Ο ΔΙΑΦΩΤΙΣΤΗΣ, Ο ΑΓΙΟΣ, ΚΑΙ Η ΑΠΟΒΛΑΚΩΣΗ

Ο ΔΙΑΦΩΤΙΣΤΗΣ, Ο ΑΓΙΟΣ, ΚΑΙ Η ΑΠΟΒΛΑΚΩΣΗ

Ο ΔΙΑΦΩΤΙΣΤΗΣ, Ο ΑΓΙΟΣ, ΚΑΙ Η ΑΠΟΒΛΑΚΩΣΗ

Με αφορμή απαξιωτικά σχόλια και παρατηρήσεις συγγραφέα για τη μεταφορά στην οθόνη μέρους του βίου του συγχρόνου μας αγίου Παϊσίου γράφθηκαν οι παρακάτω σκέψεις, οι οποίες περιλαμβάνουν αδρή περιγραφή του ψυχολογικού τύπου που ο συγγραφέας αυτός αντιπροσωπεύει στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία αλλά και μια αναφορά στα επιχειρήματά του.

Αυτός που δεν έχει μάθει να σωπαίνει ποτέ, δεν είναι ο γενναίος, είναι μάλλον ο αγενής και θρασύς, ο bully που πιστεύει ότι υψώνοντας κορώνες θα επιβληθεί. Ο παλληκαράς αυτός φωνασκεί όχι από θάρρος αλλά από ανασφάλεια. Όσο λιγότερα ξέρει τόσο περισσότερο γλωσσαλγεί. Όταν μάλιστα έχει χτίσει το σοφιστικέ προφίλ του άνετου και ψαγμένου, κι όταν στερείται σοβαρών επιχειρημάτων, τότε επιστρατεύει την ειρωνεία. Όχι τη Σωκρατική ειρωνεία που στοχεύει στην εύρεση της αλήθειας, αλλά αυτήν που κάνει προσωπική επίθεση, ισοπεδώνοντας με βαρύτατους και υβριστικούς χαρακτηρισμούς τον θεωρούμενο ως αντίπαλο, ώστε να τον φιμώσει. Η σαρκαστική αυτή διάθεση, κατ’ επίφασιν ήρεμη, συνεχής και προκλητική, ούτε επιτρέπει τον διάλογο, ούτε οικοδομεί σχέσεις, ούτε προάγει την αλήθεια, απλώς αγωνίζεται να κερδίσει τις εντυπώσεις.

Τί γίνεται όταν ο άνθρωπος που περιγράψαμε ανήκει στην κατηγορία των σημερινών διαφωτιστών; Συνδυάζει τον γαλλικό αντικληρικαλισμό του 18ου αιώνα με την προσωπική του αθεϊστική φιλοσοφική θέση, την ιδεοληψία περί σκοταδισμού και τον επιλεκτικό σεβασμό στη διαφορετικότητα. Ειδικότερα,

α. Υιοθετεί τη ρητορική του μίσους και αναλαμβάνει τον ρόλο ιεροεξεταστή, καταδικάζοντας οτιδήποτε υπερβατικό ή οτιδήποτε δεν χωρά στο δικό του ιδεολογικό πλαίσιο, μιμούμενος τους παλαιούς ιεροεξεταστές της αναγεννησιακής Ευρώπης, των οποίων υποτίθεται ότι είναι ο ίδιος πολέμιος.

β. Οτιδήποτε σχετίζεται με τη θρησκευτική συνείδηση και την Εκκλησία το ειρωνεύεται ως εξ ορισμού σκοταδιστικό. Εικάζουμε ότι με τη λέξη «σκοταδιστικό» εννοεί αυτό που δεν έχει φως, αξίες, αρετές, ποιότητα, ανθρωπισμό και αλήθεια. Αγνοεί ή παραγράφει τη μαρτυρία της ιστορίας, η οποία πέρα από το θεϊκό και ανθρωπιστικό μήνυμα του Ευαγγελίου μιλά τουλάχιστον για δυο «βυζαντινούς ουμανισμούς» και αναδεικνύει μορφές ανδρών και γυναικών με γνώση, σοφία και αγιότητα, των οποίων το ύψος και το βάθος και το έργο ούτε μπορεί να συλλάβει ο νους του.

γ. Κάθε άλλο παρά ανεκτικός, ανέχεται μόνο όσους χωρούν στον στενό του ορίζοντα, ενώ χλευάζει και υβρίζει αυτό που αγνοεί.

δ. Αποκαλεί αδιακρίτως «μεσαίωνα» οτιδήποτε πλησιάζει τις θέσεις και τη ζωή της Εκκλησίας, παραβλέποντας, μεταξύ άλλων, ότι οι μεγάλοι σοσιαλιστές κεντροευρωπαίοι φιλόσοφοι του 20ου αιώνα αναζήτησαν στον Μεσαίωνα πρότυπα κοινωνικής και πνευματικής ζωής ενάντια στη φιλοσοφία της «προόδου» και τα ορθολογικά στρατόπεδα εξόντωσης.

ε. Χαρακτηρίζει αποβλάκωση τη δημόσια προβολή Αγίων της χριστιανικής παράδοσης, λησμονώντας ότι το αποβλακωμένο τοπίο είναι μάλλον καρπός του τηλεοπτικού σκουπιδαριού που βρέχει ολημερίς, και μέρους της νέας τεχνολογίας που επιβάλλει μια εικονική πραγματικότητα, όχι μόνο αποβλακωτική αλλά και άκρως επικίνδυνη.

Ο συγκεκριμένος μάλιστα συγγραφέας είναι απαρχαιωμένος και σε τούτο: αγνοεί μια θεμελιώδη αρχή της φαινομενολογίας. Σύμφωνα με αυτήν, ο ιστορικός ή κριτικός επιστρέφει στα πράγματα καθεαυτά, σε αυτό που αποτέλεσε εμπειρική πραγματικότητα, και για το οποίο υπάρχουν μαρτυρίες, χωρίς να αφήνει τις δικές του φιλοσοφικές προϋποθέσεις να το ερμηνεύσουν ή απορρίψουν. Το να πω λοιπόν ότι τα θαύματα δεν είναι ιστορικά γεγονότα επειδή απλά δεν πιστεύω στα θαύματα, αποτελεί λογικό σφάλμα και ιδεοληψία. Έργο και έγνοια όλων των σοβαρών ιστορικών είναι να αντλήσουν και να κατανοήσουν τα γεγονότα της υπερβατικής εμπειρίας, όπως μαρτυρούνται στις πηγές, και όχι να τα επιβεβαιώσουν ή να τα βάλουν σε προκρούστεια ιδεολογική κλίνη.

Ούτε το θαύμα ούτε ο βίος ενός Αγίου είναι «θρησκευτικό παραμύθι». Τα βιβλία της Καινής Διαθήκης είναι ιστορικά βιβλία, ακόμη κι αν εισάγουν ιδιαίτερο λογοτεχνικό είδος, το ίδιο και οι βίοι των Αγίων. Το ότι σε μερικούς από τους τελευταίους εισχώρησαν ανά τους αιώνες κάποια μυθικά στοιχεία είναι άλλη υπόθεση που αφορά την επιστήμη της κριτικής αποκατάστασης των κειμένων. Το να ταυτίζεις, όμως, το άχρονο παραμύθι-αλληγορία με τον βίο ενός ιστορικού προσώπου δείχνει απλώς βαθειά σύγχυση. Πολύ περισσότερο όταν το πρόσωπο αυτό ανήκει στην εποχή μας, και τον γνωρίσαμε πολλοί και από όλον τον κόσμο. Επιπλέον – και τούτο επίσης αγνοεί ο φωταδιστής – δεν είναι τα θαύματα το βασικό κριτήριο με το οποίο αναγνωρίζουμε έναν άγιο, δηλαδή έναν άνθρωπο που ζει μέσα στη χάρη και ενέργεια του Θεού.

Μπορεί κανείς να εντρυφά, αν θέλει, στα νάματα ενός παρωχημένου διαφωτισμού, χωρίς ωστόσο να προβάλλει ασέβεια, η οποία μάλιστα εθεωρείτο έγκλημα στην αρχαία Δημοκρατία. Η σεμνότητα είναι οντολογικό και όχι απλώς ηθικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου που ζητά την αλήθεια, και τούτο σε καμιά εποχή δεν άλλαξε. Και ο σεμνός άνθρωπος γνωρίζει τί γνωρίζει, όπως γνωρίζει και τί αγνοεί, γι’ αυτό έχει μάθει και να μιλά και να σωπαίνει. Όταν μάλιστα βρεθεί μπροστά στην αγιότητα, όσο διαφωτιστής και να’ ναι, οπωσδήποτε θα θελήσει να αντλήσει κάτι από το φως της. Ώστε να έχει πραγματικό νόημα και περιεχόμενο ο ίδιος ο διαφωτισμός.

Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος
Καθηγούμενος Ιεράς Μονής Φανερωμένης Νάξου

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛH ΣΤΟ ΚΙΕΒΟ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛH ΣΤΟ ΚΙΕΒΟ

Πριν από λίγα χρόνια είχα την ευλογία, καλεσμένος από το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο του Κιέβου για μια διάλεξη, να επισκεφθώ την αρχαία πόλη του Δνείπερου και “μητέρα των Ρως”, και να γνωρίσω την κουλτούρα και τους ανθρώπους της, πράγματα δυστυχώς ελάχιστα γνωστά στους Έλληνες.

Θέλησα εδώ να κάνω μια σύντομη αναφορά στον πλέον εμβληματικό τόπο του Κιέβου, τον ναό της Αγίας Σοφίας. Η συνωνυμία με τον “μυθικό” ναό της Χριστιανοσύνης, τη “δική μας” Αγία Σοφία, δεν είναι τυχαία. Λες και κάποια αχτίδα, χαρίεσσα και ανάλαφρη, απ’ αυτές που δένουν τον θόλο της Μεγάλης Εκκλησίας στην ΚωνΠολη, ακολούθησε τον ηγεμόνα Βλαδίμηρο και την πορφυρογέννητη Άννα στον Βορρά, να χτίσει με φως και σκιές και χρώματα τη νέα Αγία Σοφία, τον ναό-σύμβολο και όραμα.

Οκτώ έτη διήρκησε το έργο της ανοικοδόμησης, για να μιμηθεί και σε τούτο το πρότυπό της, την Αγιά Σοφιά της Πόλης. Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες έρευνες, το θεμέλιο τέθηκε από τον πρώτο χριστιανό ηγεμόνα και βαπτιστή των Ρως του Κιέβου Βλαδίμηρο το 1011, και οι εργασίες άρχισαν πυρετωδώς, για να ολοκληρωθούν από τον διάδοχό του Γιαροσλάβ τον Σοφό το 1018.

Σε κάθε επιφάνεια του ναού αποτυπώνεται η Βυζαντινή αισθητική, η έγνοια να εκφρασθεί η ομορφιά του ετέρου κόσμου στον παρόντα, η ένωση του ουρανού και της γης, αυτό ακριβώς που συγκίνησε και αλλοίωσε τους απεσταλμένους του Βλαδιμήρου στην Αγία Σοφία της Πόλης. Ο προσκυνητής της Μεσογείου, μετά από τόσο μεγάλο ταξίδι εκπλήσσεται συναντώντας και εδώ στον Βορρά την ψυχή της Ρωμανίας στις Κομνήνιες μορφές των Αγίων, στις ελληνικές επιγραφές, στην ψηφιδωτή Πλατυτέρα της Κόγχης. Και δεν είναι μόνο ο σεμνός, απλός, κατανυκτικός και ιεροπρεπής σύλλογος των Αγίων. Είναι και η άλλη όψη του βυζαντινού κόσμου. Στον προσαρτημένο πύργο, παραστάσεις από τον ιππόδρομο, με τον ηγεμόνα του Κιέβου στο ίδιο θεωρείο με τον Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο, και την Άννα να παρακολουθεί από το παράθυρο, ενώ κυνήγια, πουλιά, χοροί, όργανα πληκτροφόρα, πνευστά και έγχορδα, διασώζουν εορταστικές τελετές των Ρωμαίων της Πόλης και μαρτυρούν την αντίληψη για τη χαρά της ζωής.

Όλα αυτά έχουν τα τελευταία χρόνια αποκαλυφθεί στον ναό του Κιέβου με την αφαίρεση του σοβιετικού επιχρίσματος.

‘Ηταν κάτι πολύ περισσότερο από μια επίστρωση ασβεστοκονιάματος. Ήδη τον 19ο αιώνα στη Ρωσική αυτοκρατορία, μετά την ίδρυση της “επαρχίας του Κιέβου”, απαγορεύθηκε η χρήση της ουκρανικής γλώσσας, και δεν αναγνωριζόταν ξεχωριστός πολιτισμός και κουλτούρα.

Η Σοβιετική Ένωση συνέχισε να υποστηρίζει ότι ο ναός της Αγίας Σοφίας ήταν έργο όχι του Βλαδιμήρου αλλά του διαδόχου του Γιαροσλάβ, εφόσον αυτός, πριν γίνει ηγεμόνας στο Κίεβο, ήταν πρίγκιπας σε άλλες πόλεις, στοιχείο που χρησιμοποιήθηκε για τη δημιουργία του μύθου περί του λίκνου των τριών λαών. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η Ρωσία, η Ουκρανία και η Λευκορωσία προέρχονται από μια εθνολογική ρίζα και αποτελούν “αδελφούς λαούς”, όπου η Μόσχα είναι φυσικά ο “μεγάλος αδελφός”, προστάτης και χειραγωγός.

Αντίθετα, η ίδρυση της Αγίας Σοφίας από τον Βλαδίμηρο, και η αναγωγή του κράτους των Ρως (των σημερινών Ουκρανών) στην αγία Όλγα και τον εγγονό της, θίγουν την ιδεολογία της “αυτοκρατορικής” Ρωσίας, του πανσλαβισμού, του λεγόμενου “ρωσικού κόσμου” και φυσικά της “τρίτης Ρώμης” που αποτελεί μέχρι σήμερα επιδίωξη του πατριαρχείου Μόσχας.

Οι Άγιοι στην Αγία Σοφία έχουν μεγάλα, ορθάνοιχτα μάτια και σφιχτά χείλη. Θεωρούν στο μυστήριο της κραυγαλέας ησυχίας τον Θεό. Βλέπουν συνάμα τις δοκιμασίες, τά πάθη και τους καημούς των πιστών. Είδαν σιωπηλοί τέσσερα εκατομμύρια ανθρώπους να πεθαίνουν από τον λιμό που προκάλεσε ο Στάλιν (ο οποίος έχει και μέχρι σήμερα μεγάλη δημοτικότητα στη Ρωσία), είδαν ξένη ηγεμονία να επιβάλει τη δική της κυριαρχία και τη δική της κουλτούρα, είδαν την ιστορία να ξαναγράφεται, για να υπηρετήσει τους ισχυρούς, είδαν την εκκλησία να κομματιάζεται, όταν οι πιστοί θέλησαν την ελευθερία τους. Οι Άγιοι όμως βλέπουν και το τέλος, τη δύναμη της αληθείας που νικά τον κόσμο.

Η μνήμη κατοικεί ακόμη εκεί όπου υπάρχει η διάφανη αχτίδα, το ίδιο ανάλαφρη, πιό ζωντανή από τα επιχρίσματα, πιό δυνατή από τους τριγμούς της ιστορίας. Αυτή η αχτίδα που παίζει στα μάτια των Αγίων, στα χρώματα των καπνισμένων τοίχων και στις αναλλοίωτες ψηφίδες, διατρέχει και τις κυψέλες του νου πολλών ανθρώπων. Μακάρι η του Θεού Σοφία να ανοίξει ένα φωτεινό δρόμο για όλους.

Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος
Καθηγούμενος Ιεράς Μονής Φανερωμένης Νάξου

Η ΧΑΜΕΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΣΤΑΣΗΣ

Η ΧΑΜΕΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΣΤΑΣΗΣ

Σήμερα δεν ζούμε στην εποχή της απουσίας του νοήματος αλλά στην εποχή της εξαφάνισης της πραγματικότητας.

 Απατώντας ο σύγχρονος φιλόσοφος Jean Baudrillard στις κριτικές αναφορές για απουσία ή για κρίση του νοήματος, επισημαίνει ότι το κύριο χαρακτηριστικό της ύστερης νεωτερικότητας είναι η εξαφάνιση της πραγματικότητας, η διάλυση του υποκειμένου και η καταστροφή του νοήματος. Οσοι επιμένουν στην απουσία του νοήματος ως κύριο χαρακτηριστικό της εποχής μας σφάλλουν, επειδή παραδέχονται ότι υφίσταται μια πραγματικότητα, η οποία δεν μπορεί να νοηματοδοτηθεί. Συμβαίνει όμως το ακριβώς αντίθετο: δεν υφίσταται η πραγματικότητα που θα μπορούσε να μετασχηματισθεί μέσω της επιστημονικής ή της πνευματικής αναπαράστασης του νοήματος.

Κύριο ερευνητικό αντικείμενο του Baudrillard είναι η περιγραφή και η ανάλυση των συστημάτων και των πραγμάτων που συγκροτούν την καθημερινή ζωή των ανθρώπων στην ύστερη νεωτερικότητα. Αφετηρία του είναι η «αποδόμηση» της αναπαραστατικής σχέσης ανάμεσα στο νόημα και στην πραγματικότητα. Κατά τον Baudrillard, στις μέρες μας έχει συντελεσθεί το «τέλειο έγκλημα», το οποίο δεν είναι άλλο από την εξαφάνιση της πραγματικότητας.

 Στο πρώτο του βιβλίο «Το σύστημα των πραγμάτων» αναλύει τις σχέσεις του ανθρώπου με τα καθημερινά αντικείμενα, όπως είναι π.χ. το αυτοκίνητο, το ρολόι, τα ρούχα κ.ά. και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι σχέσεις αυτές είναι κατά κανόνα σχέσεις ιδιοκτησίας και όχι σχέσεις χρηστικές. Μέσω αυτών των ιδιοκτησιακών σχέσεων συγκροτείται ένας ιδιωτικός κόσμος ιδεολογίας και μυθολογίας, ο οποίος αποκτά τη δική του ιδιαίτερη δυναμική στην κοινωνία της ύστερης νεωτερικότητας.

Στον βαθμό όπου τα άτομα συγκροτούν τις προσωπικές τους ιδεολογίες διαμορφώνουν ταυτόχρονα το σύστημα των σημασιών και των αξιών που κατά κάποιο τρόπο καθρεπτίζει την υφιστάμενη πραγματικότητα. Η σχέση όμως της αντιστοιχίας (ή της αναπαράστασης) ανάμεσα στην πραγματικότητα και στη σημασία της έχει υπονομευθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε δεν είναι υπερβολή να χρησιμοποιήσει κανείς τη μεταφορά του θανάτου για να χαρακτηρίσει το υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένη η πραγματικότητα.

Βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα «τέλειο έγκλημα», για το οποίο δεν γνωρίζουμε ούτε τον δράστη ούτε τα κίνητρά του ούτε και είμαστε σε θέση να ανακατασκευάσουμε πειστικά τη θεωρητική απεικόνισή του. Η τύφλωση είναι η μοναδική στάση που συμπίπτει με την εγκληματική πράξη και τη “λυτρωτική” ταυτόχρονα ενέργεια. 

Ο φυσικός θάνατος είναι “απαγορευμένος”, γι’ αυτό και η ζωή του ανθρώπου επιμηκύνεται με πλαστικές και χειρουργικές επεμβάσεις. Η επικοινωνία συντελείται χωρίς διαδικασίες διαλόγου ή φυσική σχέση. Τα αποτελέσματα προκύπτουν χωρίς αιτίες και τα πάθη δεν αναφέρονται σε πρόσωπα ή δεν γεννιούνται μέσα σε ανθρώπινες καταστάσεις. Ολα αυτά υποδηλώνουν έναν τεχνητό κόσμο, ο οποίος δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματικότητα και τη νοηματική της αναπαράσταση.

Η αλήθεια είναι ότι βρισκόμαστε στον βαθμό μηδέν της πραγματικότητας. Η Αμερική αντιπροσωπεύει, κατά τον Baudrillard, τη γιγαντιαία πλασματική και τεχνητή κατασκευή. Στο βιβλίο του με τον τίτλο «Αμερική» εξετάζει τις πραγματολογικές συνθήκες διπλασιασμού της πραγματικότητας. Η πραγματικότητα δεν παραγκωνίζεται για να γεμίσει το κενό με την απουσία νοήματος. Αλλά συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: στη θέση της πραγματικότητας τοποθετείται ο διπλασιασμός της, που ουσιαστικά ισοδυναμεί με την εξαφάνισή της και την πλήρη επικράτηση του ομοιώματός της, που δεν είναι άλλο από την τηλεοπτική εικόνα. Τα γεγονότα συμβαίνουν στην τηλεόραση προτού λάβουν χώρα στην πραγματικότητα. Ο κόσμος μας έχει μετατραπεί σε ένα πλέγμα συνθηκών και καταστάσεων όπου «τα φαινόμενα επικαιροποιούνται προτού συμβούν στην πραγματικότητα».

Η αποσπασματικότητα, οι ρωγμές, τα χάσματα στη σύλληψη των ιδεών και στη γλωσσική έκφραση δεν είναι παρά αποτυπώσεις της «αγωνίας της πραγματικότητας». Ο ίδιος ο Baudrillard ορίζει τη σκέψη του ως προσπάθεια αντίστασης απέναντι στην «ομοιωματική» τάση της πραγματικότητας. Αγωνίζεται να διασώσει την πραγματικότητα και να καταγγείλει την «ομοίωσή» της.

‘Ομως η ανάσχεση της «ομοιωματικής» τάσης που χαρακτηρίζει την ύστερη νεωτερική πραγματικότητα δεν μπορεί να είναι υπόθεση μιας θεωρίας που αρνείται τη δεσμευτική κανονιστική της θεμελίωση. Η κραυγή «αγωνίας της πραγματικότητας» του Baudrillard παραμένει ημιτελής και στερείται κανονιστικού περιεχομένου. Αποδέχεται τη διάλυση του υποκειμένου, και δεν είναι παρά μια ιμπρεσιονιστική καταγγελία μιας πραγματικότητας που βαδίζει σταθερά προς τον θάνατο. Η θεωρία του Baudrillard για την χωρίς τέλος «ομοίωση» της πραγματικότητας δεν είναι παρά μια λογοτεχνική απόπειρα αναζήτησης της χαμένης πραγματικότητας. Ή, αντιστρόφως, η εξαφανισμένη πραγματικότητα βρίσκει στη σκέψη του Baudrillard τον σπασμένο καθρέπτη της θεωρητικής της απεικόνισης, χωρίς όμως αξιώσεις κανονιστικού περιεχομένου.

Οι σύγχρονες τεχνολογίες των Ολογραμμάτων και της εικονικής πραγματικότητας ιδιαίτερα στο χώρο του gaming παίζουν καθοριστικό ρόλο στην εκπαίδευση των νέων ανθρώπων δημιουργώντας κοινωνίες όπου η αφήγηση είναι πλασματική αλλά και ταυτόχρονα κυριαρχική, αφού οι κανόνες του παιχνιδιού εξυπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα.

Υπάρχει τρόπος να αντιδράσουμε? 

Η απάντηση που δίνει σήμερα η πολιτική διαχείριση είναι στο χώρο της οικονομίας, όχι ως μορφή κοινωνικών σχέσεων, αλλά ως αυτονομημένη δύναμη, ως πράγματα και καταστάσεις που μας επιβάλλονται και καλούμαστε να διαχειριστούμε. Το δικαίωμα στην ευημερία προβάλλεται κυρίως ως δικαίωμα στην ελευθερία επιλογής του ατόμου στα πλαίσια ενός κυρίαρχου καταναλωτικού προτύπου. Βιώνουμε την αποθέωση και συνάμα την αποστέωση του ατόμου, και αυτό σηματοδοτεί ένα από τα πιο σοβαρά αδιέξοδα του σύγχρονου Δυτικού κόσμου με την αλαζονεία της τεχνολογικά εξοπλισμένης δύναμης κοινωνιών, των οποίων η άλλη όψη είναι η φυσική και ηθική εξαθλίωση μεγάλου μέρους του πληθυσμού του πλανήτη.

Οι επιπτώσεις είναι ήδη ορατές: καταστροφή του περιβάλλοντος και της οικολογικής ισορροπίας με τα συνακόλουθα «ακραία» φυσικά φαινόμενα, νέες μορφές πολέμου και καταπάτηση ανθρωπίνων και κοινωνικών δικαιωμάτων, ουσιαστική κατάργηση του ατόμου ως υπαρκτής οντότητας, παρότι βρίσκεται στο μεσουράνημα του ως γενική και αφηρημένη κατηγορία, χρήσιμη για στατιστικές μελέτες και οικονομικά μεγέθη.

Η κοινωνική πολιτική καλείται να συμβάλει στη διαχείριση αυτών των προβλημάτων σε συνθήκες αποδόμησης του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου, με συρρίκνωση της κρατικής παροχής και αποδυνάμωση των ανεπίσημων δικτύων φροντίδας στον οικιακό χώρο και την τοπική κοινότητα.

Ωστόσο, ενάντια στην ζοφερή αυτή εικόνα υπάρχει ο αντί – λογος, η αντί – σταση. Πηγάζει κυρίως από κάτω, από κοινωνικά κινήματα και πρωτοβουλίες πολιτών, αλλά, επίσης, προσωπικούς, άγνωστους αγώνες της καθημερινής ζωής.

Η καταναλωτική αντίληψη και η καλλιέργεια παθητικών αντικειμένων των επιδοματικών πολιτικών αμφισβητούνται έντονα. Αντίστοιχα, πληθαίνουν οι φωνές για την ανάδειξη ενεργών υποκειμένων, για την αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων  που σήμερα είναι άκρως ανταγωνιστικές και οχι αλληλέγγυες.

Όταν φθάνουμε να διεκδικούμε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, αντί να την θεωρούμε φυσικό δεδομένο, είναι φανερό ότι το Ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο αποκαλύπτει τα όριά του. Το ζητούμενο είναι πλέον όχι ένας εκσυγχρονισμός – ό,τι και αν σημαίνει αυτό-, αλλά η υπέρβαση της εδραιωμένης αντίληψης στην κοινωνική πολιτική των κλασσικών αντιθετικών δίπολων: – ατομικό ή συλλογικό, ιδιωτικό ή δημόσιο.

Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να περιορίζεται σε ένα γεφύρωμα. Δεν βρίσκεται στην αντίπερα όχθη το άτομο από την συλλογικότητα, ώστε να αναζητούμε τρόπους επανασύνδεσής τους.  Πρέπει να συζητήσουμε εκ νέου θεμελιώδεις έννοιες, να αναδείξουμε την αλήθεια της ανθρώπινης κοινωνίας – την αλήθεια, δηλαδή την άρση της λήθης, την ανάδυση στο φως αυτού που πραγματικά είναι. Να αφαιρέσουμε το προσωπείο, το ψέμα της δήθεν παντοδύναμης, μαζικής και γι’ αυτό απρόσωπης ατομικότητας, και να αναδείξουμε το ανθρώπινο πρόσωπο σε όλη του την πληρότητα και ομορφιά.

Πως κατανοούμε όμως το ανθρώπινο πρόσωπο;

Μεγάλοι φιλόσοφοι και Πατέρες της Εκκλησίας, όπως Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής και ο Γρηγόριος Παλαμάς, αναδεικνύουν την ανθρώπινη υπόσταση-πρόσωπο, και διατυπώνουν μια θεολογική ανθρωπολογία που προσφέρει τα ερείσματα για την ποθούμενη υπέρβαση από τον ατομοκεντρισμό στη συλλογικότητα, χωρίς να χάνεται η αξία της ανθρώπινης μοναδικότητας.

Εδώ μπορούμε να ψηλαφήσουμε μια άλλη αφετηρία σκέψης, η οποία μπορεί να συμβάλει σε υπερβάσεις στείρων και ξεπερασμένων αντιθέσεων στην κοινωνική πολιτική, με στόχο την αλληλεγγύη στην πράξη , όχι ως ηθική επιταγή ή κοινωνική αναγκαιότητα, αλλά ως συγκροτησιακό στοιχείο δρώντων υποκειμένων, ως γενεσιουργό σχέση της κοινωνικής συνοχής.

Ο όρος υπόσταση εμπεριέχει αναφορά και σχέση. Δηλαδή η υπόσταση  δεν μπορεί να υπάρξει έξω από τη σχέση με τους άλλους, δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως μία αποκομμένη ατομικότητα.

Αυτή είναι κατ’ αρχήν η ειδοποιός διαφορά της υπόστασης από το άτομο (όπως αυτό κατανοείται στη νεωτερική, νεο-καπιταλιστική ιδεολογία): δεν μπορεί να υπάρξει έξω από τη σχέση – σχέση  με τους άλλους ανθρώπους, μέσα από την οποία αποκτά αυτογνωσία και συνείδηση, που είναι μία καθαρά προσωπική ιδιότητα: δεν υπάρχει ανώνυμη ύπαρξη αλλά επώνυμη υπόσταση, «πρόσωπο». Ο όρος νοείται πάντοτε στο πλαίσιο της «κατ’ εικόνα Θεού» δημιουργίας και εκφράζει την οντολογική ανακαίνιση του αναγεννηθέντος «εν Χριστώ» πιστού. Επομένως τα πρόσωπα πρέπει να κοινωνούν στην αλήθεια, γιατί τότε μόνο υπάρχει αληθινή και υγιής σχέση. Η ορθόδοξη θεολογική σκέψη, με αφετηρία τη διάκριση των Υποστάσεων της Τριαδικής Θεότητας, προσδιόρισε ως ανθρώπινο πρόσωπο την ξεχωριστή και επώνυμη υπόσταση, αντίθετα από την ανώνυμη και απρόσωπη ατομικότητα της μάζας. 

Το άτομο της ύστερης νεωτερικότητας είναι ένας αριθμός σε ένα απρόσωπο σύνολο. Αντίθετα, κάθε πρόσωπο είναι μοναδικό, με τα ιδιαίτερα φυσικά και πνευματικά χαρακτηριστικά του, και γι’ αυτό μία απόλυτη ετερότητα, αλλά και ένας τέλειος μικρόκοσμος, μια πληρότητα. Κάθε πρόσωπο, με τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, αποτελεί μία ανεπανάληπτη συγκεκριμένη ψυχοσωματική και πνευματική οντότητα.

Αυτή η ετερότητα, το ιδιάζον και ανεπανάληπτο του κάθε προσώπου, δεν μπορεί να προσδιοριστεί αφηρημένα ως θεωρητική έννοια, αλλά μόνο να βιωθεί ως σχέση. Γνωρίζουμε τον άλλο στην ιδιαιτερότητά του μέσα από τη σχέση μας με αυτόν, με προοπτική να κοινωνήσουμε στην αλήθεια.

Με αυτά τα δεδομένα η υπόσταση, ως ετερότητα σε ενότητα με άλλες ετερότητες, βιώνει την ελευθερία, η οποία πραγματώνεται στην αγάπη. Αυτή είναι ο τρόπος άσκησης της ελευθερίας.

Υπάρχει επομένως διαφορά ανάμεσα στη συλλογικότητα ως άθροισμα ατόμων και ως ενότητα προσώπων που κοινωνούν στην αλήθεια. Γιατί το «κοινωνείν» στην αλήθεια χαρακτηρίζει τη σχέση ανθρώπων με αυτογνωσία, σεβασμό, αναγνώριση της ετερότητας και άσκηση ελευθερίας μέσα από την αγάπη – ελευθερίας η οποία μπορεί να φθάσει μέχρι την υπέρβαση φυσικών περιορισμών.

Ένα παράδειγμα ολοκληρωμένης προσέγγισης αποτελεί το έργο της κοινωνιολόγου Λουκίας Μουσούρου για την οικογένεια και την οικογενειακή πολιτική, στο οποίο συναρτά την «κρίση της οικογένειας» με την «κρίση του προσώπου». Στην πορεία από το άτομο στο πρόσωπο το ζητούμενο είναι η διαρκής ενδυνάμωση και επιβεβαίωση αρετών απαραίτητων προκειμένου να εξασφαλιστεί η λεπτή ισορροπία μεταξύ κοινωνικών και προσωπικών σχέσεων. Αρετές, οι οποίες αποκτώνται με κόπο, όπως η ανοχή, η ειλικρίνεια, η γενναιοδωρία, η υπομονή, η σταθερότητα, η αλληλεγγύη και η πρόθυμη συμπαράσταση. Η αποτυχία αυτής της διαρκούς προσπάθειας συγκροτεί την κρίση του προσώπου, με σοβαρές επιπτώσεις για την οικογένεια και την ευρύτερη κοινωνία. 

Υπάρχει μια βιοχημεία της ελευθερίας; Αν υπάρχει, δεν υπάρχει ελευθερία. Που εδράζεται  η ελευθερία μέσα στον άνθρωπο; Στην ψυχή του; Και τι είναι η ψυχή, όταν μάλιστα η ελληνική πατερική παράδοση έχει απορρίψει κάθε μεταφυσική έννοιά της, θεωρώντας την κατ’ ουσίαν υλική; Έχουμε ακόμη πάρα πολλά να μάθουμε ακόμη για τον άνθρωπο, ακριβώς διότι κατά την πατερική θεολογία ο άνθρωπος δεν είναι ένα δεδομένο ον, αλλά ένα ον εν τω γίγνεσθαι, που δημιουργείται συνέχεια, και μόνον στα έσχατα θα μάθουμε τι τέλος πάντων είναι.

Η μεγάλη συμβολή της Ορθόδοξης θεολογίας στην ανθρωπολογική αυτή απορία είναι πως μας έμαθε ότι είναι αδύνατο να χωρίσουμε το περί ανθρώπου ερώτημα από το ερώτημα περί Θεού, και ότι μόνον η απάντηση στο τελευταίο προοιωνίζεται και την απάντηση στο πρώτο.

Όταν όμως χάνεις τις ρίζες σου, έχεις την τάση να τις ξαναφτιάξεις με φασματικό τρόπο. 

Θα τελειώσω με τον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, και την επιστολή του προς τον θεραπευτή, δηλαδή μοναχό, Γάιο, όπου γράφει: «Παρατηρείς πως ο Ιησούς, ο οποίος είναι πέρα απ’ όλα, είναι δεμένος κατά την ουσία με όλους τους ανθρώπους; Και δεν λέγεται άνθρωπος επειδή είναι αιτία των ανθρώπων, αλλά γιατί είναι ο ίδιος αληθινά, σύμφωνα με ακέραια την ουσία του, άνθρωπος.» 

Αυτό το απλό και βαθύτατο παράθεμα θα μπορούσε να είναι πηγή απαντήσεων στα σύγχρονα αγωνιώδη ερωτήματα.

Διονύσιος μοναχός 
Ιερά Μονή Φανερωμένης

WILLIAM BLAKE – ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

WILLIAM BLAKE – ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

WILLIAM BLAKE – ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 Ο Ουίλιαμ Μπλέικ (1757-1827), Άγγλος ποιητής, και παράλληλα ζωγράφος, χαράκτης και οραματιστής, συγκαταλέγεται ανάμεσα στους μείζονες ποιητές της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η στάση των κριτικών την εποχή που έζησε κυμάνθηκε από την καχυποψία ως την απόλυτη εχθρότητα, ενώ κάποιος προειδοποιεί τον κόσμο ότι ο συγκεκριμένος ποιητής γράφει «για παιδιά ή για αγγέλους», όχι πάντως για τον κοινό αναγνώστη. Βαθιά αντικομφορμιστής, συνδέθηκε με ριζοσπαστικά πνεύματα της εποχής του και θεωρούσε την εσωτερική γνώση ανώτερη από τον ορθολογισμό. Δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να γίνει διάσημος, δεν περιφερόταν στα σαλόνια της εποχής, ενώ μάλιστα άλλοι έκλεβαν από το έργο του, και πέθανε φτωχός.

Τα παρακάτω ποιήματα ανήκουν στον κύκλο «Songs of Experience». Το πρώτο αναφέρεται στις δύο μορφές της αγάπης, τονίζοντας την παρουσία της κίβδηλης, ιδιοτελούς αγάπης που κυριαρχεί στην κοινωνία. Στο δεύτερο ποίημα ο ποιητής εμπνέεται από την πομπή φτωχών παιδιών προς τον Καθεδρικό ναό, παιδιών που είναι θύματα στυγνής εκμετάλλευσης και καπηλείας σε μια υποκριτική πλουτοκρατική κοινωνία. Πικρό και πάντα επίκαιρο…

Ο ΠΗΛΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΒΟΤΣΑΛΟ

Ἡ ἀγάπη δὲν γυρεύει τὰ δικά της
Οὔτε ζητᾶ τοῦ ἄλλου τὸ χάδι
Γιὰ ὅλους δίνει τὴ βολή της
Χτίζει παράδεισο στὸν Ἅδη.

Ἔτσι τραγούδησε μικρὸς πηλὸς
Ποὺ τὸν πατοῦν τὰ ζωντανά,
Μὰ ἕνα βότσαλο στὴν ὄχθη
Μ’ ἄλλο τερέτισμα ἀπαντᾶ.

Γιὰ τὰ δικά της ὅλο τὸ μαράζι
Μὲ ἄτιμο κομποδένει ὑφάδι
Χαίρει σὰν τὴ χαρὰ ἁρπάζει
Χτίζει στὸν οὐρανὸ ἕναν Ἅδη.

ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ

Εἶναι ἅγια τούτη ἡ θέα
σε πλούσια καρποφόρα μέρη
παιδιὰ σὲ δυστυχιὰ νὰ τρέφει
τῶν κάπηλων τὸ κρύο χέρι;

Εἶναι τραγούδι αὐτὸ ποὺ τρέμει
χαρᾶς ἀντίλαλος κι ἐλπίδα
τόσα παιδιὰ μὲ ἄδεια χέρια;
τῆς φτώχειας εἶναι αὐτὴ ἡ πατρίδα.

Ὁ ἥλιος τους ποτὲ δὲ λάμπει
γυμνὰ καὶ κρύα τὰ χωράφια
αἰώνιος ἐκεῖ χειμώνας
κι οἱ δρόμοι τους γεμᾶτοι ἀγκάθια.

Γιατὶ ἐκεῖ ποὺ λάμπει ὁ ἥλιος
κι ἐκεῖ ποὺ ἡ βροχὴ ἁγιάζει
παιδὶ δὲν βρίσκεται σ̕ ἀνάγκη
οὔτε ἡ φτώχεια τὸν νοῦ τρομάζει

William Blake
(Songs of Experience)
 
Μετάφραση Αρχιμανδρίτου Χρυσοστόμου
Ιερά Μονή Φανερωμένης

Ο ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΚΑΙ Η ΕΥΡΩΠΗ

Ο ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΚΑΙ Η ΕΥΡΩΠΗ

Ο ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΚΑΙ Η ΕΥΡΩΠΗ Όταν ο διάσημος Πολωνός συνθέτης Ζμπίγκνιου Πράισνερ θέλησε προ ολίγων ετών να γράψει ένα τραγούδι για την ενότητα της Ευρώπης, μέσα από ένα τεράστιο θησαυρό ποίησης που καλύπτει πολλούς αιώνες και πολλές γλώσσες επέλεξε τους λόγους του αποστόλου Παύλου προς τους Κορινθίους, και οι οποίοι χαρακτηρίσθηκαν ως ο ύμνος της Αγάπης: ᾽Εὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον. καὶ ἐὰν ἔχω προφητείαν καὶ εἰδῶ τὰ μυστήρια πάντα καὶ πᾶσαν τὴν γνῶσιν καὶ ἐὰν ἔχω πᾶσαν τὴν πίστιν ὥστε ὄρη μεθιστάναι, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐθέν εἰμι … ῾Η ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ, οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται, οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τὸ κακόν, οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ· πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει. ῾Η ἀγάπη οὐδέποτε πίπτει. Εἴτε δὲ προφητεῖαι, καταργηθήσονται· εἴτε γλῶσσαι, παύσονται· εἴτε γνῶσις, καταργηθήσεται … νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα· μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη. Σε τούτο το υπερχείλισμα μιας ψυχής μεγάλης και γεμάτης διακηρύσσεται πως η αγάπη είναι όχι απλώς κάτι βαθύτερο από όλα όσα εντυπωσιάζουν, όπως η γνώση, το θαύμα, τα ιδιαίτερα χαρίσματα ή ακόμη και η πίστη, αλλά είναι και το μόνο που θα μείνει, όταν όλα τα άλλα καταργηθούν με το τέλος της ιστορίας, είτε προσωπικής είτε κοσμικής. Ο Παύλος αναλύει την καινή εντολή του Χριστού, περιγράφοντας ανάγλυφα τον νέο άνθρωπο που μορφώνεται εν Χριστώ, τον άνθρωπο της υπέρβασης. Γύρω από τον άξονα τούτο ύφαναν τη ζωή τους και τη σκέψη τους οι πολιτισμοί της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής, ακόμη κι όταν κάποτε λάθεψαν ή παρέκκλιναν. Εδώ υφάνθηκαν όλα τα στοιχεία που έδωσαν οι τρεις πηγές του Ευρωπαϊκού πολιτισμού: η αρχαία Ελλάδα, τα Ιεροσόλυμα, και η Ρώμη. Εδώ υφάνθηκε η αξιοπρέπεια του ανθρώπου, η ελευθερία, η δικαιοσύνη, η ισότητα, όσα σήμερα βάναυσα καταπατούνται. Άραγε οι έννοιες αυτές θα βρίσκονταν στο μυαλό του σύγχρονου εκκοσμικευμένου Ευρωπαίου, αν δεν υπήρχε η χριστιανική του ιστορία; Λίγοι όμως δίνουν σημασία σε αυτή τη σύνδεση του Παύλειου λόγου με την ενότητα της Ευρώπης, ένα όραμα που καταρρέει, γιατί περιορίσθηκε στην πολιτική και οικονομική διάσταση. Δυστυχώς, η αγορά και το χρήμα μισούν την πνευματική παράδοση. Μα δεν μπορεί να υπάρξει ενότητα έξω από τον άξονα της διαχρονικής πνευματικής παράδοσης, όπως και δεν μπορεί να υπάρξει και καινοτομία έξω από το δέντρο της παράδοσης. Ποιά είναι σήμερα η πνευματική εικόνα της Ευρώπης; Δεν είναι πολλά χρόνια που η θεσμικά καθιερωμένη διανόησή της αγωνίζεται να αποδομήσει τα πάντα, ακόμη και την ίδια την έννοια της αλήθειας. Δεν υπάρχει αλήθεια, υπάρχει μόνο η θέληση για δύναμη, η αλήθεια της επιβολής της γνὠμης του ισχυρού. Η οποία μάλιστα υιοθετεί την Αμερικανικής προελεύσεως ναρκισσιστική φιλοσοφία που συνεχώς υποδιαιρεί τις κοινωνίες σε αντίπαλες ομάδες και αντίστοιχες ταυτότητες. Δεν αργεί η ιδεολογία αυτή να δείξει το ολοκληρωτικό της πρόσωπο, ανεξάρτητα από το χρώμα της, από ποιά πλευρά των κοινοβουλίων προέρχεται. Άλλωστε, σε ένα ισοπεδωμένο τοπίο χωρίς καμπύλες και χωρίς ορίζοντα δεν έχει σημασία που ακριβώς βρίσκεσαι, και σε ένα τόπο όπου όλα έχουν τιμή και τίποτε δεν έχει αξία δεν εκπροσωπείς τίποτε. Ο συντηρητικός δεν έχει πια κάτι να συντηρήσει (έξω από τον ψευδοπραγματισμό του κεφαλαίου) και ο προοδευτικός δεν έχει πού να «προοδεύσει» (έξω από τις φαντασιώσεις περί ταξικής πάλης). Αν ο Ευρωπαίος άνθρωπος, συμπεριλαμβανομένου του Έλληνα, καταφέρει να αποβάλει τη χριστιανική του ταυτότητα, δημιουργώντας κοινωνίες άχρωμες, τότε το υπερβατικό κενό θα καλυφθεί από κάτι ἀλλο, επίσης υπερβατικό όσο και σκληρό και φανατικό—και τούτο το γνωρίζουν καλά οι θεοκρατίες της Ισλαμικής Ανατολής. Τσεκουρώνοντας οι Ευρωπαίοι την ιστορία και τη μνήμη, μειώνοντας και εξευτελίζοντας τα μεγάλα έργα και τις πνευματικές αξίες που τα ενέπνευσαν, οδηγούν τις νεότερες γενιές στον εγκλωβισμό σε εφήμερα κοινωνικά σχήματα και σε απουσία κοινού οράματος. Και υποβοηθούν την εισβολή ενὀς άλλου πολιτισμού με ισχυρότερες θέσεις και δυναμικότερες διεκδικήσεις, πολιτισμού που θα ισοπεδώσει τα πάντα προκειμένου να επιβάλει τον δικό του ρατσιστικό και ανελεύθερο νόμο. Κυκλοφορεί ανάμεσα σε πολλούς, ως αυτονόητο, η ανοησία ότι η θρησκεία κατέστρεψε τον κόσμο, χωρίς βέβαια να γίνεται η απαραίτητη διευκρίνιση ως προς το τί ακριβώς εννοούμε λέγοντας θρησκεία, και χωρίς την υποψία ότι η θρησκεία δεν είναι αδιαφοροποίητη έννοια. Λίγοι σκέφτονται ότι ακόμη και οι θρησκευτικοί πόλεμοι που ταλαιπώρησαν την Ευρώπη ήσαν καρποί κρατικής βίας και πολιτικών συμφερόντων. Λίγοι επίσης σκέφτονται ότι δεν υπήρξε ποτέ ούτε θρησκευτικός πόλεμος στην Ορθόδοξη Ανατολή ούτε καν ιερά εξέταση. Ίσως γιατί οι Ορθόδοξοι πατέρες, άγιοι και φιλόσοφοι έμειναν πιό κοντά στον Παύλειο λόγο της αγάπης, στην αγάπη του ίδιου του σαρκωμένου Θεού-Λόγου. Ο χώρος και η έγνοια του Παύλου είναι η ανθρωπότητα και η ανθρωπιά, δηλαδή η ενότητα της ανθρωπότητας, που δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την αγάπη. Αυτό όμως προϋποθέτει τα άλλα δύο σκέλη με τα οποία ο Παύλος συνδέει την αγάπη: την πίστη και την ελπίδα. Συγκεκριμένα, την πίστη στον σαρκωμένο Λόγο, και την ελπίδα ότι το κακό και το χάος δεν θα κυριαρχήσουν, γιατί εμείς επιλέγουμε να ακολουθήσουμε το Αγαθό, που είναι ο Θεός. Όχι ένας Θεός κυρίαρχος που επιβάλλει την τάξη, αλλά ο Θεός που μας αγάπησε και μας έδωσε τον εαυτό Του, αφήνοντάς μας ελεύθερους να ανταποκριθούμε στην αγάπη Του. Η Ορθόδοξη παράδοση τονίζει ότι η ενότητα αφενός έχει οντολογικό θεμέλιο την ανθρώπινη φύση. Γίνεται όμως ψηλαφητή και εμπειρική πραγματικότητα με την κοινή πίστη, δηλαδή την συνειδητή αποδοχή τής από κοινού οριοθετημένης αλήθειας, και με το κοινό όραμα που, για να είναι κοινό, πρέπει να συνυφαίνεται με διαχρονικές αξίες και να αξιοποιεί τις δυνατότητες της ανθρώπινης φύσεως και κλήσεως. Ειδἀλλως η ενότητα παραμένει μια ουτοπία που πεθαίνει με τη δύση του ήλιου στην ίδια τη μελαγχολία της, και διατηρείται ως φαντασίωση. Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Ιερά Μονή Φανερωμένης