δυτικού κόσμου με την αλαζονεία της τεχνολογικά εξοπλισμένης δύναμης κοινωνιών, των οποίων η άλλη όψη είναι η φυσική και ηθική εξαθλίωση μεγάλου μέρους του πληθυσμού του πλανήτη.
Οι επιπτώσεις είναι ήδη ορατές: καταστροφή του περιβάλλοντος και της οικολογικής ισορροπίας με τα συνακόλουθα «ακραία» φυσικά φαινόμενα, νέες μορφές πολέμου και καταπάτηση ανθρωπίνων και κοινωνικών δικαιωμάτων, ουσιαστική κατάργηση του ατόμου ως υπαρκτής οντότητας, παρότι βρίσκεται στο μεσουράνημα του ως γενική και αφηρημένη κατηγορία, χρήσιμη για στατιστικές μελέτες και οικονομικά μεγέθη.
Η κοινωνική πολιτική καλείται να συμβάλει στη διαχείριση αυτών των προβλημάτων σε συνθήκες αποδόμησης του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου, με συρρίκνωση της κρατικής παροχής και αποδυνάμωση των ανεπίσημων δικτύων φροντίδας στον οικιακό χώρο και την τοπική κοινότητα.
Ωστόσο, ενάντια στην ζοφερή αυτή εικόνα υπάρχει ο αντί – λογος, η αντί – σταση. Πηγάζει κυρίως από κάτω, από κοινωνικά κινήματα και πρωτοβουλίες πολιτών, αλλά, επίσης, προσωπικούς, άγνωστους αγώνες της καθημερινής ζωής.
Η καταναλωτική αντίληψη και η καλλιέργεια παθητικών αντικειμένων των επιδοματικών πολιτικών αμφισβητούνται έντονα. Αντίστοιχα, πληθαίνουν οι φωνές για την ανάδειξη ενεργών υποκειμένων, για την αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων που σήμερα είναι άκρως ανταγωνιστικές και οχι αλληλέγγυες.
Όταν φθάνουμε να διεκδικούμε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, αντί να την θεωρούμε φυσικό δεδομένο, είναι φανερό ότι το Ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο αποκαλύπτει τα όριά του. Το ζητούμενο είναι πλέον όχι ένας εκσυγχρονισμός – ό,τι και αν σημαίνει αυτό-, αλλά η υπέρβαση της εδραιωμένης αντίληψης στην κοινωνική πολιτική των κλασσικών αντιθετικών δίπολων: – ατομικό ή συλλογικό, ιδιωτικό ή δημόσιο.
Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να περιορίζεται σε ένα γεφύρωμα. Δεν βρίσκεται στην αντίπερα όχθη το άτομο από την συλλογικότητα, ώστε να αναζητούμε τρόπους επανασύνδεσής τους. Πρέπει να συζητήσουμε εκ νέου θεμελιώδεις έννοιες, να αναδείξουμε την αλήθεια της ανθρώπινης κοινωνίας – την αλήθεια, δηλαδή την άρση της λήθης, την ανάδυση στο φως αυτού που πραγματικά είναι. Να αφαιρέσουμε το προσωπείο, το ψέμα της δήθεν παντοδύναμης, μαζικής και γι’ αυτό απρόσωπης ατομικότητας, και να αναδείξουμε το ανθρώπινο πρόσωπο σε όλη του την πληρότητα και ομορφιά.
Πως κατανοούμε όμως το ανθρώπινο πρόσωπο;
Μεγάλοι φιλόσοφοι και Πατέρες της Εκκλησίας, όπως Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής και ο Γρηγόριος Παλαμάς, αναδεικνύουν την ανθρώπινη υπόσταση-πρόσωπο, και διατυπώνουν μια θεολογική ανθρωπολογία που προσφέρει τα ερείσματα για την ποθούμενη υπέρβαση από τον ατομοκεντρισμό στη συλλογικότητα, χωρίς να χάνεται η αξία της ανθρώπινης μοναδικότητας.
Εδώ μπορούμε να ψηλαφήσουμε μια άλλη αφετηρία σκέψης, η οποία μπορεί να συμβάλει σε υπερβάσεις στείρων και ξεπερασμένων αντιθέσεων στην κοινωνική πολιτική, με στόχο την αλληλεγγύη στην πράξη , όχι ως ηθική επιταγή ή κοινωνική αναγκαιότητα, αλλά ως συγκροτησιακό στοιχείο δρώντων υποκειμένων, ως γενεσιουργό σχέση της κοινωνικής συνοχής.
Ο όρος υπόσταση εμπεριέχει αναφορά και σχέση. Δηλαδή η υπόσταση δεν μπορεί να υπάρξει έξω από τη σχέση με τους άλλους, δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως μία αποκομμένη ατομικότητα.
Αυτή είναι κατ’ αρχήν η ειδοποιός διαφορά της υπόστασης από το άτομο (όπως αυτό κατανοείται στη νεωτερική, νεο-καπιταλιστική ιδεολογία): δεν μπορεί να υπάρξει έξω από τη σχέση – σχέση με τους άλλους ανθρώπους, μέσα από την οποία αποκτά αυτογνωσία και συνείδηση, που είναι μία καθαρά προσωπική ιδιότητα: δεν υπάρχει ανώνυμη ύπαρξη αλλά επώνυμη υπόσταση, «πρόσωπο». Ο όρος νοείται πάντοτε στο πλαίσιο της «κατ’ εικόνα Θεού» δημιουργίας και εκφράζει την οντολογική ανακαίνιση του αναγεννηθέντος «εν Χριστώ» πιστού. Επομένως τα πρόσωπα πρέπει να κοινωνούν στην αλήθεια, γιατί τότε μόνο υπάρχει αληθινή και υγιής σχέση. Η ορθόδοξη θεολογική σκέψη, με αφετηρία τη διάκριση των Υποστάσεων της Τριαδικής Θεότητας, προσδιόρισε ως ανθρώπινο πρόσωπο την ξεχωριστή και επώνυμη υπόσταση, αντίθετα από την ανώνυμη και απρόσωπη ατομικότητα της μάζας.
Το άτομο της ύστερης νεωτερικότητας είναι ένας αριθμός σε ένα απρόσωπο σύνολο. Αντίθετα, κάθε πρόσωπο είναι μοναδικό, με τα ιδιαίτερα φυσικά και πνευματικά χαρακτηριστικά του, και γι’ αυτό μία απόλυτη ετερότητα, αλλά και ένας τέλειος μικρόκοσμος, μια πληρότητα. Κάθε πρόσωπο, με τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, αποτελεί μία ανεπανάληπτη συγκεκριμένη ψυχοσωματική και πνευματική οντότητα.
Αυτή η ετερότητα, το ιδιάζον και ανεπανάληπτο του κάθε προσώπου, δεν μπορεί να προσδιοριστεί αφηρημένα ως θεωρητική έννοια, αλλά μόνο να βιωθεί ως σχέση. Γνωρίζουμε τον άλλο στην ιδιαιτερότητά του μέσα από τη σχέση μας με αυτόν, με προοπτική να κοινωνήσουμε στην αλήθεια.
Με αυτά τα δεδομένα η υπόσταση, ως ετερότητα σε ενότητα με άλλες ετερότητες, βιώνει την ελευθερία, η οποία πραγματώνεται στην αγάπη. Αυτή είναι ο τρόπος άσκησης της ελευθερίας.
Υπάρχει επομένως διαφορά ανάμεσα στη συλλογικότητα ως άθροισμα ατόμων και ως ενότητα προσώπων που κοινωνούν στην αλήθεια. Γιατί το «κοινωνείν» στην αλήθεια χαρακτηρίζει τη σχέση ανθρώπων με αυτογνωσία, σεβασμό, αναγνώριση της ετερότητας και άσκηση ελευθερίας μέσα από την αγάπη – ελευθερίας η οποία μπορεί να φθάσει μέχρι την υπέρβαση φυσικών περιορισμών.
Ένα παράδειγμα ολοκληρωμένης προσέγγισης αποτελεί το έργο της κοινωνιολόγου Λουκίας Μουσούρου για την οικογένεια και την οικογενειακή πολιτική, στο οποίο συναρτά την «κρίση της οικογένειας» με την «κρίση του προσώπου». Στην πορεία από το άτομο στο πρόσωπο το ζητούμενο είναι η διαρκής ενδυνάμωση και επιβεβαίωση αρετών απαραίτητων προκειμένου να εξασφαλιστεί η λεπτή ισορροπία μεταξύ κοινωνικών και προσωπικών σχέσεων. Αρετές, οι οποίες αποκτώνται με κόπο, όπως η ανοχή, η ειλικρίνεια, η γενναιοδωρία, η υπομονή, η σταθερότητα, η αλληλεγγύη και η πρόθυμη συμπαράσταση. Η αποτυχία αυτής της διαρκούς προσπάθειας συγκροτεί την κρίση του προσώπου, με σοβαρές επιπτώσεις για την οικογένεια και την ευρύτερη κοινωνία.
Υπάρχει μια βιοχημεία της ελευθερίας; Αν υπάρχει, δεν υπάρχει ελευθερία. Που εδράζεται η ελευθερία μέσα στον άνθρωπο; Στην ψυχή του; Και τι είναι η ψυχή, όταν μάλιστα η ελληνική πατερική παράδοση έχει απορρίψει κάθε μεταφυσική έννοιά της, θεωρώντας την κατ’ ουσίαν υλική; Έχουμε ακόμη πάρα πολλά να μάθουμε ακόμη για τον άνθρωπο, ακριβώς διότι κατά την πατερική θεολογία ο άνθρωπος δεν είναι ένα δεδομένο ον, αλλά ένα ον εν τω γίγνεσθαι, που δημιουργείται συνέχεια, και μόνον στα έσχατα θα μάθουμε τι τέλος πάντων είναι.
Η μεγάλη συμβολή της Ορθόδοξης θεολογίας στην ανθρωπολογική αυτή απορία είναι πως μας έμαθε ότι είναι αδύνατο να χωρίσουμε το περί ανθρώπου ερώτημα από το ερώτημα περί Θεού, και ότι μόνον η απάντηση στο τελευταίο προοιωνίζεται και την απάντηση στο πρώτο.
Όταν όμως χάνεις τις ρίζες σου, έχεις την τάση να τις ξαναφτιάξεις με φασματικό τρόπο.
Θα τελειώσω με τον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, και την επιστολή του προς τον θεραπευτή, δηλαδή μοναχό, Γάιο, όπου γράφει: «Παρατηρείς πως ο Ιησούς, ο οποίος είναι πέρα απ’ όλα, είναι δεμένος κατά την ουσία με όλους τους ανθρώπους; Και δεν λέγεται άνθρωπος επειδή είναι αιτία των ανθρώπων, αλλά γιατί είναι ο ίδιος αληθινά, σύμφωνα με ακέραια την ουσία του, άνθρωπος.»
Αυτό το απλό και βαθύτατο παράθεμα θα μπορούσε να είναι πηγή απαντήσεων στα σύγχρονα αγωνιώδη ερωτήματα.
Διονύσιος μοναχός
Ιερά Μονή Φανερωμένης