ΠΕΡΙ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΣ

ΠΕΡΙ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΣ

Όταν ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο, έβαλε μέσα του ένα θείο σπέρμα, σαν ένα είδος λογισμού πιο θερμού και φωτεινού, να έχει τη θέση της σπίθας, για να φωτίζει το νου και να του δείχνει να ξεχωρίζει το καλό από το κακό. Αυτό ονομάζεται συνείδηση, και είναι ο φυσικός νόμος.

Επειδή όμως αυτή παραχώθηκε και καταπατήθηκε από τους ανθρώπους με την προοδευτική εξάπλωση της αμαρτίας, χρειαστήκαμε το γραπτό νόμο, χρειαστήκαμε τους αγίους προφήτες, χρειαστήκαμε την ενανθρώπιση του ίδιου του Δεσπότη μας Ιησού Χριστού, για να την ξαναφέρει στο φως και να την αναστήσει, για να ξαναδώσει ζωή, με την τήρηση των αγίων εντολών του Θεού, σε κείνη τη σπίθα που ήταν παραχωμένη.

Τώρα λοιπόν είναι στο χέρι μας ή να την παραχώσουμε πάλι ή να την αφήσουμε να λάμπει και να μας φωτίζει, αν συμμορφωνόμαστε με τις υποδείξεις της. Γιατί όταν η συνείδηση μας υπαγορεύει να κάνουμε αυτό, και αδιαφορούμε, και πάλι μας λέει να κάνουμε εκείνο, και δεν το κάνουμε, αλλά σταθερά και αδιάκοπα την καταπατούμε, έτσι τη θάβουμε και δεν μπορεί πια να φωνάξει δυνατά μέσα μας, από το βάρος που τη σκεπάζει. Όπως ακριβώς το λυχνάρι που δίνει θαμπό φως, έτσι κι αυτή αρχίζει να μας δείχνει όλο πιο θολά, όλο πιο σκοτεινά τα πράγματα, όπως συμβαίνει και με το θολωμένο από τα πολλά χώματα νερό, που δεν μπορεί κανείς να δει μέσα το πρόσωπό του. Έτσι σιγά-σιγά καταντάμε να μην αισθανόμαστε εκείνα που μας υπαγορεύει η συνείδησή μας και να φτάνουμε στο σημείο να νομίζουμε ότι δεν την έχουμε καθόλου. Όμως δεν υπάρχει κανένας που να μην την έχει. Γιατί αυτό είναι κάτι θεϊκό, όπως ήδη είπαμε, και δεν χάνεται ποτέ, αλλά πάντα μας θυμίζει εκείνο που οφείλουμε να κάνουμε.

Ας φροντίσουμε λοιπόν αδελφοί μου να φυλάμε την συνείδησή μας, όσο ακόμα βρισκόμαστε σε αυτόν τον κόσμο, χωρίς να την προκαλούμε να μας ελέγξει για κάποιο πράγμα. Χωρίς να την καταπατούμε σε τίποτα απολύτως, ούτε και στο ελάχιστο. Γιατί ξέρετε καλά ότι από τα μικρά αυτά και ασήμαντα, όπως λένε, φτάνουμε να καταφρονούμε και τα μεγάλα. Γιατί όταν αρχίσει κανείς να λέει: «Τί σημασία έχει, αν πω αυτό το λόγο; Τί σημασία αν φάω λιγάκι; Τί σημασία έχει αν δώσω προσοχή σε αυτό εδώ το πράγμα;». Από το «τί σημασία έχει αυτό και τί σημασία έχει εκείνο» αποκτάει κανείς κακή και διεστραμμένη διάθεση και αρχίζει να καταφρονεί τα μεγάλα και βαρύτερα, και να καταπατεί την ίδια τη συνείδησή του. Και έτσι προχωρώντας σιγά-σιγά κινδυνεύει να πέσει σε αναισθησία.

Η προσπάθειά μας να φυλάξουμε τη συνείδησή μας άγρυπνη και να συμμορφωνόμαστε με τις υποδείξεις της παίρνει πολλές και ποικίλες μορφές. Γιατί πρέπει να ενεργεί κανείς «κατά συνείδηση» και προς τον Θεόν, και προς τον πλησίον και προς τα πράγματα. Προς μεν τον Θεό, για να μην καταφρονεί τις εντολές Του, και όταν δεν τον βλέπει άνθρωπος και όταν κανείς δεν απαιτεί τίποτα από αυτόν. Αυτός ενεργεί κατά συνείδηση έναντι του Θεού μυστικά.

Η τήρηση της συνειδήσεως προς τον πλησίον είναι να μην κάνει κανείς τίποτε απολύτως που καταλαβαίνει ότι θλίβει ή πληγώνει τον πλησίον, είτε με έργο, είτε με λόγο, είτε με κάποια κίνηση, είτε με ένα βλέμμα – γιατί μπορεί κανείς και με μια κίνηση, όπως πολλές φορές λέω, να πληγώσει τον πλησίον, μπορεί και με ένα βλέμμα. Και με λίγα λόγια ο άνθρωπος μολύνει τη συνείδησή του με όσα καταλαβαίνει ότι κάνει επίτηδες για να προκαλέσει λογισμούς στον πλησίον, επειδή ξέρει ότι το κάνει επίτηδες για να τον βλάψει ή να τον στενοχωρήσει. Το να φυλάξει λοιπόν τη συνείδηση και να μην κάνει κάτι τέτοιο, είναι να αυτό που λέμε, να ενεργεί κατά συνείδηση προς τον πλησίον.

Να ενεργεί κανείς κατά συνείδηση προς τα υλικά πράγματα σημαίνει να μην κάνει κατάχρηση κανενός πράγματος, να μην αφήνει κάτι να καταστραφεί ή να πεταχτεί. Αλλά και αν ακόμα δει κάτι πεταμένο, να μην το αγνοήσει έστω κι αν αυτό φαίνεται ασήμαντο, αλλά να το μαζέψει και να το βάλει στη θέση του.

 Αββάς Δωρόθεος, Έργα Ασκητικά

 

Η ΠΝΙΓΜΟΝΗ ΤΟΥ ΙΣΟΓΕΙΟΥ

Η ΠΝΙΓΜΟΝΗ ΤΟΥ ΙΣΟΓΕΙΟΥ

Διηγείται ένας ποιητής τοῦ 17ου αιώνα, ο Τζων Νταν, ένα φαιδρό όσο και πικρό περιστατικό από τη ζωή του.

“Επισκεπτόμενος για ένα μικρό διάστημα μια πόλη της Γερμανίας, εγκαταστάθηκα στο ισόγειο ενός κτηρίου πολυώροφου, όπου κατοικούσαν πολλές οικογένειες, και πραγματικά ήταν τόσο μεγάλο, ώστε θα μπορούσε να είναι μια ενορία. Αλλά κάθε άλλο παρά ενορία ήταν. Όταν λοιπόν ρώτησα ποιοί κατοικούν πάνω απ’ το κεφάλι μου, μου είπαν μια οικογένεια Προτεσταντών. Και πάνω από αυτούς ποιοί; Μια άλλη οικογένεια Προτεσταντών. Και μια άλλη πάνω απ’ εκείνους. Και όλο το οίκημα ήταν ένα σύμπλεγμα τέτοιων κουτιών. Πολλοί τεχνίτες, όλοι με την ίδια πίστη. Τότε ρώτησα σε ποιό δωμάτιο συγκεντρώνονται για τις λατρευτικές τους ακολουθίες. Έλαβα την απάντηση ότι δεν συγκεντρώνονται ποτέ. Διότι, αν και ήσαν όλοι Προτεστάντες, επειδή είχαν κάποιες προσωπικές διαφορές απεχθάνονταν ο ένας τον άλλον, και μολονότι πολλοί εξ αυτών ήσαν συγγενείς εξ αίματος και είχαν κοινά συμφέροντα, εντούτοις ο γιος είχε αποκηρύξει τον πατέρα που έμενε στο δωμάτιο πάνω απ’ αυτόν, και ο ανιψιός τον θείο και ούτω καθ’ εξής. Θυμήθηκα ότι ο άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής εγκατέλειψε το δημόσιο λουτρό, όταν μπήκε μέσα ο αιρετικός Κήρινθος, και έτσι έκανα το ίδιο.

Ο ποιητής αρεσκόταν να φιλοσοφεί και να βρίσκει ωφέλεια και μέσα από τα δυσάρεστα γεγονότα της καθημερινότητας. Έτσι αναζήτησε μιαν αλληγορία στο πάθημά του. Και μετέφερε αυτή την εικόνα στην εσωτερική πνευματική ζωή. Ναι, όλοι αυτοί που ήταν ο ένας πάνω στον άλλο, αφορισμένοι ο ένας από τον άλλο, και όλοι πάνω απ’ το κεφάλι του, έμοιαζαν σαν τις αμαρτίες που θεληματικά γίνονται συνήθεια και καλύπτουν τον άνθρωπο.

“Και άρχισα να σκέπτομαι πόσοι όροφοι, πόσα πατώματα διαχωριστικά βρίσκονται ανάμεσα σε μένα και στον Θεό. Αυτά είναι το πλήθος των αμαρτιών που εγκαταστάθηκαν από πάνω μας, σαν ταβάνια, σαν πολλές αψιδωτές οροφές. Γιατί, αν και αυτές οι αμαρτίες της συνήθειας είναι στενοί συγγενείς, και η μια παράγεται από την άλλη, ταυτόχρονα, παρόλη την συγγένειά τους αφορίζουν η μία την άλλη, αφού η πλεονεξία δεν κατοικεί στον ίδιο όροφο με τη σπατάλη. Όμως, ανεβαίνεις τη σκάλα, και νά σου ο άλλος Προτεστάντης, με άλλα λόγια, μέσα σε λίγα χρόνια ο σπάταλος γίνεται πλεονέκτης. Όλα αυτά μαζί χωρίζουν από τον Θεό, σαν μια οροφή, σαν μια αψίδα, που είναι γερή ώστε να μην υποχωρεί εύκολα σε διάφορα βάρη.Ο ποιητής ανακαλεί στην μνήμη του τον στίχο του βασιλιά Δαβίδ: “αἱ ἀνομίαι μου ὑπερῆραν τὴν κεφαλήν μου, ὡσεὶ φορτίον βαρὺ ἐβαρύνθησαν ἐπ’ ἐμέ.”

Πραγματικά, οι Πατέρες της Εκκλησίας παρατηρούν ότι πάθη που ενεργούνται και γίνονται συνήθεια, όπως η οργή, η ακηδία, ο φθόνος, η φιλαργυρία, η λαγνεία, η λαιμαργία, η απληστία, η αλαζονεία, αποκτούν μεγάλη δύναμη και σχηματίζουν ένα φράγμα που χωρίζει τον άνθρωπο από τον Θεό. Συχνά τα πάθη αυτά φαίνονται ασυμβίβαστα και εχθρικά μεταξύ τους, το ένα εξοστρακίζει το άλλο, όπως, για παράδειγμα, η φιλαρχία την ακηδία, ή η περιέργεια την αδιαφορία, ή η κενοδοξία τη νωθρότητα. Κι όμως, συγγενείς καθώς είναι, βρίσκονται σε αλληλουχία, και χειραγωγούν σταδιακά και αναγκαστικά τον ένοικο του ισογείου στην πολυπλοκότητά τους, σαν μέσα από βαθμούς μύησης σε οργάνωση. Ο ποιητής, όμως, δεν βλέπει απλώς οροφές, αλλά αψιδωτές οροφές. Γιατί η αψίδα δεν λυγίζει εύκολα από βάρη, και έτσι, αν πάνω σ’ αυτή την θολωτή οροφή των παθών πέσει το βάρος κάποιας αρρώστιας ή αποτυχίας, ή ταπείνωσης ή δοκιμασίας και κρίσης από τον Θεό, η οροφή μπορεί να στέκει πεισματικά όρθια.

Βέβαια η διήγηση δεν ήταν μια παραβολή, ήταν αληθινή εμπειρία που έκανε τον ποιητή να φοβηθεί και να εγκαταλείψει το σπίτι εκείνο ως φωλιά του κακού, επικίνδυνο για την ακεραιότητά του. Άνθρωποι με συγγένεια αίματος, και ομόπιστοι, χωρίς επικοινωνία και αγάπη μεταξύ τους, που δεν συναντώνται ποτέ, αν και έχουν κάποια σχέση συμφέροντος. Σαν τους δαίμονες που μισούν ο ένας τον άλλον, και τα βρίσκουν μόνο στο κοινό τους στόχο, την καταστροφή μας. Τόση εντύπωση του προξένησε το γεγονός, τόση απορία, τόσο φόβο, κι όμως είναι κάτι που συναντάμε όχι σπάνια στη σημερινή καθημερινότητα, ναι, την Ελληνική καθημερινότητα των ομόπιστων Ελλήνων, που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σε μια χώρα που πρώτη μίλησε για την αγάπη.

Τί είναι αυτό που χωρίζει τους ανθρώπους που έχουν κάθε λόγο να αγαπιούνται, αυτούς που τους συνδέει η φύση, η πατριά, η πατρίδα, και πιο πολύ η πνευματική συγγένεια; Και τί είναι αυτό που κάνει τους πεισματικά χωρισμένους και επίβουλους κάποτε να συμμαχούν σε ένα άλλο επίπεδο; Αυτή η εσωτερική αλλοτρίωση έχει να κάνει με το μεγαλύτερο πάθος, τον εγωισμό, και την αδελφή του, την φιλαυτία. Σαν αψίδα κάνουν την ψυχή σκοτεινή και αδιάβροχη από την ουράνια δροσιά, και σαν ασπίδα την κρατούν οχυρωμένη και αλεξίσφαιρη, απρόσβλητη από τα βέλη του Θεού. Μήπως μ’ αυτό το γάλα της φιλαυτίας δεν ποτίζει η μητέρα την κόρη; Μήπως με τέτοια ομόλογα εγωισμού δεν αλυσοδένει τον γιο ο πατέρας;

Ἡ προσωπική συναίσθηση όμως του πνιγμού και του σκοταδιού της αμαρτίας κάνει τον βασιλιά Δαβίδ να φωνάξει πως έχασε το φως των οφθαλμών του, να ταπεινωθεί, και να ελευθερωθεί χάρη στην αληθινή συντριβή του, την μετάνοιά του.

Η μετάνοια είναι αυτή που μας ανοίγει την πόρτα να τρέξουμε μακριά απ’ αυτή την πολυκατοικία. Το πολυώροφο οίκημα θα μένει εκεί, για επίδοξους ενοικιαστές του ισογείου, όσο θα υπάρχει αυτός ο κόσμος. Γι αυτούς  ο ουρανός θα είναι οι σκοτεινές θολωτές οροφές. Αντ’ αυτών η μετάνοια μας δείχνει μια σκάλα για τον πραγματικό ουρανό. Ανεβαίνοντας το πρώτο σκαλοπάτι, εκπληττόμεθα βλέποντας ότι έχει ήδη κατέβει ο Θεός.

Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος
Ιερά Μονή Φανερωμένης

 

Ο ΑΡΤΟΣ, Ο ΟΙΝΟΣ, Ο ΤΡΟΠΟΣ

Ο ΑΡΤΟΣ, Ο ΟΙΝΟΣ, Ο ΤΡΟΠΟΣ

Ο άρτι αφιχθείς αρχαίος τρόμος μιας πανδημίας προκάλεσε γόνιμες συζητήσεις μεταξύ εκκλησιαστικών ελλογίμων και θεολόγων ανά τον κόσμο. Διατυπώθηκε η θέση ότι μία νόσος μπορεί να μεταδοθεί μέσω του τρόπου μετάδοσης της θείας κοινωνίας. Υποστηρίχθηκε επίσης ότι τα ίδια τα τίμια δώρα έχουν την ιδιότητα μετάδοσης παθογόνων μικροοργανισμών: ο άρτος ως σώμα του Χριστού, εφόσον κατ’ ουσίαν δεν μεταβάλλεται και διατηρεί τις φυσικές του ιδιότητες, όχι μόνο υπόκειται στη φθορά αλλά μπορεί να μεταδώσει τοξικούς ιούς. Μάλιστα επιχειρήθηκε χριστολογική θεμελίωση του θέματος: το ίδιο το ανθρώπινο σώμα του Χριστού είναι φορέας μικροοργανισμών, τα οποία μπορούν να μας βλάψουν. Αυτοί άλλωστε δεν αποτελούν κακό, εφόσον τίποτε κακό δεν υπάρχει στη δημιουργία.

Στο πλαίσιο αυτό ίσως φανούν χρήσιμα τα παρακάτω στοιχεία, που μπορεί κάποιος να αντλήσει από τα έργα των αγίων Πατέρων.

Βεβαίως δεν υπάρχει κανένα κακό στη δημιουργία. Καμιά μορφή ζωής, ακόμη και οι φυσικές καταστροφές, δεν μπορούν να θεωρηθούν κακό, διότι κακό είναι μόνο ό,τι μας απομακρύνει από τον Θεό. Υπάρχουν όμως και τα παράγωγα της προσωπικής αμαρτίας, όπως για παράδειγμα ένα επικίνδυνο εργαστηριακό υβρίδιο, καθώς και τα αποτελέσματα της αρχέγονης πτώσεως, η φθορά και ο θάνατος, στα οποία υποτάχθηκε ο άνθρωπος. Όμως η ενσάρκωση του Θεού φέρνει κάτι καινούργιο στον κόσμο, μιά «καινή κτίση».

Ας κάνουμε μια παρένθεση, για να δούμε τί πιστεύουμε για τα τίμια δώρα της θείας Λειτουργίας. Πιστεύουμε ότι απλώς συμβολίζουν την παρουσία του Χριστού, όπως δέχεται γενικά ο Προτεσταντισμός; Στην περίπτωση αυτή ο άρτος πρέπει να δίνεται σε ειδικά αποστειρωμένα σακουλάκια, και ο οίνος συσκευασμένος με πιστοποίηση. Αν, πάλι, τα τίμια δώρα είναι κατ’ ουσίαν ο Χριστός, σύμφωνα με τη ρωμαιοκαθολική αντίληψη περί μετουσίωσης, τότε καταλήγουμε είτε στη λατρεία του άρτου είτε στην απιστία, εφόσον και ο άγιος άρτος μπορεί να αλλοιωθεί.

Οι Έλληνες Πατέρες μιλούν για «μεταβολή» των υλικών στοιχείων. Ούτε απλά συμβολική λειτουργία ούτε μετουσίωση. Η μεταβολή αυτή δηλώνει τον καινό τρόπο υπάρξεως που κομίζει η ένσαρκη φανέρωση του Θεού. Θα πρέπει εδώ να λάβουμε υπόψιν την πατερικὴ διάκριση μεταξὺ του λόγου της φύσεως και του τρόπου της υπάρξεως, διάκριση χρήσιμη για μια ορθόδοξη κατανόηση του μυστηρίου του Χριστού (1).

Τη διάκριση αυτή χρησιμοποιούν οι Πατέρες για να ερμηνεύσουν τα θαύματα του Θεού στην ιστορία. Όταν ο Θεός παρεμβαίνει για να τελέσει ένα θαύμα, δεν μεταβάλλει τη φύση των κτισμάτων – τον λόγο τους – αλλά καινοτομεί τον τρόπο, με τον οποίον η φύση τους ενεργεί, προκειμένου να εκπληρώσει τη θεία οικονομία. Ο τρόπος καινοτομούμενος σημαίνει φύση που λειτουργεί πέρα από τον «θεσμό» της, πέραν των ορίων της, μεταθέτοντας τον άνθρωπο «προς έτερον είδος ζωής». Κάτι τέτοιο συνέβη στον Νώε, ο οποίος μπορούσε να μένει αβλαβής ανάμεσα σε άγρια θηρία, ή σε αγίους οι οποίοι περπάτησαν πάνω στό υγρό στοιχείο.

Κορύφωση των θείων παρεμβάσεων είναι η ενανθρώπιση. Το μυστήριο που λαμβάνει χώρα στον ένσαρκο Λόγο είναι η αδιάρρηκτη ένωση της θείας και της ανθρώπινης φύσεως. Η ένωση αυτή σημαίνει ότι η ιδιότητα της μιας φύσεως γίνεται ιδιότητα της άλλης, όπως ένα ξίφος που ενώνεται με τη φωτιὰ γίνεται φωτιά, και την ίδια στιγμη η φωτιά αποκτά λεπίδα. Η ανθρώπινη φύση παραμένει ακέραιη, ενώ ο τρόπος τού είναι της καινουργείται. Γι’ αυτό και ο Χριστός γεννάται «θεϊκώς» και «ανθρωπικώς», δηλ. κυοφορούμενος από μητέρα, αλλά χωρίς φθορά και ωδίνες. Δεν υποτάχθηκε στη φύση, δεν την κατήργησε, αλλά την κατέστησε «έτερον μυστήριον». Η ανθρώπινη φύση του Χριστού ενεργεί με θείο τρόπο. Και ενεργεί με θείο τρόπο διότι κατέχει το πλήρωμα της άκτιστης θείας ενέργειας.(2)

Τούτο εφαρμόζεται και στην ερμηνεία της θείας Ευχαριστίας. Και εδώ καινοτομείται η φύση των υλικών στοιχείων. Δεν μεταβάλλεται ο λόγος/ουσία τους, ούτε οι φυσικές τους ιδιότητες, αλλά μεταβάλλεται ο τρόπος. Ακριβώς όπως στον Χριστό κάθε τι ανθρώπινο έχει τον υπέρ φύσιν τρόπον, αφού η ανθρώπινη φύση Του φέρει όλη την ενέργεια της Θεότητας, έτσι και τα υλικά δώρα δέχονται και μεταδίδουν στους μετέχοντες την ίδια θεανθρώπινη ενέργεια του Χριστού. Κοινωνούμε, επομένως, όχι κάτι που υπόκειται στη φθορά και στον θάνατο, αλλά τον ίδιο τον Θεό, μέσω της ύλης που γίνεται ζωοποιός, όπως και η ίδια η σάρκα του Χριστού είναι ζωοποιός.

Η ουσιαστική κοινωνία βεβαίως δεν έχει να κάνει μόνο με την παρουσία του Χριστού στον άρτο και στον οίνο, αλλά και με την παρουσία Του μέσα μας. Η ενότητα με τον Θεό δεν ενεργείται χωρίς την προαίρεση και συνεργία του ανθρώπου, ούτε αποκλειστικά μέσω της θείας Ευχαριστίας. Πρέπει ο άνθρωπος ελεύθερα να ακολουθήσει, να μιμηθεί τον Χριστό και να γεννηθεί εν Πνεύματι. Η θεία ενέργεια δρα πολυτρόπως κατά την πίστη και τον πόθο του προσελθόντος. Η πίστη κάνει την ψυχή να «ανακράται» με τον Χριστό, και τότε ο όλος άνθρωπος δέχεται τη ζωοποιό δύναμη δια υλικών στοιχείων. Αυτή η ολιστική αντίληψη διαπερνά και χαρακτηρίζει την πατερική θεολογία.

Όταν λοιπόν ο Χριστός προσφέρεται ως άρτος, δεν μεταβάλλει την ουσία τού άρτου, αλλά την «οικονομία» του. Η ανθρώπινη φύση τού Χριστού ήταν παθητή, ήταν όμως ένα με την Θεότητα, γι’ αυτό και δεν μπορούσε να κρατηθεί από τον θάνατο. Και όπως το σώμα Του πέθανε και αναστήθηκε, αφού η Θεότητα ποτέ δεν το εγκατέλειψε, έτσι κι εμείς λαμβάνοντας τον άρτο-σώμα γευόμεθα την ανάσταση και μετέχουμε της αφθαρσίας. Όπως ο Χριστός πάσχει ως άνθρωπος και ενεργεί ως Θεός, έτσι και ο άρτος-Χριστός μπορεί μεν να «πάσχει», δηλαδή να αλλοιώνεται, αλλά ενεργεί σε μας ως άκτιστη Θεότητα. Καθώς εξηγεί ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας,

Άγιον είναι το σώμα του Χριστού και έχει δύναμη να νικά κάθε νόσο. Ήταν και είναι άγιο, όχι απλώς ως σάρκα με τις φυσικές της ιδιότητες, αλλά ως ναός του ενοικούντος Θεού Λόγου, ο Οποίος αγιάζει με το Πνεύμα Του τη σάρκα. Γι’ αυτό και ο Χριστός ζωοποιεί την κόρη του αρχισυναγώγου όχι μόνο με το παντοδύναμο πρόσταγμά Του, αλλά και με το άγγιγμα του σώματός Του. (Αναστασίου, Doctrina Patrum, σ. 129, 131-32)

Με το άγγιγμα του σώματος, ακόμη και με το άγγιγμα των ιματίων Του. (Μάρκ. 5,25-35) Γι’ αυτό και σε εκείνους που μεταλαμβάνουν με πίστη και αληθινή μετάνοια, το δεσποτικό Σώμα γίνεται «φυλακτήριον», «εις ρώσιν και ίασιν και υγείαν ψυχής τε και σώματος», συντήρηση και θέωση της ανθρώπινης φύσεως.(3)

Τα καθαγιασμένα Δώρα ενεργούν όπως το θεωμένο σώμα του Ιησού. Ο Θεός και διά της ύλης δίνει ζωή άφθαρτη. Και μολονότι η αφθαρσία του ανθρώπου είναι κατάσταση εσχατολογική, και όλοι θα περάσουμε αργά ή γρήγορα στην αντίπερα όχθη, οι δόσεις της αφθαρσίας δίνονται σε τούτη τη θνητή ζωή, κατά την πίστη, τον πόθο, τον ένθεο φόβο και την αγάπη του καθενός.

Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος
Ιερά Μονή Φανερωμένης

 (1) Βλ. Χρυσοστόμου Κουτλουμουσιανού, Ένας και Τρεις. Η Τριαδική Μοναρχία στην Ορθόδοξη Παράδοση, Άγιον Όρος 2018, σσ. 142-45.

(2) Βλ. ενδεικτικά Μαξίμου Ομολογητού, PG 91. 298-300, 344, 1048-1056, 1273-1276, 1341-1345.

(3) Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, 87. Βλ. επίσης Γρηγορίου Νύσσης, Κατηχητικός Λόγος, 37 και Ακολουθία Θείας Μεταλήψεως.

ΠΕΡΙ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑΣ

ΠΕΡΙ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑΣ

Αναισθησία και στα σώματα και στις ψυχές είναι απονεκρωμένη αίσθηση, πολυκαιρισμένη και μονιμοποιημένη αμέλεια, ναρκωμένη σκέψη. Είναι μητέρα της λήθης.

Ο ανάλγητος είναι άφρων φιλόσοφος. Είναι αυτός που εξηγεί το θέλημά του Θεού στους άλλους προς δική του κατάκριση. Αυτός που είναι τυφλός και διδάσκει τους άλλους πώς να βλέπουν. Μιλά στους άλλους για τη θεραπεία του τραύματός των, ενώ συνεχώς ερεθίζει και χειροτερεύει το δικό του. Μιλά εναντίον του πάθους, και συνεχώς τρέφεται με όσα το προκαλούν. Ικανοποιώντας το εξοργίζεται κατά του εαυτού του και δεν ντρέπεται τα λόγια του ο ταλαίπωρος. Περί θανάτου φιλοσοφεί, και συμπεριφέρεται σαν αθάνατος. Για τον χωρισμό στενάζει, και σαν να είναι αιώνιος αμελεί και νυστάζει. Παρασυρόμενος στην οργή πικραίνεται, και εν συνεχεία οργίζεται πάλι επειδή πικράθηκε.

Εγκωμιάζει την προσευχή, και την αποφεύγει σαν μαστίγιο. Μόλις χορτάσει φαγητό μετανοεί, και ύστερα από λίγο τρώει και χορταίνει περισσότερο. Μακαρίζει την σιωπή, και την εγκωμιάζει με πολυλογία. Διδάσκει περί πραότητος, και πολλές φορές οργίζεται την ώρα της διδασκαλίας.

Με την μικρή γνώση και την ικανότητα που διαθέτω, απογύμνωσα τις δολιότητες και τις πληγές της πετρώδους αυτής και μανιώδους αναισθησίας.

Μου φαινόταν ότι έλεγε η τυραννική και κακούργος: “οι δικοί μου σύντροφοι ενώ βλέπουν νεκρούς, γελούν. Ενώ παρίστανται στην προσευχή, είναι εξολοκλήρου πετρώδεις και σκληροί και σκοτεινοί. Ενώ αντικρύζουν την αγία τράπεζα, μένουν αναίσθητοι. Ενώ μεταλαμβάνουν από τα άγια Δώρα, είναι σαν να γεύθηκαν απλώς ψωμί. Εγώ, όταν τους βλέπω να κατανύσσονται, γελώ. Εγώ είμαι σφιχτά αγκαλιασμένη με την ψευτοευλάβεια”.

Κατάπληκτος δε εγώ από τα λόγια αυτής της παράφρονος, ρωτούσα το όνομα αυτού που την γέννησε. Και εκείνη μου απάντησε: “εγώ δεν έχω μία μόνο γέννηση. Η δε κυοφόρησή μου είναι κάπως ποικίλη και άστατη. Εμένα με ενδυναμώνει ο χορτασμός της κοιλίας. Εμένα με αύξησε η πολυκαιρία. Εμένα με έχει παγιώσει η κακή συνήθεια. Κοίταξε από ποια αιτία γεννώμαι σε σένα – δεν έχω σε όλους την ίδια αιτία -, και αγωνίζου εναντίον της μητέρας μου αυτής. Να προσεύχεσαι συχνά στα κοιμητήρια, ζωγραφίζοντας ανεξίτηλα την εικόνα τους στην καρδιά σου. Εάν μάλιστα αυτή δεν ζωγραφιστεί με τον χρωστήρα της νηστείας, δεν πρόκειται να με νικήσεις εις τον αιώνα”.

Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης (6ος αιώνας)

Απόσπασμα εκ της “Κλίμακος”

Ο ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΚΑΙ Η ΕΥΡΩΠΗ

Ο ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΚΑΙ Η ΕΥΡΩΠΗ

Ο ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΚΑΙ Η ΕΥΡΩΠΗ Όταν ο διάσημος Πολωνός συνθέτης Ζμπίγκνιου Πράισνερ θέλησε προ ολίγων ετών να γράψει ένα τραγούδι για την ενότητα της Ευρώπης, μέσα από ένα τεράστιο θησαυρό ποίησης που καλύπτει πολλούς αιώνες και πολλές γλώσσες επέλεξε τους λόγους του αποστόλου Παύλου προς τους Κορινθίους, και οι οποίοι χαρακτηρίσθηκαν ως ο ύμνος της Αγάπης: ᾽Εὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον. καὶ ἐὰν ἔχω προφητείαν καὶ εἰδῶ τὰ μυστήρια πάντα καὶ πᾶσαν τὴν γνῶσιν καὶ ἐὰν ἔχω πᾶσαν τὴν πίστιν ὥστε ὄρη μεθιστάναι, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐθέν εἰμι … ῾Η ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ, οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται, οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τὸ κακόν, οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ· πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει. ῾Η ἀγάπη οὐδέποτε πίπτει. Εἴτε δὲ προφητεῖαι, καταργηθήσονται· εἴτε γλῶσσαι, παύσονται· εἴτε γνῶσις, καταργηθήσεται … νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα· μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη. Σε τούτο το υπερχείλισμα μιας ψυχής μεγάλης και γεμάτης διακηρύσσεται πως η αγάπη είναι όχι απλώς κάτι βαθύτερο από όλα όσα εντυπωσιάζουν, όπως η γνώση, το θαύμα, τα ιδιαίτερα χαρίσματα ή ακόμη και η πίστη, αλλά είναι και το μόνο που θα μείνει, όταν όλα τα άλλα καταργηθούν με το τέλος της ιστορίας, είτε προσωπικής είτε κοσμικής. Ο Παύλος αναλύει την καινή εντολή του Χριστού, περιγράφοντας ανάγλυφα τον νέο άνθρωπο που μορφώνεται εν Χριστώ, τον άνθρωπο της υπέρβασης. Γύρω από τον άξονα τούτο ύφαναν τη ζωή τους και τη σκέψη τους οι πολιτισμοί της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής, ακόμη κι όταν κάποτε λάθεψαν ή παρέκκλιναν. Εδώ υφάνθηκαν όλα τα στοιχεία που έδωσαν οι τρεις πηγές του Ευρωπαϊκού πολιτισμού: η αρχαία Ελλάδα, τα Ιεροσόλυμα, και η Ρώμη. Εδώ υφάνθηκε η αξιοπρέπεια του ανθρώπου, η ελευθερία, η δικαιοσύνη, η ισότητα, όσα σήμερα βάναυσα καταπατούνται. Άραγε οι έννοιες αυτές θα βρίσκονταν στο μυαλό του σύγχρονου εκκοσμικευμένου Ευρωπαίου, αν δεν υπήρχε η χριστιανική του ιστορία; Λίγοι όμως δίνουν σημασία σε αυτή τη σύνδεση του Παύλειου λόγου με την ενότητα της Ευρώπης, ένα όραμα που καταρρέει, γιατί περιορίσθηκε στην πολιτική και οικονομική διάσταση. Δυστυχώς, η αγορά και το χρήμα μισούν την πνευματική παράδοση. Μα δεν μπορεί να υπάρξει ενότητα έξω από τον άξονα της διαχρονικής πνευματικής παράδοσης, όπως και δεν μπορεί να υπάρξει και καινοτομία έξω από το δέντρο της παράδοσης. Ποιά είναι σήμερα η πνευματική εικόνα της Ευρώπης; Δεν είναι πολλά χρόνια που η θεσμικά καθιερωμένη διανόησή της αγωνίζεται να αποδομήσει τα πάντα, ακόμη και την ίδια την έννοια της αλήθειας. Δεν υπάρχει αλήθεια, υπάρχει μόνο η θέληση για δύναμη, η αλήθεια της επιβολής της γνὠμης του ισχυρού. Η οποία μάλιστα υιοθετεί την Αμερικανικής προελεύσεως ναρκισσιστική φιλοσοφία που συνεχώς υποδιαιρεί τις κοινωνίες σε αντίπαλες ομάδες και αντίστοιχες ταυτότητες. Δεν αργεί η ιδεολογία αυτή να δείξει το ολοκληρωτικό της πρόσωπο, ανεξάρτητα από το χρώμα της, από ποιά πλευρά των κοινοβουλίων προέρχεται. Άλλωστε, σε ένα ισοπεδωμένο τοπίο χωρίς καμπύλες και χωρίς ορίζοντα δεν έχει σημασία που ακριβώς βρίσκεσαι, και σε ένα τόπο όπου όλα έχουν τιμή και τίποτε δεν έχει αξία δεν εκπροσωπείς τίποτε. Ο συντηρητικός δεν έχει πια κάτι να συντηρήσει (έξω από τον ψευδοπραγματισμό του κεφαλαίου) και ο προοδευτικός δεν έχει πού να «προοδεύσει» (έξω από τις φαντασιώσεις περί ταξικής πάλης). Αν ο Ευρωπαίος άνθρωπος, συμπεριλαμβανομένου του Έλληνα, καταφέρει να αποβάλει τη χριστιανική του ταυτότητα, δημιουργώντας κοινωνίες άχρωμες, τότε το υπερβατικό κενό θα καλυφθεί από κάτι ἀλλο, επίσης υπερβατικό όσο και σκληρό και φανατικό—και τούτο το γνωρίζουν καλά οι θεοκρατίες της Ισλαμικής Ανατολής. Τσεκουρώνοντας οι Ευρωπαίοι την ιστορία και τη μνήμη, μειώνοντας και εξευτελίζοντας τα μεγάλα έργα και τις πνευματικές αξίες που τα ενέπνευσαν, οδηγούν τις νεότερες γενιές στον εγκλωβισμό σε εφήμερα κοινωνικά σχήματα και σε απουσία κοινού οράματος. Και υποβοηθούν την εισβολή ενὀς άλλου πολιτισμού με ισχυρότερες θέσεις και δυναμικότερες διεκδικήσεις, πολιτισμού που θα ισοπεδώσει τα πάντα προκειμένου να επιβάλει τον δικό του ρατσιστικό και ανελεύθερο νόμο. Κυκλοφορεί ανάμεσα σε πολλούς, ως αυτονόητο, η ανοησία ότι η θρησκεία κατέστρεψε τον κόσμο, χωρίς βέβαια να γίνεται η απαραίτητη διευκρίνιση ως προς το τί ακριβώς εννοούμε λέγοντας θρησκεία, και χωρίς την υποψία ότι η θρησκεία δεν είναι αδιαφοροποίητη έννοια. Λίγοι σκέφτονται ότι ακόμη και οι θρησκευτικοί πόλεμοι που ταλαιπώρησαν την Ευρώπη ήσαν καρποί κρατικής βίας και πολιτικών συμφερόντων. Λίγοι επίσης σκέφτονται ότι δεν υπήρξε ποτέ ούτε θρησκευτικός πόλεμος στην Ορθόδοξη Ανατολή ούτε καν ιερά εξέταση. Ίσως γιατί οι Ορθόδοξοι πατέρες, άγιοι και φιλόσοφοι έμειναν πιό κοντά στον Παύλειο λόγο της αγάπης, στην αγάπη του ίδιου του σαρκωμένου Θεού-Λόγου. Ο χώρος και η έγνοια του Παύλου είναι η ανθρωπότητα και η ανθρωπιά, δηλαδή η ενότητα της ανθρωπότητας, που δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την αγάπη. Αυτό όμως προϋποθέτει τα άλλα δύο σκέλη με τα οποία ο Παύλος συνδέει την αγάπη: την πίστη και την ελπίδα. Συγκεκριμένα, την πίστη στον σαρκωμένο Λόγο, και την ελπίδα ότι το κακό και το χάος δεν θα κυριαρχήσουν, γιατί εμείς επιλέγουμε να ακολουθήσουμε το Αγαθό, που είναι ο Θεός. Όχι ένας Θεός κυρίαρχος που επιβάλλει την τάξη, αλλά ο Θεός που μας αγάπησε και μας έδωσε τον εαυτό Του, αφήνοντάς μας ελεύθερους να ανταποκριθούμε στην αγάπη Του. Η Ορθόδοξη παράδοση τονίζει ότι η ενότητα αφενός έχει οντολογικό θεμέλιο την ανθρώπινη φύση. Γίνεται όμως ψηλαφητή και εμπειρική πραγματικότητα με την κοινή πίστη, δηλαδή την συνειδητή αποδοχή τής από κοινού οριοθετημένης αλήθειας, και με το κοινό όραμα που, για να είναι κοινό, πρέπει να συνυφαίνεται με διαχρονικές αξίες και να αξιοποιεί τις δυνατότητες της ανθρώπινης φύσεως και κλήσεως. Ειδἀλλως η ενότητα παραμένει μια ουτοπία που πεθαίνει με τη δύση του ήλιου στην ίδια τη μελαγχολία της, και διατηρείται ως φαντασίωση. Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Ιερά Μονή Φανερωμένης