Και επειδή η ζωή είναι κίνηση και δρόμος, τόσο τα ευχάριστα όσο και τα λυπηρά της παρέρχονται. Οι οδοιπόροι περνούν μέσα από δύσβατα φαράγγια και θλίβονται, ή μέσα από ειδυλλιακά λιβάδια, και χαίρονται, αλλά ούτε θλίβονται ούτε χαίρονται πολύ, διότι βιάζονται να φθάσουν στην πατρίδα τους. Γι’ αυτό, συμβουλεύει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ούτε να θαμπώνεσαι από τα ευχάριστα της ζωής αυτής, ούτε να καταποντίζεσαι από τα θλιβερά, γιατί όλα είναι παροδικά στην οδό. Όσο κι αν είναι στενή, είναι πάντως οδός. Ο ίδιος Άγιος βίωσε μέχρι τα σπλάγχνα του την οδό της εξορίας, μια εδώ μια εκεί, εκατοντάδες χιλιόμετρα σκληρής πεζοπορίας και κακοποίησης στην καταιγίδα και στον καύσωνα, αλλά γι’ αυτόν και ο πατριαρχικός θρόνος ήταν οδός, όχι πατρίδα.
Υπάρχει, όμως, κίνδυνος να ταυτίσουμε την οδό με την πατρίδα. Γιατί τείνουμε να βιώνουμε το παρόν και άμεσα ψηλαφητό ως τη μοναδική πραγματικότητα. Εάν ολόκληρη η ζωή μου είναι η περιουσία μου ή η οικογένειά μου, η καριέρα, οι μικρές χαρές και επιτυχίες, οι επιθυμίες και τα όνειρά μου, οποιοδήποτε κατόρθωμα ή νίκη, τότε έχω ταυτίσει ένα σημείο της οδού με την πατρίδα. Αν έσχατος προορισμός είναι η εξουσία (ατομική ή συλλογική), αν καθημερινή έγνοια είναι η εγκόσμια δύναμη και οι ηγεμονίες, τότε έχω αφρόνως ταυτίσει τον δρόμο με την πατρίδα, και έχω καθηλωθεί και εγκλωβισθεί σε κάποιο χιλιόμετρο της εθνικής ή επαρχιακής οδού, ασυγχώρητα μύωψ. Ακόμα χειρότερα, όταν το παρόν και άμεσα αισθητό δεν ανήκει καν στην περιοχή της φυσικής πραγματικότητας αλλά είναι φανταστικός παράδεισος ή απορρόφηση στην εικονική πραγματικότητα.
Ας θυμηθούμε ένα περίεργο περιστατικό στη ζωή του Χριστού, όπου ο Ίδιος αρνείται να ανταποκριθεί σε δύο αδελφούς που του ζητούν να γίνει διαιτητής στο μοίρασμα της πατρικής τους κληρονομιάς. Αντί αυτού, διηγείται την παραβολή του άφρονος πλουσίου, ο οποίος, καθηλωμένος στον χώρο και στον χρόνο, νομίζει ότι πάντοτε θα έχει και θα συσσωρεύει, θα τρώει και θα πίνει, διότι θεωρεί το ηδονικό του νυν ως αθανασία, γεμίζοντας αφιονισμένος ένα τρύπιο πιθάρι. Μέχρι που κάποια νύχτα την ψυχή του την παίρνει ο διάολος και τις αποθήκες του οι νυχτερίδες ή αλληλοσπαρασσόμενοι κληρονόμοι. Στην οδό που ανοίγεται μπροστά μας αυτό που έχεις είναι μόνο αυτό που δίνεις.
Ο Χριστός δεν εγκαθιδρύεται πουθενά, γίνεται ξένος, πένης και ‘αλήτης’, θα γράψει ο Ιωάννης Χρυσόστομος, για να μας πει ότι κανένα ‘καθίδρυμα’ του παρόντος δεν είναι αιώνιο, ότι η βασιλεία Του ούτε εκ του κόσμου τούτου είναι, ούτε στον κοσμο τούτον επιβάλλεται με όπλα του κόσμου, όσο κι αν μια σημερινή μιλιταίρ εκδοχή της ΟρΘοδοξίας αναπαύεται σε εγκόσμιες θεοκρατίες, και ευλογεί μαζικούς φόνους στο όνομα του «καλού».
Αυτή, όμως, η αίσθηση της οδού που βλέπει προς την μόνη αληθινή πατρίδα και αποθαρρύνει την καθήλωση σε κάποιο γεωγραφικό ή χρονικό σημείο, δεν είναι άρνηση του παρόντος. Αντιθέτως, είναι φως για να βλέπουμε το παρόν στις πραγματικές του διαστάσεις και να το αξιοποιούμε. Και αρχικά φως για να εντοπίζουμε τη δική μας ακρισία. ‘Μη δένεις άδικα τα παπούτσια σου σαν να φυτεύεις πλατάνια’, λέει ένας ποιητής μας. Μην έχεις την αλαζονεία ότι αυτό που ξεκινάς να κάνεις θα είναι αιωνόβιο. Επομένως, ούτε ενθουσιασμός, ούτε απόγνωση, ούτε άγχος υπέρμετρο για το εφήμερο. Τί χρειάζεται πραγματικά κάποιος εν οδώ; Τροφή και σκεπάσματα και αληθινή αγάπη.
Όμως, στις ψευδαισθήσεις των τεχνικών φώτων, στις φιέστες που μας καθησυχάζουν, και στα έπεα πτερόεντα που δεν έχουν καμιά σχέση με τον Θεάνθρωπο, δεν θα αναμετρηθούμε ποτέ με τα τραύματά μας. Κι αντί πλούτος, πόνος θα συσσωρεύεται και οσμή ολέθρου, καλή ώρα!
Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος,
Καθηγούμενος Ιεράς Μονής Φανερωμένης Νάξου.