ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛH ΣΤΟ ΚΙΕΒΟ
Θέλησα εδώ να κάνω μια σύντομη αναφορά στον πλέον εμβληματικό τόπο του Κιέβου, τον ναό της Αγίας Σοφίας. Η συνωνυμία με τον “μυθικό” ναό της Χριστιανοσύνης, τη “δική μας” Αγία Σοφία, δεν είναι τυχαία. Λες και κάποια αχτίδα, χαρίεσσα και ανάλαφρη, απ’ αυτές που δένουν τον θόλο της Μεγάλης Εκκλησίας στην ΚωνΠολη, ακολούθησε τον ηγεμόνα Βλαδίμηρο και την πορφυρογέννητη Άννα στον Βορρά, να χτίσει με φως και σκιές και χρώματα τη νέα Αγία Σοφία, τον ναό-σύμβολο και όραμα.
Οκτώ έτη διήρκησε το έργο της ανοικοδόμησης, για να μιμηθεί και σε τούτο το πρότυπό της, την Αγιά Σοφιά της Πόλης. Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες έρευνες, το θεμέλιο τέθηκε από τον πρώτο χριστιανό ηγεμόνα και βαπτιστή των Ρως του Κιέβου Βλαδίμηρο το 1011, και οι εργασίες άρχισαν πυρετωδώς, για να ολοκληρωθούν από τον διάδοχό του Γιαροσλάβ τον Σοφό το 1018.
Σε κάθε επιφάνεια του ναού αποτυπώνεται η Βυζαντινή αισθητική, η έγνοια να εκφρασθεί η ομορφιά του ετέρου κόσμου στον παρόντα, η ένωση του ουρανού και της γης, αυτό ακριβώς που συγκίνησε και αλλοίωσε τους απεσταλμένους του Βλαδιμήρου στην Αγία Σοφία της Πόλης. Ο προσκυνητής της Μεσογείου, μετά από τόσο μεγάλο ταξίδι εκπλήσσεται συναντώντας και εδώ στον Βορρά την ψυχή της Ρωμανίας στις Κομνήνιες μορφές των Αγίων, στις ελληνικές επιγραφές, στην ψηφιδωτή Πλατυτέρα της Κόγχης. Και δεν είναι μόνο ο σεμνός, απλός, κατανυκτικός και ιεροπρεπής σύλλογος των Αγίων. Είναι και η άλλη όψη του βυζαντινού κόσμου. Στον προσαρτημένο πύργο, παραστάσεις από τον ιππόδρομο, με τον ηγεμόνα του Κιέβου στο ίδιο θεωρείο με τον Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο, και την Άννα να παρακολουθεί από το παράθυρο, ενώ κυνήγια, πουλιά, χοροί, όργανα πληκτροφόρα, πνευστά και έγχορδα, διασώζουν εορταστικές τελετές των Ρωμαίων της Πόλης και μαρτυρούν την αντίληψη για τη χαρά της ζωής.
Όλα αυτά έχουν τα τελευταία χρόνια αποκαλυφθεί στον ναό του Κιέβου με την αφαίρεση του σοβιετικού επιχρίσματος.
‘Ηταν κάτι πολύ περισσότερο από μια επίστρωση ασβεστοκονιάματος. Ήδη τον 19ο αιώνα στη Ρωσική αυτοκρατορία, μετά την ίδρυση της “επαρχίας του Κιέβου”, απαγορεύθηκε η χρήση της ουκρανικής γλώσσας, και δεν αναγνωριζόταν ξεχωριστός πολιτισμός και κουλτούρα.
Η Σοβιετική Ένωση συνέχισε να υποστηρίζει ότι ο ναός της Αγίας Σοφίας ήταν έργο όχι του Βλαδιμήρου αλλά του διαδόχου του Γιαροσλάβ, εφόσον αυτός, πριν γίνει ηγεμόνας στο Κίεβο, ήταν πρίγκιπας σε άλλες πόλεις, στοιχείο που χρησιμοποιήθηκε για τη δημιουργία του μύθου περί του λίκνου των τριών λαών. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η Ρωσία, η Ουκρανία και η Λευκορωσία προέρχονται από μια εθνολογική ρίζα και αποτελούν “αδελφούς λαούς”, όπου η Μόσχα είναι φυσικά ο “μεγάλος αδελφός”, προστάτης και χειραγωγός.
Αντίθετα, η ίδρυση της Αγίας Σοφίας από τον Βλαδίμηρο, και η αναγωγή του κράτους των Ρως (των σημερινών Ουκρανών) στην αγία Όλγα και τον εγγονό της, θίγουν την ιδεολογία της “αυτοκρατορικής” Ρωσίας, του πανσλαβισμού, του λεγόμενου “ρωσικού κόσμου” και φυσικά της “τρίτης Ρώμης” που αποτελεί μέχρι σήμερα επιδίωξη του πατριαρχείου Μόσχας.
Οι Άγιοι στην Αγία Σοφία έχουν μεγάλα, ορθάνοιχτα μάτια και σφιχτά χείλη. Θεωρούν στο μυστήριο της κραυγαλέας ησυχίας τον Θεό. Βλέπουν συνάμα τις δοκιμασίες, τά πάθη και τους καημούς των πιστών. Είδαν σιωπηλοί τέσσερα εκατομμύρια ανθρώπους να πεθαίνουν από τον λιμό που προκάλεσε ο Στάλιν (ο οποίος έχει και μέχρι σήμερα μεγάλη δημοτικότητα στη Ρωσία), είδαν ξένη ηγεμονία να επιβάλει τη δική της κυριαρχία και τη δική της κουλτούρα, είδαν την ιστορία να ξαναγράφεται, για να υπηρετήσει τους ισχυρούς, είδαν την εκκλησία να κομματιάζεται, όταν οι πιστοί θέλησαν την ελευθερία τους. Οι Άγιοι όμως βλέπουν και το τέλος, τη δύναμη της αληθείας που νικά τον κόσμο.
Η μνήμη κατοικεί ακόμη εκεί όπου υπάρχει η διάφανη αχτίδα, το ίδιο ανάλαφρη, πιό ζωντανή από τα επιχρίσματα, πιό δυνατή από τους τριγμούς της ιστορίας. Αυτή η αχτίδα που παίζει στα μάτια των Αγίων, στα χρώματα των καπνισμένων τοίχων και στις αναλλοίωτες ψηφίδες, διατρέχει και τις κυψέλες του νου πολλών ανθρώπων. Μακάρι η του Θεού Σοφία να ανοίξει ένα φωτεινό δρόμο για όλους.
Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος
Καθηγούμενος Ιεράς Μονής Φανερωμένης Νάξου