ΡΕΜΒΑΣΜΟΙ ΣΤΟΥΣ ΡΕΜΒΑΣΜΟΥΣ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

ΡΕΜΒΑΣΜΟΙ ΣΤΟΥΣ ΡΕΜΒΑΣΜΟΥΣ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

Δεν υπάρχει μόνο η ρέμβη ως άσκοπη περιπλάνηση της νωθρής καρδίας, αλλά και η ρέμβη ως νηφάλια περιδιάβαση στα μυστήρια του κόσμου και στα περιβόλια του εαυτού. Με αυτή την τελευταία έννοια και οι μέρες αυτές είναι μέρες των μεγάλων ρεμβασμών. Για όσους ακόμη μπορούν να αφεθούν γόνιμα στον αληθινό κόσμο του ονείρου, όπου οδηγοί οι μεγάλοι μας ποιητές. Ο Παπατσώνης μιλά με τη Μητέρα του Θεού, δημιουργώντας εικόνες για να αποδώσει το μυστήριό της. Και ο ήρωας του Παπαδιαμάντη, βουτηγμένος στο πένθος και στα δάνεια των τοκογλύφων, αναπολεί το παρελθόν και συνάζει τους καημούς του για να τους εναποθέσει στην αγκαλιά της Παναγίας.

Μπορούμε κι εμείς να ανταποκριθούμε στο κάλεσμα του Αυγούστου, να χαρούμε στα ελάχιστα με τη νηστεία του, να σταθούμε με λογισμό και μ’ όνειρο, σε τόπους έρημους, σε απόκρημνες ακτές, άλαλοι και εύλαλοι στο θάμβος του διπλού μυστηρίου, εκείνου της Μεταμορφώσεως, και εκείνου της Μητέρας της Ζωής που μεθίσταται από τον κόσμο αυτόν. Και άλλοτε να ρεμβάσουμε στο άπειρο, άλλοτε να κατεβούμε στην προσωπική μας ιστορία, σε όσα γνωρίζουμε και όσα δεν γνωρίζουμε, να αναμετρηθούμε με τα κρυμμένα τραύματά μας, να συμφιλιωθούμε με τις επιστρέφουσες σκιές, και εντέλει να παραδώσουμε εαυτούς και αλλήλους στον Υιό της και πρωτότοκο αδελφό μας.

Και να τα κάνουμε αυτά έχοντας παραστάτη και συνοδίτη την Παναγία. Γιατί, όμως, νιώθουμε τόση εγγύτητα προς αυτήν; Μήπως γιατί είναι ταυτισμένη με τη μητέρα που είχαμε ή δεν είχαμε; Υπάρχει αυτός ο λόγος αλλά και ένας βαθύτερος. Εκείνη είπε το «ναί» στον Θεό, εκπροσωπώντας όχι μόνο τον εαυτό της, αλλά όλους μας. Εκείνη μας φανέρωσε το μυστήριο της συνέργιας. Χωρίς συνέργια, χωρίς ανταπόκριση, χωρίς φιλότιμο, καμιά σωτηρία ως θεϊκό θέλημα δεν επιβάλλεται. Εκείνο το «ναι» της Παναγίας ήταν η απάντηση της ανθρωπότητας στην πρωτοβουλία του Θεού.

Κι όχι μόνο αυτό. Ανέβηκε στον ουρανό, γιατί κατέβηκε στα βάθη της γης. Δέχθηκε και βίωσε το πλήρωμα του ανθρώπινου πόνου. Έτσι μπορεί να δεχθεί και τους δικούς μας πόνους με άπειρη συμπάθεια. Νέφη συμφορών, βαθύτατες θλίψεις, χαλεπές αρρώστειες, πειρασμούς και φόβους, πένθος και διωγμούς, πάθη και αθυμία, αλλότριο σκότος, ψυχική ταραχή, εγκατάλειψη. Μέσα στην αγκαλιά της περιέβαλε τον κόσμο όλο και τον πόνο όλου του κόσμου. Έτσι, η πλατυτέρα των ουρανών βρίσκεται και στα σπλάχνα της γης, γίνεται ζωοδόχος πηγή που αναβλύζει από το χώμα που κείτονται οι νεκροί, δηλώνοντας ότι δεν υπάρχει πια θάνατος ως ματαίωση και ακύρωση, κι ότι δεν είναι πλέον ξένοι μεταξύ τους ο φίλος ουρανός και η σκοτεινή μητέρα γη.

Γι’ αυτό και στον θάνατο βλέπουμε τη ζωή, στο φθαρτό το άφθαρτο, στην ιστορία την αιωνιότητα, «πέρ’ απ’ τη σάψη,» όπως θα έλεγε ο Σικελιανός, «υπόσχεση μεγάλη … μα και του Δίκαιου αστραπή κι ελπίδα.» Στο σώμα της Παναγίας που πεθαίνει, και που λίγες ημέρες μετά δεν βρίσκεται στον τάφο, βλέπουμε το θεοδόχο σκήνωμα, όπως στο σώμα του Χριστού βλέπουμε την θεότητα και την ανθρωπότητα, όπως στον άρτο και τον οίνο της Ευχαριστίας βλέπουμε τον Χριστό εσθιόμενο και μηδέποτε δαπανόμενο, όπως και στα σημάδια του Θεού βλέπουμε τη δικαιοσύνη που θα αποκαταστήσει την ομορφιά του κόσμου. Όχι γιατί αποδεχόμαστε μια φιλοσοφική ερμηνεία, αλλά γιατί έχουμε στη συλλογική σκευή μας την εμπειρία μιας ζωής που υπέρκειται του θανάτου, και που είναι θεμέλιο των όντων. Χάρις στη Θεοτόκο, βλέπουμε σε όλη την κτίση το «ζωαρχικό και θεοδόχο σώμα».

Έτσι, η σιγή και το θάμβος μετατρέπονται σε λόγο μεστό και έμψυχη ικεσία. Γίνονται παράκληση που δέχεται πίσω την άνωθεν παράκληση. Διότι η παράκληση είναι λέξη δυσήμαντη. Αποδίδει αφενός την ευγενική ικεσία και δέηση και αφετέρου την παρηγορία και ενίσχυση. Η ίδια η δέηση είναι παρηγορία. Γιατί ο ίδιος ο Παράκλητος, το Πνεύμα του Θεού, εύχεται εντός μας με αλάλητους στεναγμούς.

Είναι ο ίδιος Παράκλητος που επισκίασε την Παναγία. Κι αν λέγεται λιμάνι, κι αν λέγεται πέλαγος, κι αν είναι πλατυτέρα των ουρανών, είναι γιατί έγινε Θεοτόκος. Και έγινε Θεοτόκος, γιατί αγάπησε όσο κανείς άλλος τον Θεό, και έτσι, δεν έγινε απλά παιδί του αλλά και μητέρα Του. Γιατί ο Θεός έγινε ένας από μας. Και υποσχέθηκε ότι με κάποιο τρόπο θα σαρκώνεται μέσα μας. Δεν πιστεύουμε σε ένα μακρινό Θεό, δεν ακολουθούμε εντολές κάποιου υπέρτατου όντος που επέχει θέση στρατηγού του σύμπαντος. Πιστεύουμε στον Θεό που είναι παντού και μέσα μας, και μας καθιστά παιδιά Του αλλά και μητέρες Του.

Βέβαια, δεν είναι σήμερα άλαλα τα χείλη των ασεβών! Ο ασεβής μανιωδώς σαρκάζει τη χριστιανική πίστη και την εκκλησιαστική παράδοση. Τούτο δεν είναι ούτε αθεΐα (μπορεί κάποιος να δηλώνει άθεος και να σέβεται) ούτε απιστία (αυτός που δεν πιστεύει στον Θεό πιστεύει στα πάντα), αλλά προϊόν απωθημένου πόνου, απόγνωσης, εγωισμού και νοσηρότητας.

Ας είναι. Ο Θεός έφερε τα πάνω κάτω. Όταν η ζωή ακολουθεί τον θάνατο, κι όχι το αντίθετο, δεν υπάρχει χώρος για μικροπρέπειες. Η Παναγία από το αναστραμμένο θρονί της, τον ουρανό, κατεβάζει τα χέρια αγκαλιάζοντας στεριά και θάλασσα, αμαρτωλούς και δίκαιους. Η ζωντανή παρουσία της είναι παραμυθία και όχι παραμύθιασμα.  Είναι μια τεράστια ιστορία που διηγείται το Πνεύμα της αληθείας, και στην οποία παίρνουμε μέρος. Δεν υπόσχεται ότι θα απαλλαγούμε από τα βάσανά μας, όπως υπόσχονται οι ψευδοσωτήρες, αλλά ότι θα τα σηκώσουμε όπως ο Χριστός σήκωσε τον σταυρό του. Ευτυχώς, η ανθρωπότητα δεν περιλαμβάνει μόνο σκοτισμένα μυαλά, αλλά και εκείνους που ξέρουν να αγαπούν, να διακρίνουν πέρα από το ορατό, και να σέβονται αυτά που δεν μπορούν να δουν ή δεν χωράει ανθρώπου νους.

Σε τέτοιους ρεμβασμούς μας καλεί ο Αύγουστος, ανάμεσα σε συντρίμματα και ερείπια. Να συναθροισθούμε εκ περάτων, αφού συγκεντρώσουμε τον διαλυμένο εαυτό μας, και αφού αδράξουμε φως από τον μεταμορφωμένο Ιησού, να σταυρώσουμε τα χέρια της Μητέρας, ανοίγοντας τον δρόμο για τον ουρανό, από όπου η αδιάκοπη Παράκληση. Εκτός, βέβαια, αν επιλέξουμε να χαθούμε και πάλι στη νυχθήμερη τύρβη, στην των χρημάτων κτήση, και στις βουές του Ιπποδρόμου.

Αρχιμ. Χρυσόστομος,
Καθηγούμενος Ι. Μονής Φανερωμένης Νάξου